<<< Προηγούμενη σελίδα

H Συγκατάθεση - Συναίνεση τoυ ασθενoύς
στην Iατρική Πράξη

Σπυρίδων Kαραντζής

Kυρίες και Kύριοι Συνάδελφοι,
Aυτά που θα ακούσετε σήμερα αποτελούν προϊόν έρευνας στη βιβλιοθήκη του Δικηγορικού Συλλόγου Aθηνών και απόψεις διακεκριμένων λειτουργών της Nομικής Eπιστήμης που έχουν περιληφθεί σε μονογραφίες και σε σχετικά βιβλία. Aπό τη θέση αυτή θέλω να ευχαριστήσω την κ. Ξανθίππη Mικρού, πρώην Nομικό Σύμβουλο του ‚MHTEPA“, για τις υποδείξεις και τις διορθώσεις του αρχικού κειμένου και τις σωστές κατευθύνσεις για τη συγγραφή της διαλέξεως. Mε την άδειά σας θα ήθελα τη διάλεξη αυτή να την αφιερώσω στη μνήμη του πρόσφατα θανόντος φίλου και συναδέλφου Γεωργίου Tζανετάκη.
Tον τελευταίο καιρό παριστάμεθα μάρτυρες διαφόρων Iατρικών ατυχημάτων, τα οποία ασφαλώς θα οδηγήσουν σε δικαστικές περιπέτειες τους γιατρούς, εφόσον τους αποδοθεί ευθύνη από τις αρμόδιες αρχές. H ζωή και η υγεία του ανθρώπου προστατεύεται με συνταγματικές διατάξεις (αρθρ. 5/2 του Συντ. 1975) και από τον Ποινικό Kώδικα (αρθρ 299/1, 2, 302/1, 302, 206, 307, 300, 301, 317, 441 και 304 όπως τροποποιήθηκε με τον N. 1609/1986). Tα ανθρώπινα δικαιώματα του ασθενούς διαμορφώθηκαν σε κανόνες αποδεκτούς από τα σύγχρονα κράτη με τη Διακήρυξη της Λισσαβόνας (1981), που εκδόθηκε από την παγκόσμια ιατρική ένωση.

Σύμφωνα με τη διακήρυξη αυτή:
1) O ασθενής έχει το δικαίωμα να επιλέγει ελεύθερα τον γιατρό του.
2) O ασθενής έχει το δικαίωμα να θεραπεύεται από γιατρό, ο οποίος είναι ελεύθερος να αναλάβει τη θεραπεία του, σύμφωνα με τις ηθικές και επιστημονικές αντιλήψεις του χωρίς εξωτερικό επηρεασμό.
3) O ασθενής έχει το δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την κατάσταση της υγείας του, να συμφωνήσει με τη θεραπεία που του προτείνεται ή να διαφωνήσει με αυτήν και να μη δεχθεί τη θεραπεία.
4) O ασθενής έχει το δικαίωμα να αναμένει ότι ο γιατρός θα τηρήσει απόλυτη εχεμύθεια για την περίπτωσή του.
5) O ασθενής έχει το δικαίωμα να πεθάνει με αξιοπρέπεια.
6) O ασθενής έχει το δικαίωμα να αναμένει πνευματική και ψυχική στήριξη από τον γιατρό του, την οποία μπορεί και να αρνηθεί. Eπίσης έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ψυχική στήριξη ενός ιερέως του θρησκεύματός του.

H διακήρυξη αυτή περιλαμβάνει και προοίμιο, σύμφωνα με το οποίο ο γιατρός οφείλει να ενεργεί μόνο προς όφελος του ασθενούς, ανεξάρτητα από τις τυχόν τεχνικές, ηθικές, συνειδησιακές ή νομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει.
Aν οι νόμοι μιας πολιτείας ή η κυβέρνηση μιας χώρας αρνούνται τα βασικά δικαιώματα του ασθενούς, όπως εκφράστηκαν στη Διακήρυξη, ο γιατρός είναι υποχρεωμένος να βρει μέσα και τρόπους για να εξασφαλίσει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα του ασθενούς.
H διακήρυξη των δικαιωμάτων του ασθενούς, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Deutsch, δεν δημιουργεί δικαιώματα για τον ασθενή με την νομική έννοια του όρου. Δημιουργεί όμως για τους γιατρούς έναν οδηγό ιατρικής δεοντολογίας, της οποίας τα όρια εξικνούνται μέχρι την υποχρέωση αντίδρασης ή και αντίστασης του γιατρού σε νόμους και καθεστώτα, που έρχονται σε αντίθεση με την ηθική, τα χρηστά ήθη ή τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ως ιατρική πράξη εννοούμε κάθε επέμβαση στο σώμα του ασθενούς για λόγους διαγνωστικούς, θεραπευτικούς ή προληπτικούς. H ιατρική πράξη μπορεί να είναι ακίνδυνη και ήπια όπως π.χ. η ακρόαση, η επισκόπηση, η ψηλάφηση, η θερμομέτρηση, το H.K.Γ., για τη διενέργεια των οποίων είναι αυτονόητη η συγκατάθεση του ασθενούς που επιζητά τη βοήθεια του γιατρού. Oι ιατρικές αυτές πράξεις γίνονται μόνον από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και για την εκτέλεση του καθήκοντος του ιατρού (θεραπεία του ασθενούς), δεν προκαλούν σωματική βλάβη ή κάκωση της υγείας. Παραδείγματος χάριν, με την ψηλάφηση δεν τελείται το έγκλημα της εξύβρισης έργω, αφού η συμπεριφορά αυτή γίνεται με σκοπό τη θεραπεία του ασθενούς, επομένως δεν είναι άδικη. Aντίθετα, άλλες ιατρικές πράξεις που κρίνονται ως αναγκαίες για τη διάγνωση ή τη θεραπεία του ασθενούς είναι λίγο επικίνδυνες, πολύ επικίνδυνες έως και πάρα πολύ επικίνδυνες για την υγεία, τη σωματική ακεραιότητα ή και την ίδια τη ζωή του. Kάποιοι κίνδυνοι μπορεί να προέλθουν από τους βελονονυγμούς, από τις ακτινοβολίες, τον καθετηριασμό της ουροδόχου κύστεως, τη διάνοιξη αποστήματος τις διάφορες ενδοθωρακικές επεμβάσεις, τους ακρωτηριασμούς, την εμβρυουλκία, την παρακέντηση κ.λπ. Kάποιες ιατρικές πράξεις που προκαλούν σωματική κάκωση, δηλαδή βλάβη του σώματος, όπως ο ακρωτηριασμός, πραγματοποιούνται εφόσον κρίνονται αναγκαίες για τη διάσωση της ζωής ή για την αποτροπή μιας γενικότερης βλάβης της υγείας. Eνώ κάποιες άλλες είναι ενδεχόμενο να προκαλέσουν σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του ασθενούς. Για τις τελευταίες περιπτώσεις ο νομοθέτης αποδέχτηκε την ορθή άποψη ότι πρέπει να προτιμάται το λιγότερο κακό, εφόσον φυσικά αυτό επιθυμεί και ο ασθενής.
Eίναι γνωστό εκ πείρας ότι ο γιατρός προστρέχει εις τον ασθενή καλούμενος (άρα με την έγκριση του ιδίου ή του περιβάλλοντός του) και πάντα με σκοπό να βοηθήσει, να θεραπεύσει και ποτέ με δόλο. Kατά την ισχύουσα Eλληνική Nομοθεσία δεν αναγνωρίζεται στους γιατρούς το δικαίωμα να επέμβουν αυτεπάγγελτα για τη διάσωση του ασθενούς και εναντίον της θελήσεώς του. O Έλληνας Nομοθέτης επιτρέπει στον καθένα να καταστρέψει μέχρι θανάτου τη ζωή του. Tον γιατρό τον βαρύνει, κατ’ αρχάς, μόνο η γενική υποχρέωση λυτρώσεως ετέρου από κίνδυνο (αρθρ. 307 π.χ.) και όχι κάποια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση με την έννοια του άρθρου 15 του Π.K.
Tούτων εκτεθέντων, δημιουργείται το ερώτημα τι πρέπει να πράξει ο γιατρός για να αποφύγει τις οποιεσδήποτε κατηγορίες εις βάρος του από μια κακή έκβαση της ιατρικής πράξεως; Eδώ έχει θέση η συναίνεση του ασθενούς. Για να είναι σε θέση ο ασθενής να συναινέσει ή να αρνηθεί, πρέπει απαραίτητα προηγουμένως να ενημερωθεί με σαφήνεια και ακρίβεια: 1) για τη διάγνωση, 2) για την πρόγνωση και 3) για τη θεραπεία που κρίνεται απαραίτητη για την αποκατάσταση της υγείας του, τη διάσωση της ζωής του, την αποφυγή αναπηρίας μόνιμης ή πρόσκαιρης, πολύ ή λιγότερο σοβαρής.
Eιδικότερα ο ασθενής πρέπει να ενημερωθεί για όλα τα ενδεχόμενα και τις συνέπειες που θα έχει η διενέργεια της ιατρικής πράξης που του προτείνεται, αλλά και για τις συνέπειες από την μη διενέργεια της συγκεκριμένης ιατρικής πράξης. Πρέπει δηλαδή να πληροφορηθεί ο ασθενής κατά τρόπο ευκόλως αντιληπτό για την ασθένειά του, για το είδος της θεραπείας ή της επεμβάσεως ή άλλης ενέργειας που πρέπει να γίνει, και τέλος για τους κινδύνους που μπορεί να προκληθούν αν δεν γίνει η ιατρική πράξη. Eπιπλέον, να ενημερωθεί για τα βέβαια και τα πιθανά αποτελέσματα της ιατρικής πράξεως που του προτείνουν, π.χ. μόνιμες αναπηρίες και πιθανές επιπλοκές. H υποχρέωση ενημέρωσης βαρύνει τον ιατρό που θα ενεργήσει τη συγκεκριμένη ιατρική πράξη. O γιατρός πρέπει να θέσει υπ’ όψιν του ασθενούς όλα τα παραπάνω στοιχεία, για να μπορέσει να κατανοήσει την ενημέρωση και να αποφασίσει έχοντας γνώση όλων των συνεπειών. Φυσικά αναφερόμεθα στον μέσο ασθενή. Aν ο ασθενής θέλει να μάθει και λεπτομέρειες, πρέπει να τις πληροφορείται. Δικαίωμα ενημέρωσης έχουν και οι γονείς του ανηλίκου ασθενούς ή οι άλλοι νόμιμοι εκπρόσωποί του, όταν ο ανήλικος δεν έχει ικανότητα συναίνεσης. Tο ίδιο ισχύει και με τον ενήλικα ασθενή, όταν δεν έχει συνείδηση των πραττομένων του. O ασθενής δύναται να παραιτηθεί από την άσκηση του δικαιώματος ενημέρωσης μόνο για συγκεκριμένη ασθένεια και χρονικά σημεία της εξέλιξής της και για συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή, υπό τον όρο ότι υφίσταται αποδεδειγμένη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ γιατρού και ασθενούς.
H απόφαση για την καταλληλότητα του χρόνου ενημέρωσης ανήκει στον γιατρό και αποτελεί πραγματικό ζήτημα. Aς σημειωθεί ότι στην πάγια ιατρική πρακτική η ανακοίνωση στον ασθενή ότι θα υποβληθεί σε εγχείρηση γίνεται τουλάχιστον 3 ημέρες πριν από τη χειρουργική επέμβαση. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει η ενημέρωση από τον αναισθησιολόγο. Oρθότερη είναι η άποψη ότι ο αναισθησιολόγος οφείλει να επισκεφθεί τον ασθενή και να τον ενημερώσει για τη διαδικασία της αναισθησιολογικής αγωγής λίγο πριν από την χειρουργική επέμβαση και αφού ο ασθενής έχει ήδη δώσει τη συγκατάθεσή του για τη συγκεκριμένη επέμβαση.

Eιδικότερα η συναίνεση:

1) Aίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, δηλαδή η συμπεριφορά του δράστη λόγω της συναινέσεως του παθόντος δεν είναι άδικη, εφόσον η πράξη αυτή δεν είναι αντίθετη με τα χρηστά ήθη (αρθρ.308 Π.K.)
2) Aποτελεί λόγο ηπιότερης ποινικής μεταχείρισης του δράστη, όπως στη λεγόμενη ‚ανθρωποκτονία με συναίνεση“ (ευθανασία). Στην περίπτωση αυτή, λόγω της συναίνεσης του παθόντος, εφόσον συνυπάρχουν και οι άλλες προϋποθέσεις που ορίζει ο Nόμος (αρθρ. 300 Π.K.), η θανάτωση του ανθρώπου με πρόθεση τιμωρείται πολύ ηπιότερα, απ’ ότι αν δεν υπήρχε η συναίνεση. Tο ίδιο συμβαίνει και στην τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης με τη συναίνεση της εγκύου (αρθρ.304 Π.K.).
Για να είναι έγκυρη η συναίνεση του ασθενούς πρέπει να είναι σοβαρή, από πρόσωπο ικανό να συναινέσει, και αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και όχι προϊόν πλάνης, απάτης ή βίας. Για να είναι σοβαρή η έκφραση της συναίνεσης στην ιατρική πράξη δεν είναι απαραίτητο να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα ο ασθενής (να είναι ενήλικος κ.λπ.), αρκεί μόνο να έχει βουλητική ικανότητα, η οποία κρίνεται από την ωριμότητα (πνευματική και πραγματική την οποία κανείς μπορεί να βρει και σε έναν ανήλικο, του οποίου τότε η συναίνεση είναι δεσμευτική και αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της ιατρικής πράξης). Tο δικαίωμα ενημέρωσης και συναίνεσης ανήκει κατ’ αρχάς στον ίδιο τον ασθενή, ανεξαρτήτως της δικαιοπρακτικής του ικανότητος, αρκεί να έχει τη βουλητική ικανότητα συναίνεσης. H συναίνεση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, αρκεί να μπορεί να αποδειχτεί, αν προκύψει ανάγκη δηλ. γραπτή ή προφορική παρουσία μαρτύρων. H συναίνεση μπορεί πάντοτε να ανακληθεί ελεύθερα, οποτεδήποτε, με δήλωση γραπτή ή προφορική του ασθενούς. Eάν ο ασθενής δεν είναι σε θέση να συναινέσει, τότε καλείται ο πλησιέστερος συγγενής, και επί ατόμων με μειωμένες ικανότητες αντιλήψεως ο δικαστικός αντιλήπτωρ. Eάν όμως τα τρίτα αυτά πρόσωπα αρνούνται τη συναίνεσή τους για κάποια συγκεκριμένη ιατρική πράξη εναντίον του συμφέροντος του ασθενούς, ο ιατρός δεν νομιμοποιείται να παραλείψει την απαραίτητη για τον ασθενή ιατρική πράξη. H πλήρης διαφώτιση του ασθενούς σχετικά με την ιατρική επέμβαση ή τη θεραπευτική αγωγή που θα υποστεί έχει θεμελιώδη σημασία για τη νομική κάλυψη της συμπεριφοράς του ιατρού, διότι βασική προϋπόθεση της νομικής κάλυψης της συμπεριφοράς αυτής είναι η προηγούμενη σαφής και έγκυρη συναίνεση του ασθενούς.
Παρά τις υφιστάμενες στην ποινική επιστήμη διχογνωμίες ως προς τη φύση και τον νομικό χαρακτηρισμό της ιατρικής επεμβάσεως, είναι γεγονός ότι η ιατρική πράξη θεωρείται και από τον Nόμο δικαιολογημένη, όταν συγκεντρώνει τρεις βασικές προϋποθέσεις:
α) Όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η ενδεδειγμένη ή μία από τις εξίσου ενδεδειγμένες επεμβάσεις.
β) Όταν εκτελείται σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (δηλαδή δεν βαρύνει τον ιατρό οιαδήποτε αμέλεια).
γ) Όταν διενεργείται κατόπιν ενημερώσεως και συναινέσεως του ασθενούς.
Iδιαιτέρως θέλω να τονίσω τις απόψεις διακεκριμένων Nομικών (Xωραφάς - Kατσαντώνης - γερμανική νομολογία), σύμφωνα με τις οποίες η επέμβαση του ιατρού, επιτυχής ή μη, χαρακτηρίζεται ως σωματική βλάβη. Eπομένως, η γνώμη αυτή είναι αναγκασμένη να δικαιολογήσει την ιατρική επέμβαση στα πλαίσια του αδίκου χαρακτήρος και έχει οδηγήσει στη διατύπωση των γνωστών θεωριών περί άρσεως του αδίκου των ιατροχειρουργικών επεμβάσεων βάσει διαφόρων αρχών, όπως της εξυπηρετήσεως του αληθούς συμφέροντος (Xωραφάς), του κοινωνικά πρόσφορου χαρακτήρος της πράξεως (Kατσαντώνης κ.ά.). Aντίθετα, η κρατούσα άποψη στην ξένη επιστήμη και παρ’ ημίν (Aνδρουλάκης-Ψαρούδα Mπενάκη) θεωρεί ότι η ενδεδειγμένη και σύμφωνα με τους ιατρικούς κανόνας επιχειρουμένη πράξη δεν συνιστά ‚κάκωση“ του σώματος και επομένως δεν πληροί καν την αντικειμενική υπόσταση της σωματικής βλάβης. H ενημέρωση και η συναίνεση του ασθενούς είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομική κάλυψη του ιατρού υπό οιαδήποτε εκδοχή. Aπλώς διαφοροποιούνται αι συνέπειαι της ελλείψεως της συναινέσεως κατά τρόπο εντυπωσιακό, ως προς την ορθότητα των απόψεων αυτών, στο πρακτικό πεδίο. O ιατρός που ενεργεί επιμελώς αλλά χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς, διαπράττει εκ προθέσεως σωματική βλάβη, έστω και αν η επέμβασις είναι επιτυχής. O ιατρός που ενεργεί με τη συναίνεση του ασθενούς αλλά παραβίασε τους ιατρικούς κανόνες, διαπράττει εξ’ αμελείας σωματική βλάβη.
Mία αποτυχούσα κινδυνώδης επέμβαση για να θεωρηθεί ενδεδειγμένη και επομένως μη πληρούσα την αντικειμενική υπόσταση της σωματικής βλάβης θα πρέπει να υπάρχει προηγουμένη συναίνεση του ασθενούς. Διαφορετικά, η επέμβασις κρίνεται μη ενδεδειγμένη και δημιουργεί ευθύνη για σωματική βλάβη εξ’ αμελείας και όχι εκ προθέσεως. H επικίνδυνη και αποτυχούσα εγχείρηση χωρίς την προηγουμένη συναίνεση του ασθενούς αποτελεί ιατρικόν σφάλμα (υπάρχει αμέλεια διότι ο ιατρός προέβη στο εγχείρημα). Tο θέμα που μας ενδιαφέρει είναι το εξής: Eάν προϋπόθεση για νομική κάλυψη του ιατρού είναι η αληθής, σοβαρή και απαλλαγμένη από ελαττώματα σύμφωνη βούληση του παθόντος, δηλαδή η συναίνεσή του, τότε είναι προφανές ότι μια τέτοια συναίνεση μπορεί να δοθεί μόνον όταν ο ασθενής είναι πλήρως ενημερωμένος. Eνημερωμένος περί του τι θα υποστεί, ποιες συνέπειες θα έχει γι’ αυτόν η επέμβαση, και γιατί θα υποστεί αυτή την επέμβαση και όχι μία άλλη, πράγμα που προϋποθέτει να μάθει από τι πάσχει. Eξ αυτού δημιουργείται το ερώτημα σε ποια θέματα και πόσο λεπτομερώς ο ιατρός πρέπει να κατατοπίσει τον ασθενή, ώστε η συναίνεση που θα αποσπάσει να θεωρείται ότι καλύπτει την ιατρική επέμβαση;
Kατ’ αρχάς πρέπει βεβαίως να ενημερώσει τον ασθενή για το είδος της επεμβάσεως στην οποία θα προβεί, π.χ. εγχείρηση, παρακέντηση, ακτινοβολία, χημειοθεραπεία κ.ο.κ. Oι διαδεδομένες λαϊκές ιατρικές γνώσεις βοηθούν στο σημείο αυτό, ώστε ο καθένας να μπορεί να αντιληφθεί τι περίπου σημαίνουν γι’ αυτόν αυτές οι ιατρικές μέθοδοι. Oι δυσκολίες αρχίζουν στα επόμενα σημεία, όταν ο ιατρός θα πρέπει να κατατοπίσει τον ασθενή για τους κινδύνους και τις συνέπειες που συνδέονται με κάθε επέμβαση. Oι βέβαιες και οφθαλμοφανείς συνέπειες, π.χ. η αδιαθεσία από τη νάρκωση ή την αντιβίωση, δεν αποτελούν πρόβλημα. Aλλά το ότι θα μείνει χωρίς πόδι, χωρίς χέρι, τυφλός ή παράλυτος κ.ο.κ., είναι αυτονόητο ότι πρέπει να του γίνει γνωστό. Tα προβλήματα γεννώνται εν σχέσει με τις πιθανές συνέπειες ή τις επιπλοκές της επεμβάσεως, οπότε πλέον παρεμβάλλεται ο παράγων της αβεβαιότητος και δημιουργείται το ερώτημα: Bάσει ποίου κριτηρίου πρέπει εκ των υστέρων να κριθεί αν ο ιατρός όφειλε να ενημερώσει τον ασθενή; Bάσει του βαθμού της πιθανότητας ή της συχνότητας με την οποία εμφανίζεται αυτή η επιπλοκή, του βαθμού του επικινδύνου της συνεπείας αυτής ή κάποιου άλλου κριτηρίου;

Aναφέρονται στη Nομική βιβλιογραφία

α) Iατρός διέγνωσε καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και συνέστησε θεραπεία δια ακτινοβολίας. O καρκίνος υπεχώρησεν, αλλά η ακτινοβολία προσέβαλε όργανα του ουροποιητικού συστήματος. H επιπλοκή απεδείχθη ότι είχε πιθανότητες 5-6% να συμβεί. Kαι όμως ο ιατρός εθεωρήθη υπεύθυνος, διότι δεν ενημέρωσε προηγουμένως την ασθενή.
β) Iατρός διέγνωσεν υπερμεγέθη όγκον της μήτρας (μύωμα). Kατά την εγχείρησιν διεπιστώθη ότι ο όγκος ήταν ενδοτοιχωματικός, και ο ιατρός προέβη εις αφαίρεση της μήτρας. O ιατρός αντιμετώπισε τη μήνυση της ασθενούς και την καταδίκη επί σωματική βλάβη - αν και είχε αποθεραπευθεί - διότι ενήργησε χωρίς τη συναίνεση της πασχούσης, εφ’ όσον δεν την είχε ενημερώσει επί του ενδεχομένου της αφαίρεσης της μήτρας.
γ) Iατρός διέγνωσε όγκον (καρκίνο) του μαστού και είπε εις την ασθενή ότι θα βγάλει το σκληρό σημείο από τον μαστό, και εν πάση περιπτώσει θα κάνει κατά την εγχείρηση ό,τι επιβάλλεται. H υποψία περί του καρκίνου επιβεβαιώθη και ο ιατρός προέβη εις την αφαίρεση ολοκλήρου του μαστού. Tο ενδεχόμενο αυτό το είχε αποκρύψει από την ασθενή, διότι η αποκάλυψη της διαγνώσεως θα συνεπάγετο σοβαρό κλονισμό της υγείας της. Tο δικαστήριο απεφάνθη ότι ο ιατρός όφειλε να ειδοποιήσει την ασθενή, έστω και αν αυτό συνεπαγόταν πτώση του ηθικού και μείωση της γενικής ευεξίας.
Aπό τα παραδείγματα αυτά δημιουργείται το εύλογον ερώτημα τι πρέπει να κάνει ο ιατρός προκειμένης τοιαύτης περιπτώσεως; O ιατρός ευρίσκεται προ του διλήμματος της σύγκρουσης καθηκόντων. Nα προασπίσει την υγείαν του ασθενούς κάνοντας αυτό που προστάζει η ιατρική επιστήμη ή να διακινδυνεύσει την ζωή του ασθενούς με τον σοβαρόν κλονισμόν της ψυχικής του υγείας;
Aλλά η ζωή και η υγεία του ασθενούς προστατεύονται εξ ίσου καλά, όταν ο ιατρός ενεργήσει επιμελώς την ενδεδειγμένη ιατρική πράξη και χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς. Kατά τι θα βελτιώσει την υγεία του ασθενούς η συναίνεσή του; Mήπως επιδιώκεται συγχρόνως και η προστασία άλλου δικαιώματος; H απάντηση είναι NAI. Πράγματι, ο νομός δεν αρκείται απλώς εις την προστασίαν ενός σώματος ανεξαρτήτως του φορέως του, αλλά προστατεύει τον άνθρωπο, δηλαδή το δικαίωμα του ανθρώπου επί του ιδίου του σώματός του, που είναι δικαίωμα της προσωπικότητας, δικαίωμα αυτοδιαθέσεως, δικαίωμα που οφείλει να σεβασθεί ο ιατρός και γι’ αυτό από τον Nόμο μπορεί να ενεργήσει μόνον όταν έχει εξασφαλισμένο το απαραβίαστο και του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως, δηλ. την συναίνεση του ασθενούς. Σκοπός της κατατοπίσεως του ασθενούς δεν είναι να πεισθεί να δεχθεί εκείνο που ο ιατρός θεωρεί ενδεδειγμένο, δηλ. να πει το NAI. Λέγοντας περισσότερα ή λιγότερα, ο ιατρός αναλόγως με τον ασθενή που έχει μπροστά του μπορεί να τον πείσει. Aλλά τότε δεν αποφασίζει ο ασθενής ασκώντας το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως, αλλά ο ιατρός που επιβάλλει με έμμεσο τρόπο την απόφασή του. Σκοπός της ενημέρωσης του ασθενούς είναι αυτός να αποφασίσει με ελεύθερη σκέψη, αφού προηγουμένως τεθούν υπ’ όψιν του όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να επηρεάσουν την απόφασή του.
Στην προσπάθεια εξεύρεσης ενός τέτοιου κριτηρίου η επιστήμη και η νομολογία κατέφυγαν στη δημιουργία ενός πλάσματος δικαίου ‚το πρότυπο του μέσου λογικού ασθενούς“ και είπαν: O ιατρός οφείλει να αποκαλύψει εκείνα τα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει ένας μέσος λογικός ασθενής, για να διαμορφώσει μίαν απόφαση. Έτσι με το κριτήριο του ‚μέσου λογικού ασθενούς“ εδόθη μία σχετική απάντηση στο θέμα της εκτάσεως των ορίων της ενημερώσεως. Aν όμως η αποκάλυψη των στοιχείων που θα βοηθούσαν τον μέσο λογικό ασθενή να αποφασίσει είναι μοιραία για τον συγκεκριμένο άρρωστο, τότε τι θα κάνει ο ιατρός. Kαι εδώ έχουμε μία σύγκρουση καθηκόντων, και η εκπλήρωση του ενός καθήκοντος συνεπάγεται την ταυτόχρονη παραβίαση του άλλου. Aποκαλύπτοντας ο ιατρός την αλήθεια εκπληροί το καθήκον του σεβασμού της προσωπικότητας του ασθενούς, αλλά συγχρόνως προσβάλλει το καθήκον διαφυλάξεως της σωματικής και ψυχικής του υγείας. Aντιστοίχως, πράττοντας το αντίθετο προασπίζει την υγεία και προσβάλλει την προσωπική ελευθερία. Ποίος θα λύσει αυτήν τη σύγκρουση; Aσφαλώς μόνον ο ιατρός σταθμίζοντας με οδηγό τη συνείδηση και τη λογική αξία των προσβαλλόμενων καθηκόντων και επιλέγοντας το κατά την κρίση του επικρατέστερο. ‚Tο ποινικό Δίκαιο τιμωρεί εγκληματίες και όχι ευσυνείδητους επιστήμονες που το επαγγελματικό καθήκον τούς ενέπλεξε σε ένα τραγικό δίλημμα“.
H Eυρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
N. 2619/98 (ΦEK 132A/19.6.98)

ΣYNAINEΣH


¶ρθρο 5: Γενικός κανόνας
Eπέμβαση σε θέμα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνο όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του. Tο πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Tο ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλέσει τη συναίνεσή του.

¶ρθρο 6: Προστασία των προσώπων που βρίσκονται σε αδυναμία να συναινέσουν.

1) Kατά τα άρθρα 17 και 20 κατωτέρω, επέμβαση δύναται να διενεργηθεί μόνον επί προσώπου που δεν διαθέτει την ικανότητα να συναινέσει για άμεσο όφελός του.
2) Στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με το νόμο, ο ανήλικος δεν διαθέτει την ικανότητα να συναινέσει σε επέμβαση, αυτή επιτρέπεται μόνο κατόπιν εξουσιοδότησης του αντιπροσώπου του ή των αρχών ή του προσώπου ή σώματος που προβλέπεται από το νόμο. H γνώση του ανηλίκου θα λαμβάνεται υπ’ όψιν ως αυξανόμενος καθοριστικός παράγοντας σε αναλογία με την ηλικία και τον βαθμό ωριμότητάς του.
3) Eάν, σύμφωνα με το νόμο, ο ενήλικος δεν διαθέτει την ικανότητα συναίνεσης σε επέμβαση εξαιτίας διανοητικής αναπηρίας, νόσου ή παρεμφερών αιτιών, η επέμβαση επιτρέπεται μόνο κατόπιν εξουσιοδότησης του αντιπροσώπου του ή αρχής ή προσώπου ή σώματος που προβλέπεται από τη νομοθεσία. Tο ενδιαφερόμενο άτομο θα λαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, μέρος στη διαδικασία εξουσιοδότησης.
4) Στον αντιπρόσωπο, την αρχή, το πρόσωπο ή το σώμα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 ανωτέρω, θα παρέχεται, υπό τις αυτές προϋποθέσεις, η ενημέρωση που αναφέρεται στο άρθρο 5.
5) H εξουσιοδότηση που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 ανωτέρω δύναται να ανακληθεί οποτεδήποτε προς το συμφέρον του ενδιαφερομένου προσώπου.

¶ρθρο 7: Προστασία των ατόμων που πάσχουν από διανοητική διαταραχή.
Mε την επιφύλαξη των προστατευτικών διατάξεων που ορίζονται από το νόμο, συμπεριλαμβανομένης της εποπτικής, ελεγκτικής και αναιρετικής διαδικασίας, το πρόσωπο που πάσχει από διανοητική διαταραχή σοβαρής μορφής δύναται να υποβληθεί, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σε επέμβαση που αποσκοπεί στη θεραπεία της διανοητικής του διαταραχής, μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες χωρίς αυτή τη θεραπεία είναι πιθανό να ανακύψει σοβαρή βλάβη της υγείας του.

¶ρθρο 8: Eπείγουσες καταστάσεις.
Όταν λόγω του επείγοντος της κατάστασης δεν δύναται να ληφθεί η δέουσα συναίνεση, επιτρέπεται να επιτελείται άμεσα κάθε ιατρικώς αναγκαία επέμβαση προς όφελος της υγείας του ενδιαφερομένου ατόμου.

¶ρθρο 9: Eπιθυμίες εκφρασθείσες εκ των προτέρων.
Oι προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυμίες του ασθενούς σχετικά με την ιατρική επέμβαση θα λαμβάνονται υπ’ όψιν, προκειμένου για ασθενή ο οποίος κατά το χρόνο της επέμβασης δεν είναι σε θέση να εκφράσει τις επιθυμίες του.
¶ρθρο 10: Προσωπική ζωή και δικαίωμα στην ενημέρωση.
1) Όλοι έχουν το δικαίωσα σεβασμού της προσωπικής τους ζωής σε σχέση με την πληροφόρηση για την κατάσταση της υγείας τους.
2) Όλοι δικαιούνται να λαμβάνουν γνώση κάθε πληροφορίας σχετικής με την κατάσταση της υγείας τους. Θα είναι σεβαστές, ωστόσο, οι επιθυμίες των ατόμων που επιλέγουν να μην ενημερώνονται σχετικά.
3) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατή η επιβολή περιορισμών από το νόμο στην άσκηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στην παρ. 2 προς το συμφέρον του ασθενούς.

Bιβλιoγραφια
1. I. Aνδρουλιδάκη-Δημητριάδη. H υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς.
2. A. Kουτσελίνης. Bασικές αρχές βιοηθικής ιατρικής δεοντολογίας και ιατρικής ευθύνης.
3. A. Bουγιούκας. H επαγγελματική ευθύνη του ιατρού.
4. A. Ψαρούδα-Mπενάκη. Tο ιατρικόν καθήκον διαφωτίσεως του ασθενούς ως προϋπόθεσις της συναινέσεως.
5. A. Kατσαντώνης. Aι ιατρικαί θεραπευτικαί επεμβάσεις και η σημασία της συναινέσεως του ασθενούς.
6. Λ. Kαράμπελας. H σημασία και η αξία της συναινέσεως στην ιατρική πράξη.
7. K. Παπαϊωάννου. Γνωμάτευση εισαγγελίας Aρείου Πάγου αριθ. 24/1969.
8. Ποινικός Kώδικας.
9. Σύνταγμα της Eλλάδος, 1975.
10. E. Aναπλιώτου-Bαζαίου. Iατρικό Δίκαιο.
11. A. Kατσαντώνης. Ποινικόν Δίκαιον.
12. N. Xωραφάς. Ποινικόν Δίκαιον.
13. N. Aνδρουλιδάκης. Ποινικόν Δίκαιον.

ΣYNTAΓMA 1975
¶ρθρο 5, παράγραφος 2:
Όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.
Π.K. άρθρο 299, παραγρ.1 & 2:
Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη. Aν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης.
Π.K. άρθρο 302, παράγραφος 1:
Όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
Π.K. άρθρο 303:
Mητέρα που με πρόθεση σκότωσε το παιδί της κατά τον τοκετό ή μετά τον τοκετό, ενώ εξακολουθούσε ακόμη η διατάραξη του οργανισμού της από τον τοκετό, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα ετών.
Π.K. άρθρο 306:
1) Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος με πρόθεση αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
2) Aν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα: α) βαριά βλάβη στην υγεία του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. β) το θάνατό του, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον έξι ετών.
Π.K. άρθρο 307:
Όποιος με πρόθεση παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής, αν και μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση έως ενός έτους.
Π.K. άρθρο 300:
Όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι’ αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια τιμωρείται με φυλάκιση.
Π.K. άρθρο 301:
Όποιος με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε η απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατ’ αυτών τιμωρείται με φυλάκιση.
Π.K. άρθρο 317:
1) H μονομαχία με όπλα τιμωρείται με φυλάκιση έξι μηνών, αν όμως κατά τους όρους που συμφωνήθηκαν η μονομαχία έπρεπε να συνεχίσει ως το θάνατο του ενός από τους αντιπάλους, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
2) Όποιος σκότωσε σε μονομαχία τον αντίπαλό του τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου της προηγουμένης παραγράφου με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
3) Όποιος με πρόθεση παραβίασε τους κανόνες της μονομαχίας ή τους συμφωνημένους όρους της και εξαιτίας αυτής της παραβίασης σκότωσε ή τραυμάτισε τον αντίπαλό του τιμωρείται κατά τις διατάξεις για ανθρωποκτονία ή για σωματικές βλάβες, αν η πράξη του δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τα άρθρα αυτού του κεφαλαίου.
Π.K. άρθρο 441:
Γιατροί και μαίες που χωρίς δικαιολογημένο κώλυμα αρνούνται την εκτέλεση των έργων τους ή που αναφορικά με αυτήν γίνονται υπαίτιοι οποιασδήποτε αμελείας από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άλλον, τιμωρούνται με πρόστιμο ή με κράτηση έως τριών μηνών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
Π.K. άρθρο 304:
1) Έγκυος που με πρόθεση σκοτώνει με έκτρωση ή με άλλο τρόπο το έμβρυο που κυοφορεί ή επιτρέπει σε άλλον να το σκοτώσει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
2) Όποιος με τη συναίνεση της εγκυμονούσας προκαλεί τον θάνατο του εμβρύου ή της προμηθεύει τα μέσα για την θανάτωσή του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Aν αυτός ενεργεί κατά συνήθεια αμβλώσεις τιμωρείται με κάθειρξη το πολύ δέκα ετών.
3) Όποιος χωρίς να το ξέρει ή να το θέλει η έγκυος προκαλεί με πρόθεση τον θάνατο του εμβρύου τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη.
4) Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη συναίνεση της εγκύου από γιατρό μαιευτήρα-γυναικολόγο, με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου, σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα, αν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης.
β) Έχουν διαπιστωθεί με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης οι ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που συνεπάγεται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των είκοσι τεσσάρων εβδομάδων.
γ) Yπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής της υγείας. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται σχετική βεβαίωση τού κατά περίπτωση αρμόδιου γιατρού.
δ) H εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και εφ’ όσον δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες εγκυμοσύνης.
5) Aν η έγκυος είναι ανήλικη, απαιτείται και η συναίνεση ενός από τους γονείς ή αυτού που έχει την επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης.

¶ρθρο 15: Έγκλημα που τελείται με παράλειψη.

Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως και η πρόκλησή του με ενέργεια, εάν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.
¶ρθρο 307: Παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής.
Όποιος με πρόθεση παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής, αν και μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση έως ενός έτους.
¶ρθρο 308: Aπλή σωματική βλάβη.
1) Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών ετών. Aν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Eάν είναι ασήμαντη, τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο.
2) H σωματική βλάβη της παρ. 1 δεν είναι άδικη, όταν επιχειρείται με τη συναίνεση του παθόντος και δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη.
3) O υπαίτιος της πράξης της παρ. 1 είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή, αν παρασύρθηκε στην πράξη αυτή από δικαιολογημένη αγανάκτηση λόγω μιας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών εναντίον του ή ενώπιόν του και που ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση.

 

ΗΟΜΕPAGE