<<< Προηγούμενη ελίδα

H EΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ

Παναγιώτης Σπυρόπουλος


 

Η επαγγελματική ευθύνη του ιατρού είναι ένα πρόβλημα δυσχερές τόσο κατά τον προσδιορισμό του, όσο και κατά την λύση του. Είναι δε ένα πρόβλημα πολύ παλαιό, θα έλεγα διαχρονικό. Πάντοτε αποτελούσε αντικείμενο σοβαρής μελέτης, η αναζήτηση σταθερών κριτηρίων προσδιορισμού της εκτάσεως και των ορίων της. Και το πρόβλημα αυτό απασχολούσε και τους θεωρητικούς του δικαίου και τους εφαρμοστές του, δηλ. τους δικαστές, στην καθημερινή πρακτική εφαρμογή του. Θα μπορούσα να επισημάνω δύο βασικές αρχές από τις οποίες θα πρέπει να εκκινεί - και πραγματικά εκκινεί - η κατά τα άνω αναζήτηση της εκτάσεως και των ορίων της επαγγελματικής ευθύνης του ιατρού. Αφ' ενός είναι η αξίωση του ασθενή να απαιτήσει την προσφορά επιμελών και συνετών υπηρεσιών από μέρους του ιατρού, τον οποίον προσλαμβάνει και στον οποίο εμπιστεύεται την θεραπεία του από την νόσο από την οποία προσεβλήθη και από την οποίαν ήδη πάσχει. Αφ’ ετέρου είναι η αξίωση του ιατρού να τύχει λεπτομερούς και εξειδικευμένης επιστημονικής διερευνήσεως των υπηρεσιών που προσέφερε, σε τρόπο ώστε να αποφευχθεί όχι μόνο η άδικη καταδίκη του σε αποζημίωση του ασθενή του, αλλά πολλές φορές και κυρίως ο διασυρμός του, ο οποίος ενίοτε είναι ενδεχόμενο να τον οδηγήσει σε ανάσχεση της αποτελεσματικής αρωγής και περιθάλψεως. Επομένως ο ιατρός πρέπει να είναι προσεκτικός και επιμελής, κατά την προσφορά των όντως πολυτίμων υπηρεσιών του και ειδικότερα των ιατρικών του φροντίδων, αλλά συγχρόνως πρέπει να προστατευθεί από ενδεχόμενες εκμεταλλεύσεις σε περίπτωση αποτυχίας των θεραπευτικών μεθόδων τις οποίες αυτός μετήλθε. Στο σημείο αυτό θεωρώ επάναγκες να επισημάνω ότι πρέπει να γίνει απαραίτητα μία διάκριση, εκείνη μεταξύ θεραπευτικής αγωγής που πρέπει κατ’ επιταγή της επιστήμης να ακολουθήσει ο ιατρός και του αποτελέσματος που αυτός επιδιώκει, δηλ. της θεραπείας του ασθενή του. Είναι αυτονόητη η διαπίστωση ότι η θεραπεία του ασθενή δεν ακολουθεί πάντοτε, κατά τρόπον απολύτως αναγκαίο - μετά μαθηματικής ακρίβειας θα έλεγα - ως αποτέλεσμα την θεραπευτική αγωγή που εφαρμόσθηκε, όταν αυτή βέβαια είναι η δέουσα. Νομίζω λοιπόν ότι θα μπορούσα να ισχυρισθώ ότι η θεραπεία τελικά είναι συνάρτηση πολλών, ποικίλλων και ενίοτε απροσδιορίστων αιτίων. ¶ρα η θεραπεία του ασθενή είναι ένα μέλλον γεγονός, αβέβαιο όμως. Οι Γάλλοι μιλούν για "Resultat Aleatoire", δηλαδή για αποτέλεσμα που εξαρτάται από την τύχη. Επομένως η επαγγελματική ευθύνη του ιατρού δεν εξικνείται μέχρι και την επίτευξη κάθε φορά του συγκεκριμένου θεραπευτικού αποτελέσματος, αλλά περιορίζεται μόνο στην επιμελή και συνετή από μέρους του εφαρμογή των επιστημονικά ενδεδειγμένων θεραπευτικών μεθόδων και μέσων. Και πάλιν οι Γάλλοι αναφερόμενοι στις υποχρεώσεις των ιατρών, μιλούν για " Obligation de Moyen" και για "Obligation de Resultat", δηλαδή για υποχρεώσεις μέσου και για υποχρεώσεις αποτελέσματος, τις οποίες τελευταίες, εξαιρούν του περιεχομένου της επαγγελματικής ευθύνης του ιατρού. Τελικά θα πρέπει εντελώς επιγραμματικά να αναφέρω ότι η ιστορική πρόοδος της θεωρητικής αναζήτησης της εκτάσεως και των ορίων της επαγγελματικής ευθύνης του ιατρού υπήρξε τεράστια και επίπονη και αυτή η πρόοδος άρχισε από μία πραγματικότητα ανατριχιαστική. Στον Βαβυλωνιακό Κώδικα του Χαμουραμπί αναφέρεται ότι η προβλεπόμενη ποινή σε βάρος του ιατρού, αν αυτός αποτύγχανε στην χειρουργική επέμβαση, ήταν η αποκοπή του χεριού του. Οι χρονικογράφοι της εποχής δεν φαίνεται να αναφέρουν πόσοι τελικά ιατροί απέμειναν αρτιμελείς. Μέσα στα πλαίσια της ορθής αντιμετώπισης του προβλήματος, κατατάσσεται και η υπαγωγή της επαγγελματικής ευθύνης του ιατρού στον χώρο της συμβατικής ή της έξω-συμβατικής ευθύνης ή και σε αμφότερους. Κατά την πρώτη τον ιατρό και τον ασθενή του συνδέει μία έννομη σχέση. Και σε άλλα μεν δίκαια η σχέση αυτή είναι η σύμβαση της εντολής, ενώ σε άλλα είναι η σύμβαση της μισθώσεως έργου. Αντίθετα η έξω συμβατική ευθύνη του ιατρού, αντιλαμβάνεται έντονα τον ιδιαίτερα κοινωνικό χαρακτήρα που συνδέει τον ιατρό με τον ασθενή του. Το τελευταίο απαντάται κατ' εξοχήν στα σοσιαλιστικά δίκαια, όπου η ευθύνη του ιατρού αντιμετωπίζεται ως άδικη συμπεριφορά του μέλους της σοσιαλιστικής κοινωνίας έναντι των συμπολιτών του. Η Ελληνική νομική επιστήμη και δικαστική πρακτική δέχονται ότι ο ιατρός αποδεχόμενος να θέσει τις επιστημονικές του γνώσεις στην διάθεση του ασθενή πελάτη του, έναντι συμφωνούμενης αμοιβής, συνάπτει με αυτόν σύμβαση μισθώσεως εργασίας και είναι εντεύθεν υποχρεωμένος όχι βέβαια να αναλάβει τη θεραπεία του ασθενή πελάτη του, ούτε απλώς να παράσχει τις οποιεσδήποτε φροντίδες και υπηρεσίες του, αλλά τις ευσυνείδητες και προσεκτικές τοιαύτες, που πρέπει να είναι σύμφωνες προς τα δεδομένα και την πρόοδο της ιατρικής επιστήμης. Εννοείται ότι μία τέτοια παρόμοια σύμβαση συνδέει τον ιατρό και με το νοσηλευτικό ίδρυμα ή το νοσηλευτήριο, είτε αυτό είναι δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου νομικό πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή το τελευταίο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενο ιατρό τον μισθό που συμφωνήθηκε ή ορίζεται από το νόμο, ενώ ο ιατρός είναι υποχρεωμένος να προσφέρει τις ιατρικές του γνώσεις με την αναφερόμενη επιμέλεια και σύνεση και είναι ελεύθερος να αναπτύξει πρωτοβουλία, καθ’ όσον αφορά τον τρόπο εκτελέσεως των υποχρεώσεων του, που απορρέουν από την σύμβαση, λόγω της επιστημονικής φύσεως αυτών. Ο ιατρός πάντως τελεί σε σχέση εξαρτήσεως από τον εργοδότη του και οφείλει να ακολουθεί τις οδηγίες του αναφορικά με τον τόπο και τον χρόνο της παροχής των συμβατικών του υποχρεώσεων, δηλ. των ιατρικών του υπηρεσιών. Οσάκις ήδη ο ιατρός δεν τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, όπως αυτές διεγράφησαν ανωτέρω, είτε από δόλο είτε από αμέλεια, δηλ. δεν καταβάλει την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, σύμφωνα με την διάταξη του αρθ. 330 Α.Κ. γεννάται απαίτηση αποζημιώσεως από τον αντισυμβαλλόμενο ασθενή πελάτη του. Παρεμφερής και η ευθύνη του ιατρού προς αποζημίωση, οσάκις αυτός έχει προσληφθεί από νοσηλευτικό ίδρυμα ή νοσηλευτήριο. Στην περίπτωση αυτή η ευθύνη του συμπορεύεται με εκείνη του προστήσαντος αυτόν εργοδότου του. Αλλά πέραν της αναπτυχθείσης συμβατικής ευθύνης του ιατρού παράλληλα κείται και η έξω-συμβατική ευθύνη του, αφού είναι ενδεχόμενο η δόλια ή αμελής συμπεριφορά του να είναι συγχρόνως και παράνομη. Επομένως εάν από την τοιαύτη συμπεριφορά προκύψει ζημία στον παθόντα ασθενή, ο τελευταίος δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση, γιατί αυτό ορίζει η διάταξη του αρθ. 914 ΑΚ κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια πρέπει να τον αποζημιώσει. Η αναφερόμενη υπαιτιότητα ταυτίζεται, όπως ανέφερα, εννοιολογικά με την απαιτούμενη από την διάταξη του αρθ. 330 ΑΚ υπαιτιότητα προκειμένης συμβατικής ευθύνης. Περαιτέρω η αναφερόμενη υπαιτιότητα θεμελιώνει, κατά τις περιστάσεις, και ποινική ευθύνη του ιατρού, όπως αυτή διαγράφεται τόσο στην διάταξη του αρθ. 441 Π.Κ. δηλ. σε περίπτωση αρνήσεως του ιατρού εκτελέσεως των έργων του, όσο και στην διάταξη του αρθ. 307 του αυτού Π.Κ. δηλ. σε περίπτωση παραλείψεως λύτρωσης από κίνδυνο ζωής, η πρώτη των οποίων χαρακτηρίζει την συμπεριφορά του ιατρού πταίσμα, ενώ η δεύτερη πλημμέλημα.
Πέραν της ανωτέρω περιγραφείσης επαγγελματικής ευθύνης του ιατρού, από απόψεως θεωρητικής μεθοδολογίας, είναι νομίζω ενδιαφέρον να διερευνηθεί έπ' ολίγον το θέμα και περιπτωσιολογικά. Όπως ήδη ανέφερα ο ιατρός οφείλει να παράσχει στον ασθενή-πελάτη του την περίθαλψη εκείνη που είναι σύμφωνη προς τα κεκτημένα διδάγματα της επιστήμης. Είναι όμως ενδεχόμενο να μην επιτευχθεί η θεραπεία του ασθενή και αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν επελέγη η καλύτερη μέθοδος περιθάλψεως. Σε μία τέτοια περίπτωση θα πρέπει να διερευνηθούν τα επιστημονικά δεδομένα, τα οποία ενδέχεται να αμφισβητηθούν και επομένως θα είναι δυσχερής η θεμελίωση ευθύνης του ιατρού. Πολλάκις, εξ άλλου, τίθεται και θέμα περιορισμένων ικανοτήτων του ιατρού, οι οποίες βέβαια καθ’ εαυτές δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν αμέλεια του. 'Οπως επίσης και η εσφαλμένη διάγνωση από μέρους του ιατρού δεν στοιχειοθετεί κατ’ ανάγκη αμέλεια του, εκτός εάν η εσφαλμένη αυτή διάγνωση είναι τόσο προφανής ώστε να παρίσταται ως αδικαιολόγητη. Περαιτέρω είναι ενδεχόμενο η χορηγηθείσα φαρμακευτική αγωγή να προκαλέσει δυσάρεστες επιπλοκές και παρενέργειες έως και θανατηφόρο αποτέλεσμα. Και πάλιν ο ιατρός θα ευθύνεται εάν και εφ’ όσον έχει παραβεί βασικά και αναμφισβήτητα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης, τα οποία όφειλε να μη αγνοεί. Είναι επίσης απαραίτητο ο ιατρός και μετά την χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, ιδιαιτέρως οσάκις αυτή εγκυμονεί κινδύνους παρενεργειών καίτοι επιστημονικά συνιστάται, να παρακολουθεί τον ασθενή και να επαγρυπνά. Αναφέρεται, εν προκειμένω, περίπτωση που αντιμετωπίστηκε στην δικαστική πρακτική στην Γαλλία. "Διαρκούσης της λουτροθεραπείας στην πόλη Ν η κυρία L δέχθηκε την ιατρική συνδρομή του κυρίου D ο οποίος διενήργησε μία ένεση Ηydrocortancyl στο δεξιό γόνατο της. Η εν λόγω κυρία, μετά πάροδο ολίγων ημερών, καταλήφθηκε από έντονους πόνους στο γόνατο της και ως εκ τούτου εισήχθη στο χειρουργικό τμήμα του νοσοκομείου της αναφερόμενης πόλης. Στη συνέχεια διακομίστηκε στο νοσοκομείο Μασσαλίας, όπου, συνεπεία επιδεινώσεως της καταστάσεως της, αναγκάσθηκε να υποστεί ακρωτηριασμό του δεξιού ποδιού της. Μετά τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο καταδίκασε τον ως άνω ιατρό στην πληρωμή αποζημιώσεως στην ασθενή του. Το Γαλλικό Ακυρωτικό, στο οποίο τελικά ήχθη η υπόθεση, δέχθηκε ότι απαιτείτο ιδιαζόντως προσεκτική περίθαλψη της ασθενούς, εν όψει της επικινδυνότητας της συγκεκριμένης φαρμακευτικής αγωγής με κορτιζόνη, την οποία ο ιατρός διενήργησε στο ιατρείο του, χωρίς συγχρόνως να συστήσει στην ασθενή του την απαραίτητη, μετά από τέτοια θεραπευτική αγωγή, ανάπαυση και ακινησία.
Οπως και προηγουμένως ανέφερα ο ιατρός οφείλει να επιδεικνύει συμπεριφορά επιμελούς και συνετού ιατρού της αυτής ειδικότητας. Ο βασικός αυτός κανόνας, της επαγγελματικής ευθύνης του ιατρού, να ενεργεί δηλ. αυτός lege artis, όπως είναι προφανές, διαγράφεται κατά τρόπο αντικειμενικό. Το άκρως δυσχερές στην προκειμένη περίπτωση πρόβλημα που ανακύπτει, είναι η απόδειξη του αντικειμενικού τούτου κριτηρίου, το πόρισμα της οποίας καλούνται να εκτιμήσουν οι δικαστές. Κατ’ αρχήν πρέπει να επισημάνω ότι ο δικαστής, όπως είναι ευνόητο, δεν διαθέτει τις απαιτούμενες επιστημονικές γνώσεις για να αντιμετωπίσει λυσιτελώς το αποδεικτέο θέμα, εάν δηλαδή ο φερόμενος ως υπαίτιος ιατρός ενήργησε σύμφωνα με τα δεκτά γενόμενα διδάγματα της επιστήμης. Ούτε βέβαια με όσες διαθέτει μη ειδικές γνώσεις, βοηθούμενος και από την κοινή πείρα, μπορεί να αντιμετωπίσει το κρίσιμο γεγονός αν, δηλαδή, ο ιατρός ενήργησε lege artis. Επομένως για την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, που τίθεται υπό την κρίση του δικαστή, πρέπει αυτός να ζητήσει την βοήθεια πραγματογνώμονα, ο οποίος οφείλει να διαθέτει τις ειδικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης, οι οποίες προσιδιάζουν στην συγκεκριμένη περίπτωση. Αλλά στο στάδιο αυτό της αποδεικτικής διαδικασίας, κατά το οποίο ερευνάται η ουσιαστική αλήθεια, όσον αφορά το πταίσμα του ιατρού ανακύπτουν προβλήματα τα οποία καθιστούν δυσχερή την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Όπως προσφυώς έχει παρατηρηθεί, χάριν της έρευνας της υπαιτιότητας του ιατρού, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν δηλ. αυτός ενήργησε όντως lege artis, δεν μπορούμε να μεταβάλλουμε τις αίθουσες των δικαστηρίων σε ιατρικές ακαδημίες. Επομένως η εντός ορίων περιορισμένη επιστημονική διερεύνηση - και ποιος άραγε θα θέσει τα όρια αν όχι ο δικαστής - δεν αποκλείεται να προκαλέσει αμφιβολίες όσον αφορά την κρίση του, την αναφερόμενη στα αποδεικτικά πορίσματα. Ένα περαιτέρω πρόβλημα, το οποίο ανακύπτει κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας, είναι ο κίνδυνος που ελλοχεύει από μία συνειδητή παραπλάνηση του δικαστηρίου η οποία υπαγορεύεται από ένα κακώς εννοούμενο πνεύμα συναδελφικής αλληλεγγύης. Αποτέλεσμα τούτου, είναι να παραβλάπτεται ουσιωδώς η αντικειμενική αλήθεια και ο δικαστής να σύρεται σε δικαιοδοτικές κρίσεις, οι οποίες λίγη σχέση έχουν με τα παραδεδεγμένα ιατρικά πορίσματα. Αν και το φαινόμενο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ανθρωπίνως αναπόφευκτο μεταξύ συναδέλφων ιατρών, είναι πάντως απαράδεκτο, εν όψει του ότι η συντήρηση του αναφερόμενου πνεύματος συναδελφικής αλληλεγγύης πλήττει τελικά την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και άρα προσβάλλει την έννομη τάξη του κοινωνικού συνόλου, με αποτέλεσμα να μη δικαιώνεται ο ζημιωθείς ασθενής. Εν προκειμένω έχω την πεποίθηση ότι όπως η ανυπαρξία δικαίου έτσι και η περιφρόνηση του κλονίζει την ασφάλεια του κοινωνικού βίου και προαγγέλλει παρακμή και κατάπτωση. Ο Λέων ο Σοφός στην 36 Νεαρά του επαγγελόταν "Ει της πολιτείας ερείσματα και κρηπίδες οι νόμοι, ει γε μέλλοι αύτη εν τω ασφαλεί είναι, τους νόμους χρη το υγιές διασώζει · νόμου δε υγείαν τι αν τις άλλο ή το δίκαιον φαίη;"
Σχετικά με την κατ' αρχήν αστική και την ποινική ευθύνη του ιατρού, πρέπει να διερευνηθούν κάποια προβλήματα, που ανακύπτουν σε σχέση με την κυοφορούσα γυναίκα και το κύημα της. Πρέπει να τονίσω, εκ προοιμίου, ότι και στην προκειμένη περίπτωση ο ιατρος-μαιευτήρας οφείλει να προσφέρει και αυτός στην κυοφορούσα ασθενή του την αναγκαία επιμελή και συνετή περίθαλψη, που είναι σύμφωνη προς τα βασικά διδάγματα της επιστήμης της μαιευτικής. Η παράλειψη αυτών, όπως εξετέθη γενικώς ανωτέρω, θεμελιώνει υπαιτιότητα και ανακύπτει θέμα επαγγελματικής ευθύνης του μαιευτήρα-ιατρού. Τα προβλήματα τα οποία, ως άνω, επεσήμανα, εμφανίζονται και κατά την διαδικασία εφαρμογής της πολύ σημαντικής δυνατότητας που διαθέτουν πλέον οι μαιευτήρες-ιατροί, της παρακολουθήσεως δηλ. της εξελίξεως του κυήματος και της διαγνώσεως του, με την υπερηχογραφική εξέταση του. Μου δόθηκε η ευκαιρία να αναγνώσω τα Πρακτικά της ημερίδας που έλαβε χώρα στις 31 Ιανουαρίου 2004, με θέμα τις δυνατότητες και τα όρια του Μαιευτικού Υπερηχογραφήματος. Πρόσεξα ότι από τις παραδοχές των διακεκριμένων ομιλητών, τόσο από το εξωτερικό προερχομένων όσο και των ημεδαπών, συνάγεται ένα συμπέρασμα, ότι, δηλαδή, τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής δεν είναι πάντοτε τα αναμενόμενα. Μου έκανε εντύπωση η λιτή και σαφής διαπίστωση διακεκριμένου αλλοδαπού επιστήμονα, ότι το κύημα είναι δύσκολο όργανο για να εκτιμηθεί. Ο ίδιος, εξ άλλου, με αφορμή την υπερηχογραφική εξέταση της καρδιάς του κυήματος, την χαρακτήρισε ως εξαιρετικά δύσκολη και συνεπέρανε ότι η εξέταση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυνατοτήτων και των ορίων αυτής. Εν πάση όμως περιπτώσει η υπερηχογραφική εξέταση είναι αναμφισβήτητα το κατ’ εξοχήν πληροφοριακό μέσο που διαθέτουν πλέον οι μαιευτήρες-ιατροί, για την παρακολούθηση της πορείας της κυήσεως, αλλά και του κυήματος και είναι συγχρόνως πολύτιμος βοηθός τους, εντός βέβαια πάντοτε των ορίων και των δυνατοτήτων της, όπως αναφέρθηκε. Η υπερηχογραφική εξέταση είναι απλώς διαγνωστική, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις άλλες υπερηχογραφικές εξετάσεις άλλων οργάνων του σώματος. Επομένως η διενέργεια υπερηχογραφικής εξετάσεως ανάγεται πλέον στην σφαίρα της επιμελούς και συνετής θεραπευτικής αγωγής, την οποία πρέπει να ακολουθήσει ο μαιευτήρας-ιατρός. Ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εγκυμονούσα ανήκει κληρονομικά ή η ίδια στην κατηγορία των ατόμων του ονομαζόμενου υψηλού κινδύνου (καρδιοπάθειες, διαβήτης κ.α.) η εν λόγω εξέταση δεν θα πρέπει να παραλείπεται. Ο ρυθμός εξ άλλου διενέργειας των υπερηχογραφιών εξετάσεων δεν είναι αυθαίρετος, όσο και αν, όπως φαίνεται, δεν είναι κατ’ αρχήν επιβλαβής η συχνά επαναλαμβανόμενη ως άνω εξέταση. Αναφέρεται ότι ο υπερηχογραφικός έλεγχος πρέπει να διενεργείται, γενικά, κατά την 11η έως 13η εβδομάδα της κυήσεως, όπως επίσης και κατά την 19η έως την 23η εβδομάδα. Κατά την τελευταία αυτή υπερηχογραφική εξέταση, όπως φαίνεται, μπορεί να ελεγχθεί πλήρως η ανατομία του κυήματος. Από την ανάγνωση των πρακτικών που σας ανέφερα, διέγνωσα μία διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο διακεκριμένων αλλοδαπών ομιλητών. Ο Καθηγητής van Assche συνιστά την ελλιπή ενημέρωση της επιτόκου, εν σχέσει με τα πορίσματα του υπερηχογραφικού ελέγχου, με την σκέψη ότι αυτά δεν είναι κατανοητά σε οποιονδήποτε. Ολως αντιθέτως, ο Καθηγητής Wladimiroff συνιστά την πλήρη ενημέρωση της εγκύου, γιατί πιστεύει ότι με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η δημιουργία ιατρό-νομικών προβλημάτων. Και τονίζει, στην συνέχεια, ότι είναι απαραίτητο να δίδεται μετά την υπερηχογραφική εξέταση μία λεπτομερής έκθεση στην οποία να αναγράφονται όχι μόνο τα όσα ανευρέθησαν, αλλά και όσα δεν ανευρέθησαν παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν και δεν έγινε εφικτό να παρατηρηθούν και να ελεγχθούν. Δεν διστάζω να υιοθετήσω πλήρως την τελευταία άποψη, γιατί όπως πιστεύω η απόκρυψη εγκυμονεί κινδύνους. Ενδέχεται η απόκρυψη να εφησυχάσει την επίτοκο, η οποία ακολούθως να βρεθεί προ τετελεσμένου γεγονότος. Αντίθετα η ενημέρωση της μπορεί να την οδηγήσει και σε άλλον υπερηχογραφιστή, ο οποίος πιο τυχερός, θα έλεγα, ενδέχεται να αποκαλύψει ό,τι δεν αποκαλύφθηκε στον προηγούμενο υπερηχογραφικό έλεγχο. Θα σας αναφέρω ότι η άγνοια περισσότερο οδηγεί σε δικαστικές επιδιώξεις, παρά η γνώση, η οποία αναστέλλει, γιατί αναμένεται το αρνητικό αποτέλεσμα της δικαστικής κρίσεως και επομένως ο δικαστικός αγώνας αποβαίνει άπελπις.
Πρέπει πλέον στο σημείο αυτό να διερευνηθεί το θέμα της Τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης, του εγκλήματος δηλαδή εκείνου που διαμόρφωσε ο Π.Κ. στο αρθρ. 304, σε αντικατάσταση του εγκλήματος της αμβλώσεως την οποία προέβλεπε το ίδιο άρθρο και τούτο γιατί συνιστά σοβαρή παράμετρο του ερευνωμένου προβλήματος. Κατά την παλαιά διάταξη του αρθρ. 304 του Π.Κ., η διακοπή της εγκυμοσύνης χαρακτηριζόταν ως άδικη πράξη και ετιμωρείτο ως εκ τούτου, απεκλείετο όμως ο άδικος χαρακτήρας α) οσάκις αυτή ήταν ιατρικά ενδεδειγμένη, προκειμένου δηλ. να αποτραπεί ο άλλως αναπότρεπτος κίνδυνος της ζωής της κυοφορούσας ή της σπουδαίας και διαρκούς βλάβης της υγείας αυτής και β) οσάκις ήταν ηθικά ενδεδειγμένη, όταν δηλαδή η σύλληψη ήταν αποτέλεσμα βιασμού κ.α. Ήδη ο άδικος χαρακτήρας, της εγκληματικής κατ' αρχήν και πάλιν πράξεως αίρεται, όχι μόνον οσάκις η διακοπή της εγκυμοσύνης είναι ιατρικά ενδεδειγμένη γιατί υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος της ζωής και της υγείας της κυοφορουσας, αλλά και οσάκις υπάρχουν ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου, που προκύπτει από προγεννητική διάγνωση, πράγμα το οποίο συμβαίνει επί υπερηχογραφικής εξετάσεως του κυήματος. Οι σοβαρές δε αυτές ανωμαλίες του εμβρύου συνεπάγονται την γέννηση παθολογικού νεογνού. Η διάταξη του νόμου επιτάσσει, εν τέλει, ότι η επιχειρούμενη διακοπή της εγκυμοσύνης πρέπει να λάβει χώρα εφ’ όσον αυτή δεν έχει διάρκεια περισσότερο από είκοσι τέσσερις (24) εβδομάδες. Εν όψει των ανωτέρω εκτιθεμένων έχει ανακύψει πρόβλημα στην δικαστική πρακτική, το οποίο αντιμετωπίζεται και θεωρητικά, σχετικά με την επαγγελματική ευθύνη του μαιευτήρα-ιατρού, ο οποίος παραλείπει να προκαλέσει υπερηχογραφική εξέταση της εγκύου, αλλά και του κυήματος, κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και μάλιστα στους αναφερόμενους τακτούς χρόνους που συνιστώνται ή άλλως προβαίνει μεν σε υπερηχογραφική εξέταση, όμως στη συνέχεια δε παραλείπει να ενημερώσει την επίτοκο, όχι μόνο, όπως ήδη αναφέρθηκε, περί των ευρημάτων που προέκυψαν από την ως άνω εξέταση, αλλά και περί εκείνων των σημείων, για τα οποία ο υπερηχογραφιστής δεν κατόρθωσε, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε, να επισημάνει το παραμικρό.
Πρέπει να τονίσω και πάλιν στο σημείο αυτό, πριν επιχειρήσω μία προσέγγιση στο αναφερόμενο πρόβλημα, ότι ο μαιευτήρας-ιατρος, όπως και όλοι οι άλλοι συνάδελφοι του άλλων ειδικοτήτων, οφείλει να προσφέρει στην επίτοκο συνετή και επιμελημένη ιατρική και γενικά θεραπευτική αγωγή σύμφωνη με τα παραδεδεγμένα πορίσματα της επιστήμης. Εντός του κύκλου των ιατρικών καθηκόντων του μαιευτήρα-ιατρού είναι προφανώς και η επιτυχής διενέργεια του τοκετού, να ενεργήσει δηλ. και στο σημείο αυτό lege artis. Εάν γεννήθηκε παθολογικό νεογνό, αυτό κείται πέραν των ορίων της επαγγελματικής ευθύνης του μαιευτήρα-ιατρού, εφ’ όσον βέβαια η παθολογικότητα δεν πρέπει να αποδοθεί στην εκτέλεση του τοκετού. Οπως φαίνεται - και ορθά - γίνεται δεκτό ότι μέσα στα επιβεβλημένα καθήκοντα του μαιευτήρα-ιατρού, της συνετής και επιμελημένης θεραπευτικής αγωγής, περιλαμβάνεται πλέον και η διενέργεια υπερηχογραφικής εξετάσεως, παρά το γεγονός ότι, όπως προανέφερα, τα αποτελέσματα αυτής δεν είναι πάντοτε ικανοποιητικά. Επομένως η παράλειψη της εξετάσεως αυτής και συνακόλουθα η παράλειψη της ενημέρωσης της εγκύου, μπορεί κατ’ αρχήν να θεμελιώσει επαγγελματική ευθύνη του μαιευτήρα-ιατρού. Αναφέρομαι κυρίως στο γεγονός ότι από το πόρισμα της ανωτέρω εξετάσεως ενδέχεται να προκύψει κίνδυνος αναπότρεπτος για την ζωή της κυοφορούσας ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της υγείας της. Σε μία τέτοια περίπτωση ο θεράπων ιατρός οφείλει να συστήσει την διακοπή της κυήσεως, αφού προηγουμένως ενημερώσει την κυοφορούσα σχετικά με τους αναφερόμενους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται αν συνεχισθεί η κύηση. Η υποχρεωτική αυτή συμπεριφορά του ιατρού εντάσσεται, αναμφίβολα, στα πλαίσια της θεραπευτικής αγωγής που πρέπει να εφαρμόσει στην κυοφορούσα ασθενή του. Το πρόβλημα όμως γίνεται δυσχερές στην περίπτωση που τα ευρήματα της αναφερόμενης εξέτασης αφορούν το κύημα και διαπιστώνεται κάποια παθολογία π.χ. κάποια συγγενής καρδιοπάθεια ή κάποια ανατομική ανωμαλία όπως είναι η φωκομέλεια. Κατ’ αρχήν οι συγγενείς καρδιοπάθειες αντιμετωπίζονται ή τουλάχιστον ενδέχεται να είναι αντιμετωπίσιμες, όσον αφορά δε τις ανατομικές ανωμαλίες αναφέρονται χειρουργικές διορθωτικές επεμβάσεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνω την αναφερθείσα παραδοχή ότι τα αποτελέσματα της υπερηχογραφικής εξετάσεως δεν είναι πάντοτε ικανοποιητικά. Οσάκις ήδη η διαγιγνωσκομένη ανατομική ανωμαλία δεν είναι ανημετωπίσιμη θεραπευτικά ή άλλως δεν είναι δεκτική χειρουργικής διορθωτικής επεμβάσεως, εν τοιαύτη περιπτώσει το μόνο δικαίωμα το οποίο παρακωλύεται, όταν παραλήφθηκε η διενέργεια υπερηχογραφικής εξετάσεως ή η ενημέρωση της επιτόκου, είναι εκείνο της διακοπής της κυήσεως. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσω ότι η εμφάνιση εγγενών παθήσεων ή σωματικών διαμαρτιών στο κύημα δεν έχουν προφανώς γενεσιουργό αιτία την παράλειψη διενέργειας υπερηχογραφικής εξετάσεως, ούτε βέβαια την παράλειψη ενημέρωσης της εγκύου. Επομένως δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση σχέση αιτίου και αποτελέσματος, πράγμα το οποίο όμως είναι απολύτως αναγκαίο, κατά το νόμο, να υφίσταται προκειμένης απαιτήσεως αποζημιώσεως είτε αυτή πηγάζει από την συμβατική σχέση, είτα απορρέει από εξωσυμβατική ευθύνη. Η μόνη άρα αιτιώδης σχέση που ανακύπτει είναι εκείνη μεταξύ των ανωτέρω αναφερομένων παραλείψεων και της εντεύθεν αποστερήσεως της εγκύου του δικαιώματος της να διακόψει την κύηση. Αλλ' όμως είναι πολύ αμφίβολο αν το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που συνιστούν το περιεχόμενο του δικαιώματος της προσωπικότητας ώστε να τύχει της δέουσας νόμιμης προστασίας. Πέραν όμως αυτών ανακύπτει και μία σύγκρουση δικαιωμάτων, μεταξύ του δικαιώματος της εγκύου να διακόψει την κύηση και του δικαιώματος του εμβρύου, έστω και παθογόνου, στη ζωή. Από την θετική ή αποφατική στάση που λαμβάνεται, όσον αφορά την προτεραιότητα εκατέρου των αναφερομένων δικαιωμάτων, αγόμεθα, κατά συνέπεια στην θεμελίωση ή όχι της επαγγελματικής ευθύνης του θεράποντος ιατρού. Το πρόβλημα προς το παρόν, είναι περισσότερο κοινωνικό και λιγότερο νομικό. Στους παλαιότερους χρόνους υπήρξε η κοινωνική αντίληψη του "Καιάδα". Σήμερα η ιατρική επιστήμη θαυματουργεί, ενώ η κοινωνική ευαισθησία, όσον αφορά την προστασία της προσωπικότητας, εξελίσσεται άκρως εντυπωσιακά. Φυσικά ο νόμος έπεται του κοινωνικού γίγνεσθαι και διαμορφώνει αρμονία εκεί που προσωρινά υπάρχει σύγχυση. Και η αρμονία, προς την οποία ο άνθρωπος έχει έμφυτη τάση, είναι στοιχείο του κόσμου, όπως επίσης και η κοινωνική συμβίωση δεν είναι νοητή άνευ κανόνος δικαίου, ενέχοντος το στοιχείο του ρυθμού. Σχετική είναι η ρήση του Πλάτωνα στον Πρωταγόρα "Πας γαρ βίος του ανθρώπου ευρυθμίας τε και ευαρμοστίας δείται", αλλά και εκείνη του Αριστοτέλη στην Ποιητική του "Κατά φύσιν δε όντος ημίν του μιμείσθαι και της αρμονίας και του ρυθμού". -

 

ΗΟΜΕPAGE