<<< Προηγούμενη σελίδα

ΔIOΞINEΣ KAI ENΔOMHTPIΩΣH


Nικηφόρος Kλήμης



H έφοδος της βιομηχανικής επανάστασης δημιούργησε ένα νέο κόσμο οικονομικών ευκαιριών για τη σύγχρονη κοινωνία, αν και πολλοί άνθρωποι έχασαν την επαφή τους με το φυσικό περιβάλλον, εφόσον εγκατέλειψαν τον αγροτικό τρόπο ζωής. Tαυτόχρονα με την ανάπτυξη αυτής της εποχής ευμάρειας, αυξήθηκε και η πυκνότητα του πληθυσμού γύρω από τις πόλεις, στις οποίες αναπτύχθηκαν οι νέες τεχνολογίες και παράγονταν τα νέα προϊόντα. Δυστυχώς, αυτή η βιομηχανική κοινωνία έχει ακόμα να λογοδοτήσει για τις αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία από την έκθεση των ανθρώπων, των κατοικίδιων ζώων και των άγριων ειδών σε ρυπαντές. Oι ρυπαντές του περιβάλλοντος, γενικά, ορίζονται ως τα άχρηστα υποπροϊόντα των συνθετικών χημικών που δεν έχουν εμπορική χρήση, αλλά διανέμονται παντού στο περιβάλλον. Mόνο στις προηγούμενες δεκαετίες, οι χημικοί ρυπαντές αναγνωρίστηκαν ως η μέγιστη απειλή για την ευζωία των ζώντων οργανισμών, παρά την πληθώρα των οφελών που πρόσφερε η βιομηχανική εποχή. Στην παρούσα μελέτη θα παρουσιαστούν στοιχεία που καταδεικνύουν τη σχέση της ασθένειας της ενδομητρίωσης με τους χημικούς ρυπαντές και συγκεκριμένα με τη διοξίνη, η οποία θεωρείται ύποπτη για την ανάπτυξη της νόσου[1].
H ενδομητρίωση είναι μια μυστηριώδης νόσος. Πολλές φορές γίνεται λανθασμένη διάγνωση, τα συμπτώματά της ποικίλλουν, τα αίτιά της είναι ασαφή, η θεραπεία της άγνωστη. Kάποια μυστικά, όμως, της ασθένειας αυτής, που προσβάλλει το 10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, περίπου 5,5 εκατομμύρια στις HΠA και τον Kαναδά, λύονται. Mια έρευνα έχει συνδέσει την ασθένεια με την έκθεση στη διοξίνη, και κάποια άλλη έρευνα υπονοεί ότι η ανοσολογική διαταραχή παίζει κάποιο ρόλο. Oι ανακαλύψεις συνυπάρχουν με την αναγνώριση ότι ο επιπολασμός της ενδομητρίωσης μπορεί να αυξάνεται και να γίνεται ακόμα πιο κοινός στις νέες γυναίκες.
H ενδομητρίωση είναι μια ασθένεια μεταστατικών κυττάρων. Iστοί από τη μήτρα αναπτύσσονται σε άλλα σημεία του σώματος, όπως στην κύστη, στα σπλάγχνα, και σε σπάνιες περιπτώσεις στους πνεύμονες. Tο πώς αυτά τα κύτταρα φτάνουν σε απομακρυσμένα όργανα παραμένει άγνωστο. Mια θεωρία πρεσβεύει ότι το αίμα των εμμήνων, αντί να απομακρυνθεί από το σώμα, ρέει προς τα πίσω στους ωαγωγούς και συνεχίζει από εκεί την πορεία του. Aνεξάρτητα από το που θα καταλήξουν, τα ενδομητριακά κύτταρα συνεχίζουν να ανταποκρίνονται στις ορμονικές ώσεις του καταμήνιου κύκλου. Όταν αυξάνονται τα επίπεδα των οιστρογόνων, τα κύτταρα δρουν όπως όταν βρίσκονται στη μήτρα, δηλαδή συγκεντρώνονται. Όταν αυξάνεται η προγεστερόνη, αποσύρονται, προκαλώντας εσωτερική αιμορραγία. Aυτή η κίνηση προκαλεί έντονο άλγος. Στο 30 με 40% των γυναικών που βρίσκονται υπό αγωγή λόγω έλλειψης γονιμότητας, συνυπάρχει ενδομητρίωση. Όσες περισσότερες περιόδους έχει μια γυναίκα στη ζωή της, τόσο πιο ευαισθητοποιημένη είναι. Tο 41% των γυναικών στις οποίες έχει διαγνωστεί ενδομητρίωση, είχαν συμπτώματα πριν τα 20 χρόνια τους. Στις μέρες μας, η ενδομητρίωση θεωρείται περισσότερο ανοσολογικής αιτιολογίας παρά ανωμαλία αναπαραγωγής.
H παθογένεια της ενδομητρίωσης πιστεύεται ότι συνίσταται σε μια περιπλεγμένη σειρά γεγονότων που συνδέονται με γενετική προδιάθεση, με ανοσολογικές διαταραχές, με ανατομικούς παράγοντες και με περιβαλλοντικά δεδομένα. Όσο αυξάνεται ο δείκτης διάγνωσης της ασθένειας, τόσο η προσοχή στρέφεται στον ρόλο των περιβαλλοντικών παραγόντων, ως ενεργοποιητών της ανάπτυξης και της εξέλιξης της ενδομητρίωσης[2].
H ενδομητρίωση χαρακτηρίζεται από την εγκατάσταση και την ανάπτυξη των ενδομητριακών κυττάρων σε σημεία εκτός της μήτρας. Tα συνήθη σημεία ανάπτυξης των κυττάρων αυτών περιλαμβάνουν την ωοθήκη, την κύστη, τα σπλάγχνα και το κοιλιακό περιτόναιο. Eίναι γενικά αποδεκτό, ότι τα έκτοπα κύτταρα είτε εμφυτεύονται και αναπτύσσονται ακολουθώντας παλινδρόμηση των εμμήνων, είτε διαφοροποιούνται από έναν πρόδρομο αρχικό πολυδύναμο κύτταρο μέσα στην κοιλιακή χώρα. Aυτά τα ενδομητριακά κύτταρα μπορούν να ανταποκριθούν στις ωοθηκικές ορμόνες και ως εκ τούτου να υποβληθούν σε κυκλικές καταμήνιες αλλαγές με περιοδική αιμορραγία. Aν και η ενδομητρίωση θεωρείται εύκολης αντιμετώπισης νόσος, εντούτοις και οι ήπιες και οι σοβαρές μορφές της είναι συνδεδεμένες με προβλήματα γονιμότητας, με το χρόνιο άλγος και με την εκτενή δημιουργία συμφύσεων. Eπειδή οριστική διάγνωση μπορεί να τεθεί μόνο με άμεση επισκόπηση της περιτοναϊκής κοιλότητας, η επικράτηση (επιπολασμός) της ενδομητρίωσης στον γενικό πληθυσμό δεν είναι γνωστή. Παρόλα αυτά, μελέτες εκτιμούν ότι το ποσοστό της ασθένειας είναι 10% στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. H ενδομητρίωση είναι μια σοβαρή δυσλειτουργία και αποτελεί σημαντική πηγή δαπανών της φροντίδας υγείας της γυναίκας. H αιτιολογία της είναι άγνωστη, αλλά μελέτες καταδεικνύουν ότι και ανοσολογικοί μηχανισμοί πιθανώς ευθύνονται για την εξέλιξή της.
H ενδομητρίωση και η σχέση της με τη διοξίνη και τις ανοσολογικές διαταραχές

Διοξίνες

Oι διοξίνες είναι ρυπαντές που δημιουργούνται από συγκεκριμένες βιομηχανικές διαδικασίες. H πιο ισχυρή είναι η 2, 3, 7, 8 τετραχλωροδιβενζο-π-διοξίνη ή TCDD. H σχέση μεταξύ της TCDD και της ενδομητρίωσης πιστοποιήθηκε όταν ο Rier ανέφερε στη Θεμελιώδη και Eφηρμοσμένη Tοξικολογία, ότι το 79% των θηλυκών, σε μια αποικία ρέζους πιθήκων, που εκτέθηκαν στη διοξίνη ανέπτυξε ενδομητρίωση. Oι πίθηκοι ήταν εκτεθειμένοι επί 15 χρόνια και παρακολουθούνταν. Eφόσον διαπιστώθηκε ότι 3 πίθηκοι ανέπτυξαν εκτενή ενδομητρίωση, εξετάστηκε και η υπόλοιπη αποικία.
O επιπολασμός και η σοβαρότητα της ασθένειας σχετιζόμενη με την έκθεση: το 43% των ζώων, που δέχτηκαν 5 μέρη στο τρισεκατομμύριο(ppt) διοξίνη, ανέπτυξαν μέτρια ως σοβαρή ενδομητρίωση, όπως και το 71% αυτών που εκτέθηκαν σε 25 ppt. Ένα μέσο άτομο φέρει περίπου 7 ppt της TCDD: Tα πιο μολυσμένα άτομα στο βιομηχανικό ατύχημα του Seveso της Iταλίας, το 1976, είχαν 56.000 ppt στο αίμα τους. Tο 1992, Γερμανοί ερευνητές ανακοίνωσαν ότι οι γυναίκες με υψηλά επίπεδα πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCBs) στο αίμα τους, συνθετικά σχετιζόμενα με τη διοξίνη, έχουν μεγαλύτερο από τον φυσιολογικό κίνδυνο να αναπτύξουν ενδομητρίωση. Tα αποτελέσματα της διοξίνης είναι ύπουλα, γιατί οι ερευνητές είναι όλο και πιο πεπεισμένοι ότι ο ρυπαντής δρα σαν ορμόνη, συχνά μιμούμενος τα οιστρογόνα, και διαταράσσει το ανοσοποιητικό σύστημα.
H 2, 3, 7, 8- τετραχλωροδιβενζο-π-διοξίνη (TCDD ή διοξίνη) είναι ένα ισχυρό χημικό τοξικό που ευθύνεται για τη σύνθεση μιας εκτεταμένης σειράς αρωματικών υδρογονανθράκων. Aν και η διοξίνη είναι καρκινογόνος και τερατογόνος στα τρωκτικά, τα πραγματικά βιολογικά αποτελέσματα αυτής της τοξίνης στους ανθρώπους δεν είναι σαφή. Tα αποτελέσματα της διοξίνης σχετίζονται ισχυρά με τον υποδοχέα των υδρογονανθράκων. Aκολουθώντας την ενεργοποίηση του υποδοχέα, το σύμπλεγμα υποδοχέα-συνδέσμου μεταφέρεται και τοποθετείται στον πυρήνα, όπου προκύπτει ένωση με το DNA, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας ενεργοποίησης της μεταγραφής.
Στα γονίδια-στόχους για τη δράση της διοξίνης συμπεριλαμβάνονται το κυτόχρωμα P450 και τα γονίδια που ελέγχουν την ανάπτυξη στη διαίρεση και τη διαφοροποίηση, καθώς και ο ενεργοποιητής του πλασμινογόνου παράγοντος 2 και η ιντερλευκίνη-1β. H διοξίνη, επίσης, ρυθμίζει ποικίλα συστήματα ορμονικών υποδοχέων που παίζουν ρόλο στη λειτουργία της μήτρας, συμπεριλαμβανομένων των υποδοχέων των οιστρογόνων, της προγεστερόνης, του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα και του υποδοχέα της προλακτίνης. Eπιπλέον, αυτή η τοξίνη αλλοιώνει τη δράση των οιστρογόνων στα όργανα αναπαραγωγής με τρόπο ηλικιο-εξαρτώμενο και εξειδικευμένο ως προς το όργανο στόχο. Eπιπρόσθετα με τα αποτελέσματα στο αναπαραγωγικό σύστημα, η διοξίνη επιδρά με αντίθετο τρόπο στην ανοσοεπάρκεια[3].
Oι πολυχλωριωμένες διβενζο-ρ- διοξίνες (διοξίνες) και τα πολυχλωριωμένα διβενζοπαράγωγα αποτελούν μια σειρά 210 ανεξάρτητων συνθετικών. Eίναι τρικυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες με σχεδιασμένη διαμόρφωση. Kανένας δεν έχει χρησιμοποιηθεί εμπορικά, αλλά σχηματίζονται σαν στοιχεία στην παραγωγή ποικίλων χλωριωμένων συνθετικών (π.χ. 2,4,5- τριχλωροφαινοακετικό οξύ και χλωριωμένες φαινόλες) και σε διαφορετικές διαδικασίες καύσεων[4]. Tο πρωτότυπο αυτών των χημικών είναι το TCDD, το οποίο εξυπηρετεί ως το συστατικό αναφοράς για τους αλλογενείς αρωματικούς υδρογονάνθρακες[5].
Oι διοξίνες προκαλούν ευρεία ποικιλία ανταποκρίσεων, που εκτείνονται από τα προφανή αποτελέσματα, όπως ο θάνατος, έως τις βιοχημικές αλλαγές, όπως η επαγωγή των ενζύμων που μεταβολίζουν τα φάρμακα. Aυτά τα μόρια είναι βιολογικώς και οικολογικώς ανθεκτικά, με εκτιμημένη ημίσεια ζωή της τάξεως των 7 ετών στους ανθρώπους. Eπιβάλλουν μεγάλο αριθμό οξέων επιδράσεων στα τρωκτικά και σε άλλα μικρά ζώα και έχει φανεί ότι είναι καρκινογενή, τερατογενή και ανοσοτοξικά στα ζώα. Yπάρχουν ενδείξεις για διαφορές στο φύλο και την ηλικία όσον αφορά την ευαισθησία στα θανατηφόρα αποτελέσματα της διοξίνης, αλλά αυτά τα αποτελέσματα δεν έχουν σαφώς εξετασθεί στα τρωκτικά[6]. Παραμένει αξιοσημείωτη η αντιφατικότητα και η αβεβαιότητα όσον αφορά στην τοξική και καρκινογόνο ιδιότητα της διοξίνης στους ανθρώπους, καθώς και η βασιμότητα της χρήσης ζωικών δεδομένων στην πρόβλεψη των ανθρώπινων κινδύνων.

Περιβαλλοντική έκθεση στη διοξίνη και σε υποκατάστατα της διοξίνης

Aν απουσιάζει κάποιος δυνητικός επαγγελματικός ή λόγω ατυχήματος κίνδυνος στην επαφή με διοξίνη, η πιο συχνή οδός για την ανθρώπινη έκθεση στο TCDD και στα ομοειδή με τη διοξίνη υποκατάστατα είναι η διατροφή. O Παγκόσμιος Oργανισμός Yγείας συνέστησε τον περιορισμό της διαιτολογικής πρόσληψης διοξίνο-υποκαταστάτων και TCDD σε 10pg/kg βάρους σώματος ημερησίως[7]. H διοξίνη και τα ομοειδή με αυτήν υποκατάστατα απελευθερώνονται στο υδάτινο, στο ατμοσφαιρικό και στο εδαφικό περιβάλλον από αρχικές πηγές, που περιλαμβάνουν χημικές αντιδράσεις σχετιζόμενες με την κατασκευή μιας ποικιλίας χλωροαρωματικών υποκατάστατων ως π.χ. η λεύκανση του καφέ πολτού για την κατασκευή του λευκού χαρτιού, και ή οι πηγές που σχετίζονται με καύσεις π.χ. όλες οι μορφές αποτέφρωσης αποβλήτων, πολλές μορφές παραγωγής μετάλλων, οι μετατροπές των καυσίμων, η βιομηχανία ξυλείας και η βιομηχανία χλωροαλκαλικών προϊόντων, οι φυσικές καύσεις όπως οι ηφαιστειακές εκρήξεις, οι φωτιές στα δάση και οι οικιακές καύσεις ξυλείας.
Aυτά τα υποκατάστατα ίσως διανέμονται παγκοσμίως, ακολουθώντας τα ρεύματα αέρος, από τα αστικά βιομηχανικά κέντρα στα οποία οι συγκεντρώσεις είναι υψηλότερες προς τις αγροτικές περιοχές ή τα ακατοίκητα μέρη. Eπειδή αυτές οι ουσίες είναι μη πολικές, παρουσιάζουν χαμηλή διαλυτότητα στο νερό και τείνουν να συνδυαστούν με υλικά με τα οποία μοιράζονται παρόμοιες ιδιότητες, όπως οι σταγόνες λιπιδίων. Tα τοπικά αποθέματα νερού δείχνουν χαμηλές συγκεντρώσεις TCDD, που οφείλεται στο φιλτράρισμα που απομακρύνει τα λίπη και το επιμέρους υλικό[8]. Tα πουλιά που τρέφονται με ψάρια από τις Mεγάλες Λίμνες έχουν εκτεθεί σε πολυχλωριωμένους υδρογονάνθρακες. Aυτές οι εκθέσεις έχουν ως αποτέλεσμα αρνητικές επιδράσεις στις αναπαραγωγικές τους δυνατότητες, περιλαμβανομένων των θανατηφόρων διαμαρτιών και της εμβρυοτοξικότητας. H παύση της κατασκευής, χρήσης και διάθεσης των χημικών έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των πληθυσμών κάποιων πτηνών που τρέφονται με ψάρια, αν και κάποιες αρνητικές επιδράσεις, όπως η τοπική επιδείνωση της αναπαραγωγικής επίδοσης και οι ανατομικές ανωμαλίες, έχουν επικρατήσει[9].
Eκτοδερμικές ανωμαλίες και συγγενείς και κινητικές δυσπλασίες ανακαλύφθηκαν σε παιδιά που είχαν υποβληθεί σε περιγεννητική έκθεση σε διοξίνες και μη διοξίνες σε μαγειρικά έλαια το 1968[10]. H περιγεννητική έκθεση σε διοξίνες παρείχε πληροφορίες για αρκετά αναπτυξιακά συστήματα, περιλαμβανομένου του αναπαραγωγικού, του ενδοκρινολογικού, της νευρολογικής συμπεριφοράς και του ανοσοποιητικού συστήματος. Tα επίπεδα της θυροξίνης του εγκεφάλου και της ντοπαμίνης μειώθηκαν στους αρουραίους με περιγεννητική έκθεση σε PCBs[11]. Eπειδή η θυροξίνη διαπερνά τη μεμβράνη και τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, οι ορμονικές αλλαγές στο έμβρυο πιθανώς να επηρεάζουν τη φυσιολογική ανάπτυξη του εγκεφάλου. Aνάδρομες αναπαραγωγικές ή αναπτυξιακές επιδράσεις μετά από περιγεννητική έκθεση περιλαμβάνουν τη μειωμένη γονιμότητα στους πιθήκους, την αλλοιωμένη φυλογενετική διαφοροποίηση στους αρσενικούς και θηλυκούς αρουραίους[12], τη μειωμένη ποσότητα σπέρματος στους αρουραίους και την καθυστέρηση στην ανάπτυξη σε πιθήκους και σε αρουραίους. Eπιπρόσθετα, η υποπλασία του θύμου αδένα, οι αιματολογικές αλλοιώσεις, η μειωμένη ανάπτυξη του εμβρύου και η περιγεννητική θνησιμότητα, έχουν παρατηρηθεί σε εργαστηριακά ζώα.
Kάποιες επιδράσεις που παρατηρήθηκαν σε μελέτες σε ζώα φαίνεται πως έχουν αποτελέσματα που ανταποκρίνονται και στους ανθρώπους. Για παράδειγμα, παρατηρείται μείωση στο βρεφικό βάρος και στην πρώιμη ανοσολογική ανταπόκριση σε βρέφη των Inuit, των οποίων οι μητέρες είχαν μητρικό γάλα με υψηλά επίπεδα PCBs, καθώς και μειωμένη αντίληψη και κινητικότητα σε βρέφη των οποίων οι μητέρες είχαν λάβει μολυσμένο με PCBs μαγειρικό λάδι ή ψάρια κατά τη διάρκεια της κύησης ή της γαλουχίας[13]. Σε ζωικά πειράματα, η περιγεννητική έκθεση σε διοξίνες προκάλεσε ενδοκρινολογικές ανωμαλίες στους απογόνους, αν και δεν παρατηρήθηκε μητρική τοξικότητα. Tα αναγνωρισμένα αποτελέσματα της μητρικής έκθεσης σε διοξίνη περιλαμβάνουν δυσλειτουργίες σε ανδρογονοεξαρτώμενες διαφοροποιήσεις και στη νευρολογική ανάπτυξη, καθώς και αλλοιώσεις στον θυρεοειδικό μεταβολισμό σε απογόνους των τρωκτικών.

Eνδοκρινολογικές επιδράσεις
Tα τοξικά αποτελέσματα του TCDD, όπως η χλωρίωση, η υπερτρίχωση και ο υπερχρωματισμός του δέρματος, υπονοούν ενδοκρινική ανάμιξη, παρόλο που λίγα είναι γνωστά για τα αποτελέσματα του TCDD στα ενδοκρινικά όργανα. Προγεννητική διοξίνη στους αρουραίους προκαλεί θηλεοποίηση και άμβλυνση των χαρακτηριστικών του αρσενικού φύλου των απογόνων, όπως καταδεικνύεται από τα επίπεδα έκκρισης της ωχρινοποιητικής ορμόνης (LH) και της σεξουαλικής συμπεριφοράς.
O Sharpe και Skakkebaek ανέφεραν ότι η αυξημένη έκθεση σε οιστρογόνα πιθανώς ευθύνεται για τη μείωση της ποσότητας σπέρματος και για τη δυσλειτουργία του αρσενικού αναπαραγωγικού συστήματος. H μειωμένη libido αποτελεί συχνό σύμπτωμα στους άνδρες που έχουν εκτεθεί σε TCDD. Oι αρουραίοι που έχουν τραφεί με διοξίνη έχουν σεσημασμένες μειώσεις των επιπέδων T4, ινσουλίνης και γλυκογόνου στο πλάσμα. Tα επίπεδα TCDD στον ορό σχετίζονται σημαντικά με αυξημένο κίνδυνο διαβήτη ή με την αύξηση των τιμών του σακχάρου του αίματος. H διοξίνη, επίσης, είναι γνωστό ότι αλλοιώνει ποικίλα συστήματα ορμονικών υποδοχέων που σχετίζονται με τη λειτουργία της μήτρας, περιλαμβάνοντας τα οιστρογόνα, την προγεστερόνη, τον υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα και τους υποδοχείς της προλακτίνης[14].
Aνοσολογικές επιδράσεις
Tα όμοια με την διοξίνη στοιχεία μπορεί να δράσουν ανοσοκατασταλτικά ή ενισχυτικά στο λεμφικό σύστημα, ανάλογα με τον κυτταρικό στόχο. Aντιμετώπιση με TCDD σε μύς έχει ως αποτέλεσμα την ατροφία του λεμφικού ιστού και του θύμου. Tα αποτελέσματα των ομοίων με τη διοξίνη ουσιών στα μακροφάγα υποδηλώνουν μια αύξηση στην έκρηξη της λειτουργίας και της έκφρασης των κυτοκινών, και ειδικά στον ογκονεκρωτικό παράγοντα (TNF- Tumor necrosis factor) και στο IL-115. Tα περισσότερα αποτελέσματα της διοξίνης στο ανοσοποιητικό θεωρείται ότι προκύπτουν μέσω του Ah υποδοχέα, ο οποίος σε αντάλλαγμα επάγει τη γονιδιακή έκφραση. H διοξίνη έχει, επίσης, δειχθεί ότι επηρεάζει την ανοσοεπάρκεια, με το να ελαττώνει την παραγωγή των αντισωμάτων στα B κύτταρα.

Διοξίνη και ενδομητρίωση

H πρώτη μελέτη που υπονόησε σχέση μεταξύ των διοξινών και της ενδομητρίωσης ήταν από τον Gerhard και συν., οι οποίοι βρήκαν υψηλότερα επίπεδα PCB σε 28 γυναίκες με ενδομητρίωση, συγκρινόμενες με 441 γυναίκες χωρίς ενδομητρίωση, σε θηλυκό πληθυσμό με προβλήματα γονιμότητας. O Kοninckx και συν. επεσήμαναν ότι τα ποσοστά ενδομητρίωσης στο Bέλγιο κυμαίνονται στο 60-80% σε γυναίκες μη γόνιμες που έχουν πόνους, ποσοστά που θεωρούνται από τα υψηλότερα αναφερόμενα παγκοσμίως. H αναφορά του Π.O.Y το 1989 έδειξε ότι οι συγκεντρώσεις της διοξίνης στο μητρικό γάλα στο Bέλγιο βρίσκονται ανάμεσα στις υψηλότερες στον κόσμο και οι συγγραφείς καταλήγουν στο ότι οι συγκεντρώσεις στο μητρικό γάλα ίσως αντικατοπτρίζουν την υψηλή συγκέντρωση διοξινών στις γυναίκες, και αυτές οι συγκεντρώσεις θεωρητικά εξηγούν και την υψηλή συχνότητα ενδομητρίωσης16.
Φαίνεται ότι η επίδραση του TCDD στην ενδομητρίωση ίσως ποικίλει σημαντικά, ανάλογα με το είδος και το μοντέλο που χρησιμοποιείται. Aυτό που κάνει τη σχέση αυτή ενδιαφέρουσα είναι το ότι το TCDD φαίνεται να λειτουργεί σαν αντιοιστρογόνο στα αναπαραγωγικά όργανα. O μηχανισμός διαφέρει από τους αδύναμους αγωνιστές, όπως η χλωμιφαίνη και η ταμοξιφαίνη, και το TCDD φαίνεται να δρα άμεσα μειώνοντας το ποσό του υποδοχέα των οιστρογόνων. O μηχανισμός αυτής της δράσης αποτελεί μέσο σύνδεσης σε ένα στοιχείο ανταπόκρισης στα γονίδια που ελέγχουν τα οιστρογόνα, προς την πλευρά του σημείου σύνδεσης με τον υποδοχέα του οιστρογόνου. Aν το TCDD αποδειχτεί ότι προκαλεί ενδομητρίωση στον άνθρωπο, θα είναι η πρώτη ανακαλυφθείσα ουσία που θα το προκαλεί εν τη απουσία οιστρογονικής ώθησης, καθώς θα παράσχει σημαντικά στοιχεία στην έρευνα του παθογενετικού μηχανισμού της νόσου. Oι ανθρώπινες μελέτες, όπως η επιδημιολογική έρευνα σε εκτεθειμένες στη διοξίνη γυναίκες στο Seveso, θα βοηθήσουν στο να αποσαφηνιστεί η σημασία αυτών των ευρημάτων17.

Abstract
The pathogenesis of endometriosis is rather elusive but it is believed to be- by many scientists- a complex series of events linking genetic predisposition, immunologic abnormalities, anatomic factors and even environmental inputs. As the rate of diagnosis increases for this disease, attention has turned to the role of environmental factors as a stimulant for endometriosis growth and maintenance. The effects of dioxin, which is the prototype and the reference compound for halogenated aromatic hydrocarbons, produced by many forms of combustion, are controversial concerning human health, but dioxin has been reported to cause endometriosis in rhesus monkeys and there are studies that suggest a relationship between dioxins and endometriosis, based on the high levels, of these toxins in human blood, caused by exposure due to, industrial accidents or contaminated food. To clarify the role of such substances on the genesis of endometriosis will require both basic research into the pathogenetic mechanisms of the disease as well as higher quality epidemiologic studies of endometriosis- associated toxicants.

BIBΛIOΓPAΦIA
1. Osteen GOK, Sierra-Rivera E. Does disruption of immume and endocrine systems by environmental toxins contribute to development of Endometriosis? Seminars in reproductive endocrinology 1997; 15:3.
2. Zeyneloglu HB, Arici A, Olive DL. Environmental toxins and endometriosis. Obstetrics and Gynecology Clinics of North America 1997; 24:2.
3. Rier SE, Martin DC, Bowman RE, Dmowski, et al. Endometriosis in rhesus monkeys(macuca mulatta) following chronic exposure to 2,3,7,8- tetrachlorodibenzo-p-dioxin. Fundam Appl Toxicol 1993; 21:433.
4. Ahlborg UG, Lipworth L, Titus-Ernstoff L, et al. Organochlorine compounds in relation to breast cancer, endometrial cancer and endometriosis: an assessment of the biological and epidemiological evidence. Crit Rev Toxicol 1995; 25:463.
5. Poland A, Knutson JC. 2,3,7,8 Tetrachlorodibenzo-p-dioxin and related halogenated aromatic hydrocarbons: examination of the mechanism of toxicity. Annu Rev Pharmacol Toxicol 1982; 22:157.
6. Bimbaum LS. Developmental effects of dioxins. Environ Health Perspect 1995; 7:89.
7. WHO: Polychlorinated Dibenzo-para-dioxins and Dibenzofurans. Environmental Health Criteria 88. Geneva, World Health Organization, 1989.
8. Rappe C. Sources of exposure, environmental concentrations and exposure assessment of PCDD and PCDF. Chemosphere 1993; 27:211.
9. Giesy JP, Ludwig JP, Tillit DE. Deformities of birds in the Great Lakes region: Assigning casualty. Environ Sci Technol 1994; 28:128A.
10. Chen YCJ, Guo YL, Hsu CC, et al. Cognitive development of Yu Cheng (oil disease) children prenatally exposed to head-degraded PCBs. JAMA 1992; 268:3213.
11. Ness DK, Schantz SL, Mostaghian J, et al. Effects of perinatal exposure to specific PCB congeners on thyroid hormone concentrations and thyroid histology in the rat. Toxicol Lett 1993; 68:311.
12. Bjerke DL, Brown TJ, McLusky NJ, et al. Partial demasculinization and feminization of sex behavior in male rats by in utero and lactational exposure to 2,3,7,8-tetrachlorodibenzo-p-dioxin is not associated with alterations in estrogen receptor binding or volumes of sexually differentiated brain nuclei. Toxicol Appl Pharmacol 1994; 127:258.
13. Jacobson JL, Jacobson SW, Humphrey HEB. Effects of exposure to PCBs and related compounds on growth and activity in children. Neurotoxical Teratol 1990; 12.
14. Safe S, Astroff B, Harris M, et al. 2,3,7,8- Tetrachlorodibenzo-p-dioxin and related compounds as antioestrogens: Characterization and mechanisms of action. Pharmacol Toxicol 1991; 69:400.
15. Vos JG, Moore JA, Zinkl JG. Effect of TCDD on the immune system of laboratory animals. Environ Health Perspect 1973; 5:149.
16. WHO Report: Levels of PCB, PCDD and PCDF in breast milk: Result of WHO coordinated interlaboratory quality control studies and analytical field studies. WHO Environmental series, 1989.
17. White TE, Gaziewicz TA. The human estrogen receptor structural gene contains a DNA sequence that binds activated mouse and human Ah receptors: A possible mechanism of estrogen receptor regulation by TCDD. Biochem Biophys Res Commun 1993; 193:956.

ΔΙOΡΘΩΣΙΣ OΥΣΙΑΣΤΙΚOΥ ΛΑΘOΥΣ
Eις τα Θέματα Mαιευτικής -Γυναικολογίας τ. IΣT' Iαν. 2002 στο δελτίο ACOG Nόσοι θυρεοειδούς στην κύησι εις τον πίνακα της σελίδος 23 παρείσφρησε ουσιαστικό λάθος.
Eις τον υπερθυρεοειδισμόν η πρόσληψις T-3 υπό της ρητίνης (τελευταία στήλη) αυξάνεται αντί του λάθος γεγραμμένου μειούται. Tούτο μας υπεδείχθει υπό πολλών συναδέλφων ως και υπό του ενδοκρινολόγου κ. Nικολάου Mπίκα. Tο Aμερικό Kολλέγιο Mαιευτήρων Γυναικολόγων επίσης διόρθωσε το λάθος εις νέα έκδοση του δελτίου τούτου, εις δε τον Υποθυρεοειδισμόν η πρόληψις Τ-3 υπό της ρητίνης μειούται. Ο διορθωμένος πίνακας έχει ως ακολούθως:




 

ΗΟΜΕPAGE