<<< Προηγούμενη σελίδα

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗ
ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΑΣΚΗΣΗ
ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ
ΜΑΙΕΥΤΙΚΗΣ-ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΠΑΣ

Ελενα Παπαευαγγέλου-Κορκοντζέλου


Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ζητήματα ιατρικής ευθύνης απασχολούν όλο και πιο συχνά πλέον τους ίδιους τους γιατρούς, τα νοσοκομεία ή κλινικές, τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, αλλά και την κοινή γνώμη. Και βεβαίως έχουμε απομακρυνθεί από καιρού από τη θεωρία της απόλυτης ανευθυνότητας του γιατρού, αυτό που κάποτε έλεγαν ότι "ο ήλιος φωτίζει τπς επιτυχίες των γιατρών, ενώ η γη καλύπτει τα σφάλματα τους", χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να μας προβληματίζουν τα φαινόμενα που παρουσιάζονται στις Η ΠΑ και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι γιατροί ασκούν τη λεγόμενη "αμυντική ιατρική" και οι δικηγόροι συστήνουν εταιρείες που απασχολούνται αποκλειστικά με την εξασφάλιση μεγάλων αποζημιώσεων για δυσαρεστημένους ασθενείς. Για τη στοιχειοθέτηση νόμω βάσιμης αξίωσης αποζημίωσης απαιτείται όπως υπάρχει βλάβη του ασθενούς ευρισκόμενη σε άμεση εσωτερική συνάφεια προς πράξεις ή παραλείψεις του ιατρού ή του φορέα παροχής υπηρεσιών. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις ιατρικής ευθύνης, ο γιατρός ευθύνεται μόνο όταν ο ασθενής υπέστη βλάβη από παράβαση του καθήκοντος του ιατρού που συνίστατο στην επίδειξη της εύλογης φροντίδας σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και όταν η βλάβη αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την παράβαση αυτή, γεγονότα, που πρέπει να αποδείξει ο ενάγων που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 922, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι βασική προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση για ζημία που προκλήθηκε από υπαίτια και παράνομη πράξη ή παράλειψη εκείνου που είναι υποχρεωμένος ή εκείνου που προοτήθηκε από αυτόν, είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας που επήλθε. Η τέτοια αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή κατά τη συνηθισμένη και κοινή πορεία των πραγμάτων, η πράξη ή παράλειψη είναι ικανή να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και ότι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα αυτό (πρβλ. σχετ. ενδεικτ. ΑΠ 1261/85, ΝοΒ 34, 860). Ειδικά όσον αφορά την ιατρική αστική ευθύνη γίνεται δεκτό ότι αυτή είναι ευθύνη μέσων και όχι αποτελέσματος. Ο ιατρός δεν εγγυάται το αποτέλεσμα, αλλά ευθύνεται για κάθε υπαίτια παράβαση της υποχρέωσης παροχής μέσων. Η αιτιολογία της θέσης αυτής, η οποία γίνεται παγίως δεκτή κυρίως στη γαλλική και γερμανική νομολογία (πρβλ. σχετ. Κ.Φουντεδάκη, Αστική Ιατρική Ευθύνη, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσ/νίκη 2003) ανάγεται στην ιδιαιτερότητα της ιατρικής πράξης ως επέμβασης στον ανθρώπινο οργανισμό του οποίου οι αντιδράσεις δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν ή να προβλεφθούν. Έτσι ο γιατρός δεν μπορεί να υποσχεθεί ούτε τη θεραπεία του ασθενούς, ούτε την μη επέλευση της άλλης ζημίας από την ιατρική πράξη, παρά μόνο ότι ο ίδιος θα ενεργήσει σύμφωνα με τα επιβαλλόμενα πρότυπα επιμέλειας και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης.

II. ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ - ΙΑΤΡΙΚΟ ΛΑΘΟΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑΤΟΣ
Το υπερηχογράφημα και ο προγενετικός εν γένει έλεγχος στην κύηση αποτελεί σήμερα μία από τις σύγχρονες διαγνωστικές μεθόδους, συνιστά δηλαδή μία σύγχρονη επιστημονική μέθοδο.Η ίδια η παράλειψη εκτέλεσης προγενετικού ελέγχου ή υπερήχου, μπορεί καταρχήν να αποτελέσει το έναυσμα, την αφετηρία για την ύπαρξη αστικής ευθύνης του γιατρού, όταν η εκτέλεση του θα μπορούσε να αποτρέψει το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εξωμήτριος κύηση σε ασαφείς περιπτώσεις, όπου η παραμικρή υποψία επιβάλλει σύμφωνα με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα νέο υπερηχογράφημα. Από την άλλη πλευρά διαγνωστικά σφάλματα κατά την παρακολούθηση της εγκύου είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην βλάβη του εμβρύου και τη αστική (ή αστική και ποινική δίωξη του γιατρού). Λάθη κατά την εκτίμηση της ηλικίας της κυήσεως, ή τη διάγνωση δίδυμης κυήσεως, για παράδειγμα, συνιστούν αναμφισβήτητα διαγνωστικά λάθη, που όταν οδηγήσουν σε ενδομήτριο θάνατο του ή των εμβρύων, ή βλάβη της υγείας του παιδιού που θα γεννηθεί άκαιρα, μπορεί να οδηγήσουν σε δικαστική εμπλοκή και ειδικότερα την αξίωση αποζημίωσης. Τέλος, με δεδομένη την εξέλιξη της τεχνολογίας στον τομέα των υπερήχων και την εισαγωγή πολλών νέων μεθόδων επεμβατικής υπερηχογραφίας το πεδίο της ευθύνης του ιατρού διευρύνεται.

ΙΙΙ. ΤΟ ΙΑΤΡΙΚΟ ΛΑΘΟΣ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΡΟΓΕΝΕΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΑΙΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑΤΟΣ
Το υπερηχογράφημα και άλλες ιατρικές πράξεις στην κύηση γίνεται κυρίως στα πλαίσια του "προγενετικού ελέγχου", ο οποίος μπορεί να δώσει πληροφορίες για την ανατομική ακεραιότητα, την έλλειψη συγγενών διαμαρτιών, χρωμοσωμιακών ανωμαλιών και μεταβολικών νοσημάτων του παιδιού. Τα τελευταία χρόνια με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την καταλυτική χρήση των υπερήχων στον προγεννητικό έλεγχο (αυχενική διαφάνεια και β-επιπέδου) συντελέσθηκε μεγάλη πρόοδος, με τον περιορισμό των επεμβατικών μεθόδων, όπως η αμνιοπαρακέντηση ή άλλες επεμβάσεις που ενέχουν κίνδυνο απώλειας του εμβρύου. Έτσι οι υπέρηχοι μπορούν να προσφέρουν πάρα πολλά στην έγκαιρη διάγνωση των "άρρωστων παιδιών" Η ανεύρεση σημείων στο υπερηχογράφημα αυξάνει την πιθανότητα για χρωμοσωμιακές ανωμαλίες, και γενετικά σύνδρομα. Ζητήματα αστικής ευθύνης μπορεί να προκύψουν όχι βεβαίως γιατί με την εκτέλεση του υπερηχογραφήματος προκλήθηκε η γέννηση παιδιού με γενετικές βλάβες αλλά γιατί αυτές οι γενετικές βλάβες δεν διαγνώστηκαν. Ο ρόλος του γιατρού εδώ δεν μπορεί παρά να είναι ενημερωτικός και συμβουλευτικός προς τους μελλοντικούς γονείς οι οποίοι πρέπει να λαμβάνουν και την τελική απόφαση για διακοπή ή συνέχιση της εγκυμοσύνης.
Δύο ακόμη σημαντικές επισημάνσεις:
1. Η υποχρέωση του γιατρού να ενημερώσει την έγκυο για την κατάσταση του εμβρύου επιβάλλεται στο γιατρό ακόμα και όταν ο γιατρός από ηθικούς και θρησκευτικούς ενδοιασμούς είναι προσωπικά αρνητικός στη διακοπή της εγκυμοσύνης, την οποία σε τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να υποχρεωθεί να επιχειρήσει ο ίδιος.
2. Η υποχρέωση του γιατρού να διαγνώσει γενετικές ανωμαλίες του εμβρύου και να ενημερώσει γ' αυτό τους γονείς, περιορίζεται χρονικά, στα όρια, μέσα στα οποία επιτρέπεται η διακοπή της εγκυμοσύνης από τις εθνικές νομοθεσίες. Η παρατήρηση αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε περιπτώσεις όπου περισσότερου του ενός γιατρού προέβησαν στην εκτέλεση υπερήχων σε διαφορετικά στάδια της εγκυμοσύνης.

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Τα διεθνή δεδομένα
Πρόκειται συνεπώς για μία διαγνωστική αστοχία του γιατρού και μία πλημμελή ενημέρωση των γονέων. Από νομικής απόψεως και από πλευράς αστικής ευθύνης ειδικότερα τα ζητήματα που τίθενται είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα με δεδομένο ότι αμφισβητείται αν η γέννηση ενός παιδιού με γενετικές βλάβες, οι οποίες βεβαίως δεν οφείλονται στον υπέρηχο, συνιστά ζημία των γονιών ή και του ιδίου του παιδιού. Το ερώτημα που συνακόλουθα τίθεται είναι αν μπορεί να υπάρξει αστική ευθύνη του γιατρού για αποζημίωση για τη γέννηση παιδιού με γενετικές βλάβεις (wrongfull birth-wrongfull life).
Α. Σε αρκετές χώρες και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ έχει από καιρό τεθεί στην κρίση των δικαστηρίων το πρόβλημα, αν οι γονείς ενός παιδιού που γεννιέται με γενετικές βλάβες ή και το ίδιο το παιδί έχουν ή μπορεί να έχουν αξιώσεις αποζημίωσης εναντίον του γιατρού, γιατί ενώ διέγνωσε ότι στο έμβρυο υπάρχουν σοβαρές βλάβες ή όφειλε να το διαγνώσει, δεν ενημέρωσε ή δεν συμβούλευσε τους γονείς να διακόψουν την κύηση, ώστε να μη γεννηθεί ελαττωματικός άνθρωπος.
Ο προβληματισμός είναι τριπλός. Ένας ελαττωματικός εκ γενετής άνθρωπος είναι βάρος του κοινωνικού συνόλου, έχει να αντιμετωπίσει ως άτομο τις ιδιαίτερες δυσκολίες της περίπτωσης του, που συχνά καθιστούν την επιβίωση του μαρτυρική και τέλος αποτελεί βάρος για την οικογένεια. Σαν πρόβλημα αστικής ευθύνης το ερώτημα είναι, αν ο γιατρός οφείλει αποζημίωση για τις έκτακτες δαπάνες που θα αντιμετωπίσουν οι γονείς για την ανατροφή του παιδιού αυτού και αν ο γιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση απέναντι στο ίδιο το ελαττωματικό παιδί, γιατί το ίδιο, ως ελαττωματικό άτομο, έχει να αντιμετωπίσει αυξημένες δαπάνες για την επιβίωση του. Τα αμερικανικά δικαστήρια, ήδη από καιρό έχουν δεχθεί ότι η παράλειψη του γιατρού να ενημερώσει τους γονείς ότι πρόκειται να γεννηθεί ελαττωματικό παιδί, αποτελεί επαγγελματικό σφάλμα, που έχει ως συνέπεια αξίωση για αποζημίωση όχι μόνο απέναντι στους γονείς αλλά και στο ίδιο το ελαττωματικό παιδί. Ειδικότερα η ευθύνη του γιατρού στην περίπτωση που ένα παιδί έρχεται στο κόσμο με γενετικές βλάβες διακρίνεται:
Α. σε αξιώσεις που μπορούν να εγερθούν από τους γονείς (wrongfull birth), β. σε αξιώσεις που μπορούν να εγερθούν από το ίδιο το παιδί (wrongfull life).
Στην πρώτη περίπτωση (wrongfulΙ birth), το πρόβλημα της ευθύνης του γιατρού επικεντρώνεται στην παράλειψη της υποχρέωσης του να ενημερώσει για την κατάσταση του εμβρύου και τους κινδύνους που αναμένουν μητέρα και παιδί, αν δεν διακοπεί η εγκυμοσύνη. Η υποχρέωση ενημέρωσης, μία βασική νομική υποχρέωση του ιατρού για κάθε ιατρική πράξη, εκτείνεται όμως όχι μόνο σε ήδη υπαρκτές γενετικές βλάβες αλλά και σε βλάβες που μπορεί να προκληθούν στο έμβρυο από τη λήψη ορισμένων φαρμάκων κατά την εγκυμοσύνη, από τη χρήση νικοτίνης, αλκοόλ, ηρεμιστικών και γενικότερα τρόπου ζωής της εγκύου. Το ζήτημα των συνεπειών της παράλειψης των παραπάνω υποχρεώσεων απασχόλησε αρκετά τα δικαστήρια και τη θεωρία της αλλοδαπής. Σύμφωνα με τις νεώτερες απόψεις, η αθέτηση αυτών των υποχρεώσεων του γιατρού τον καθιστά υπόχρεο σε αποζημίωση απέναντι στους γονείς. Προϋποθέσεις της καταδίκης του γιατρού σε αποζημίωση είναι: α) γέννηση παιδιού με τόσο σοβαρές ανωμαλίες, ώστε θα ήταν επιτρεπτή η διακοπή της εγκυμοσύνης και β) παράλειψη του γιατρού να διαγνώσει τις γενετικές ανωμαλίες έγκαιρα και να ενημερώσει του γονείς, ώστε να είναι δυνατή η διακοπή της εγκυμοσύνης. Για να καταδικαστεί ο ιατρός σε αποζημίωση πρέπει ακόμα να αποδειχθεί -και το βάρος της απόδειξης φέρουν οι γονείς- ότι αν γνώριζαν τις ανωμαλίες αυτές, το μέγεθος και τις συνέπειες τους, θα είχαν αποφασίσει τη διακοπή της εγκυμοσύνης. Ο γιατρός απαλλάσσεται από την υποχρέωση του για αποζημίωση των γονέων, αν αποδείξει, ότι η μητέρα, παρά τις υποδείξεις του, δεν ήθελε να υποβληθεί στις ιατρικές εκείνες εξετάσεις που είναι απαραίτητες για τη διάγνωση της κατάστασης του εμβρύου ή ότι, παρόλο που οι εξετάσεις έγιναν και η μητέρα ενημερώθηκε από το γιατρό, ότι θα γεννηθεί παιδί με βαριές γενετικές βλάβες, η ίδια δεν ήθελε να διακόψει την εγκυμοσύνη.
Η υποχρέωση του γιατρού σε αποζημίωση των γονέων παύει, αν είναι δυνατή και πραγματοποιηθεί εκ των υστέρων αποκατάσταση της υγείας του τέκνου. Η αξίωση των γονέων για αποζημίωση περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών που υφίστανται οι γονείς για τη διατροφή, την περιποίηση και την ιατρική περίθαλψη του ελαττωματικού παιδιού. Επειδή δε το παιδί αυτό δικαιούται διατροφή και περίθαλψη και μετά την ενηλικίωση του, η υποχρέωση του γιατρού δεν σταματά με την ενηλικίωση του παιδιού. Στην υποχρέωση του γιατρού για αποζημίωση συνυπολογίζεται και η απώλεια εισοδημάτων από εργασία, την οποία υφίσταται η μητέρα για το χρόνο που καταναλώνει για την περίθαλψη του παιδιού. Από πολλούς θεωρητικούς κατακρίνεται η σύνδεση των δαπανών που υφίστανται οι γονείς από τη γέννηση παιδιού με γενετικές βλάβες με το ιατρικό σφάλμα ή την παράλειψη ενημέρωσης, κυρίως όταν η αποζημίωση στην οποία καταδικάζεται ο γιατρός, έμμεσα συνδέεται με την οικονομική κατάσταση των γονέων. Η παρατήρηση αυτή είναι ορθή, διότι εδώ - στα πλαίσια της ιατρικής ευθύνης -σκοπός της αποζημίωσης δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η κοινωνική υποστήριξη του οικονομικά ασθενούς γονιού, αλλά μόνο η υποχρέωση του γιατρού να αποκαταστήσει πραγματική ζημία που οφείλεται σε υπαίτια ενέργεια του. Όταν όμως το δικαστήριο εξομοιώνει την αποζημίωση που οφείλει ο γιατρός, με την πρόσθετη δαπάνη που υφίστανται οι γονείς του παιδιού που γεννήθηκε με γενετικές βλάβες, στην ουσία υποκαθιστά την υποχρέωση της πολιτείας να στηρίξει τα ασθενέστερα άτομα και έμμεσα ασκεί κοινωνική πολιτική, επιρρίπτοντας το βάρος στο γιατρό και τελικά στην ασφαλιστική εταιρεία. Η νομολογιακή πρακτική των αμερικανικών δικαστηρίων κυμαίνεται μεταξύ της άποψης, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να καταλογιστεί ως ζημία, ακόμη και όταν γεννήθηκε με γενετικές ανωμαλίες και της άποψης που τείνει στην αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσης των γονέων, τουλάχιστον για τις εξαιρετικές δαπάνες που δημιουργεί η ύπαρξη παιδιού με γενετικές βλάβες.
Β. Σε αυτήν την κατεύθυνση τείνουν και οι αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων.
Ήδη από το 1984 τα αγγλικά δικαστήρια αναγνώρισαν δικαίωμα αποζημίωσης της μητέρας που μετά από αποτυχημένη στειροποίηση γέννησε παιδί με συγγενείς ανωμαλίες. Στην περίπτωση αυτή αναγνωρίστηκε δικαίωμα αποζημίωσης της μητέρας για τις ψυχικές και τις σωματικές ταλαιπωρίες που υπέστη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, για τη στειροποίηση που υπέστη εκ νέου μετά τον τοκετό, για την ηθική βλάβη που υπέστη επειδή απέκτησε παιδί με γενετικές ανωμαλίες, για τα εισοδήματα που δεν μπορεί να αποκτήσει, επειδή είναι υποχρεωμένη να διαθέτει το χρόνο της στο παιδί και για τα έξοδα συντήρησης του παιδιού.
Γ. Στη Γερμανία αντιμετωπίστηκε από τα δικαστήρια η περίπτωση ενός παιδιού που γεννήθηκε με βαριές γενετικές βλάβες, οι οποίες αποδόθηκαν στο γεγονός, ότι η μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχε ασθενήσει από ερυθρά (Roteln). Το εφετείο του Μονάχου είχε απορρίψει την αγωγή των γονέων για αποζημίωση τους από το γιατρό, με την αιτιολογία ότι οι αυξημένες δαπάνες για διατροφή παιδιού με γενετικές ανωμαλίες, δεν δημιουργούν δικαίωμα των γονέων να διακόψουν την εγκυμοσύνη. Όμως το γερμανικό ακυρωτικό δέχθηκε την αγωγή των γονέων με την αιτιολογία, ότι η προγεννητική διάγνωση της κατάστασης του εμβρύου και η ενημέρωση της μητέρας έχει σκοπό, αφ' ενός να καθησυχάσει τη μητέρα για την κατάσταση της υγείας του παιδιού που θα γεννηθεί και αφ' ετέρου να της δώσει τη δυνατότητα να αποφασίσει, αν θέλει να γεννήσει ελαττωματικό παιδί ή να διακόψει την εγκυμοσύνη, για ευγονικούς λόγους (Πρβλ. ΠΚ 304 § 4 εδ. β).
Η ευθύνη απέναντι ατό νεογνό
Ενώ τα δικαστήρια της αλλοδαπής έχουν ήδη αναγνωρίσει δικαίωμα αποζημίωσης των γονέων για τη γέννηση τέκνου με γενετικές ανωμαλίες, αξιώσεις του ίδιου του παιδιού δεν έχουν γίνει δεκτές. Πρόκειται για αγωγές που εγέρθηκαν από παιδιά που γεννήθηκαν με γενετικές ανωμαλίες και στηρίχθηκαν στο γεγονός ότι, αν ο γιατρός είχε έγκαιρα διαγνώσει τη γενετική ανωμαλία και είχε ενημερώσει τη μητέρα γι' αυτό, η μητέρα θα είχε προβεί σε άμβλωση και ο ενάγων δεν θα υπέφερε τις ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες που συνεπάγεται η ζωή ενός ανθρώπου με γενετικές βλάβες. Οι αγωγές αυτές στην πραγματικότητα στηρίζονται στο αμφισβητούμενο "δικαίωμα" του ανθρώπου να γεννηθεί φυσιολογικός ή στο "δικαίωμα" του να μη γεννηθεί. Τα δικαστήρια στα οποία τέθηκε το θέμα, αρνήθηκαν να δεχθούν ότι η ζωή, ακόμα και όταν είναι βεβαρημένη με γενετικές ανωμαλίες, είναι προτιμότερη από τη μη έλευση στη ζωή, με το επιχείρημα ότι, αν μια τέτοια αγωγή γινόταν δεκτή, γεννάται το ερώτημα με ποια κριτήρια, θα γινόταν η διάκριση μεταξύ φυσιολογικής ζωής και μη φυσιολογικής, ώστε να επιδικαστεί αποζημίωση. Παραταύτα, υπάρχουν αποφάσεις, κυρίως αμερικανικές, που δέχθηκαν αξιώσεις των παιδιών που γεννήθηκαν με γενετικές βλάβες, με την αιτιολογία ότι, η υποχρέωση του γιατρού απέναντι στους γονείς να τους ενημερώσει ότι θα γεννιόταν παιδί με συγγενείς ανωμαλίες, αντανακλά και στο παιδί και του δίνει το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση, άσχετα από το θεωρητικό ζήτημα, αν η εκπλήρωση της υποχρέωσης του γιατρού να ενημερώσει τους γονείς για την κατάσταση του εμβρύου, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη έλευση του ενάγοντα στη ζωή. Αλλά και στις περιπτώσεις που έγιναν δεκτές τέτοιες αγωγές, η αποζημίωση περιορίστηκε στις εξαιρετικές δαπάνες που απαιτεί η επιβίωση ανθρώπου με γενετικές βλάβες και όχι στην ηθική βλάβη.
Πρόσφατα στη Γαλλία όταν το ανώτατο δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση σε έφηβο που πάσχει από πνευματική αναπηρία επειδή οι γιατροί δεν ενημέρωσαν τη μητέρα του για πιθανή αναπηρία του στερώντας της με τον τρόπο αυτό την επιλογή να καταφύγει σε θεραπευτική άμβλωση. Μέχρι την απόφαση Perriche τα γαλλικά δικαστήρια αναγνώριζαν το ιατρικό σφάλμα στη διάγνωση και στην ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του σφάλματος και της γέννησης, επιδικάζοντας αποζημίωση στους γονείς του παιδιού, χωρίς να έχουν δεχτεί την ίδια τη γέννηση ως ζημία και για το ίδιο το παιδί. Με την απόφαση αυτή αναγνωρίστηκε το δικαίωμα και στο παιδί να ζητήσει αποζημίωση εφόσον ένα ιατρικό σφάλμα εμπόδισε τη μητέρα του να διακόψει την κύηση της δημιουργώντας στο ίδιο μία αναπηρία. Οι μεν γιατροί διαμαρτυρήθηκαν με απεργιακή κινητοποίηση τονίζοντας ότι τέτοιες αποφάσεις καθιστούν αδύνατη την εργασία τους προκαλώντας μεταξύ άλλων τεράστια αύξηση των ασφαλίστρων, οι δε οργανώσεις αρωγής αναπήρων χαρακτήρισαν την απόφαση ταπεινωτική. Η απόφαση μάλιστα αυτή, προκάλεσε τη νομοθετική παρέμβαση στην οποία ορίζεται ότι "κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι υπέστη βλάβη από το γεγονός και μόνο ότι γεννήθηκε". Έτσι γονείς και παιδιά δεν θα μπορούν πλέον να ζητούν αποζημίωση μόνο με το επιχείρημα ότι δεν έπρεπε να έχουν γεννηθεί. Οι γονείς σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις για τα έξοδα θεραπείας, αξίωση που θα μπορεί να κριθεί βάσιμη μόνο όταν αποδείξουν ότι η αναπηρία προήλθε από λάθος κατά τη διάρκεια του τοκετού ή ακόμη ότι ο γιατρός δεν εντόπισε μία εμφανή ένδειξη αναπηρίας κατά τη διάρκεια του προγεννητικού ελέγχου.

V. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
Το ζήτημα αυτό, το ζήτημα αν δηλαδή η γέννηση παιδιού με συγγενείς ανωμαλίες μπορεί να οδηγήσει σε ευθύνη του γιατρού για αποζημίωση, έχει αντιμετωπιστεί πρόσφατα από την ελληνική νομολογία. Με μία σειρά από πρόσφατες πρωτόδικες και μία εφετειακή απόφαση η θέση της ελληνικής νομολογίας διατυπώθηκε με ιδιαίτερη προσοχή. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αποζημίωσης τόσο των ίδιων των γονέων όσο και του παιδιού που γεννήθηκε με ανατομική ανωμαλία (φωκομέλεια). Το δικαστήριο δέχθηκε ότι ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των ισχυρισμών των γονέων περί υπαίτιας παράλειψης του ιατρού να διαγνώσει την ανατομική ανωμαλία κατά το χρόνο διενέργειας του υπερήχου, δεν υπάρχει εδώ αδικοπραξία ούτε προσβολή της προσωπικότητας των γονέων, με δεδομένο ότι οι ενάγοντες-γονείς θεμελίωναν την αδικοπραξία στην αποστέρηση της δυνατότητας να διακόψουν την κύηση. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι ούτε η ανατομική αυτή ανωμαλία συνιστά παθολογικό νεογνό που κατά νόμο θα επέτρεπε τη διακοπή κυήσεως, καθώς και ότι η γέννηση του παιδιού έχει μεγαλύτερη αξία και υπερτερεί ως έννομο αγαθό από το θάνατο του. Τέτοιο δικαίωμα αποζημίωσης, όπως δέχθηκε το δικαστήριο δεν έχει ούτε το παιδί το ίδιο αφού δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αποδιδόμενης στον γιατρό παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς (παράλειψης δηλαδή να διαγνώσει) και της ανατομικής ανωμαλίας, αφού η ανατομική αυτή ανωμαλία από την οποία υφίσταται τώρα και στο μέλλον ψυχικό πόνο, δεν έχει γεννεσιουργο αιτία τη συμπεριφορά του γιατρού, ενώ η ζωή του έχει μεγαλύτερη αξία ως έννομο αγαθό.

VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η πλημμελής ιατρική συμπεριφορά, ένα διαγνωστικό σφάλμα, μία θεραπευτική αστοχία, συνιστούν ιατρικό λάθος και είναι δυνατόν, εφόσον πράγματι οδηγήσουν στη σωματική βλάβη ή το θάνατο του ασθενή, εδώ της μητέρας-επιτόκου ή του εμβρύου, να οδηγήσουν συνακόλουθα και στην αστική ευθύνη του γιατρού. Η θέση της νομολογίας όμως, στη χώρα μας, όπως αυτή διατυπώθηκε, συμβάλλει νομίζω θετικά στην αναγνώριση του προγενετικού ελέγχου ως ενός διαγνωστικού μέσου, και μπορεί να δημιουργήσει στον έλληνα γιατρό το αίσθημα της ασφάλειας για μία δίκαιη κρίση και δικαστική αντιμετώπιση του έργου του.

 

ΗΟΜΕPAGE