ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

 

Συχνότητα ανίχνευσης Chlamydia trachomatis σε ασυμπτωματικές γυναίκες ηλικίας 20-50 ετών

 

Α. Σιώχου[1]
Θ. Αργυρίου[2]
Β. Παπαμελετίου[2]

[1]Μικροβιολόγος ΑΤΕΙΘ, 2ΑΜΓ
Kατατέθηκε 18/11/2005
Εγκρίθηκε: 23/12/04


Περίληψη
Εισαγωγή: Τα Chl. trachomatis είναι το πιο συχνό ιάσιμο σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα στις ανεπτυγμένες χώρες. Η μόλυνση της ουρογεννητικής περιοχής των γυναικών με Chl. trachomatis μπορεί να προκαλέσει ένα ευρύ φάσμα κλινικών εκδηλώσεων, όπως ουρηθρίτιδα, τραχηλίτιδα, και πυελική φλεγμονώδη νόσο, οι οποίες είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε σοβαρές επιπλοκές, όπως έκτοπη εγκυμοσύνη και σαλπιγγική στειρότητα.
Σκοπός: Σκοπός ήταν να προσδιοριστεί το ποσοστό ανίχνευσης των Chl. trachomatis σε ασυμπτωματικές γυναίκες ηλικίας 20 έως 50 ετών.
Υλικό και μέθοδος: Ελέγχθηκαν 240 δείγματα τραχηλικού επιχρίσματος ασυμπτωματικών γυναικών ηλικίας 20 έως 50 ετών. Οι γυναίκες αυτές προσήλθαν σε μικροβιολογικό εργαστήριο για προληπτικό έλεγχο την τριετία 2000-2003.
Αποτελέσματα: Chl. trachomatis ανιχνεύθηκε στα 29 δείγματα (12,1%). Τα 19 (65,5%) δείγματα αφορούσαν γυναίκες ηλικίας 20-35 ετών, ενώ τα 10 (35,5%) γυναίκες 36-50 ετών.
Συμπεράσματα: Η αρκετά μεγάλη συχνότητα ανίχνευσης των Chl. trachomatis σε ασυμπτωματικές γυναίκες καθιστά αναγκαία την καθιέρωση προγραμμάτων πρόληψης, έτσι ώστε να περιοριστεί η εξάπλωση της μόλυνσης και οι σοβαρές επιπλοκές οι οποίες μπορεί να ακολουθήσουν μια λοίμωξη.

Όροι ευρετηρίου: Chl. trachomatis, συχνότητα ανίχνευσης.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα Chlamydia είναι ο αιτιολογικός παράγοντας πολλών ασθενειών και συνδρόμων, όπως το τράχωμα, οι μολύνσεις του ουρογεννητικού συστήματος και η χλαμυδιακή επιπεφυκίτιδα. Τα Chl. trachomatis είναι ένα από τα συχνότερα σεξουαλικά μεταδιδόμενα παθογόνα μικρόβια στις αναπτυγμένες χώρες. Στις γυναίκες η μόλυνση της ουρογεννητικής περιοχής με Chl. trachomatis μπορεί να προκαλέσει ευρύ φάσμα κλινικών εκδηλώσεων, όπως ουρηθρίτιδα, τραχηλίτιδα και πυελική φλεγμονώδη νόσο. Εάν η χλαμυδιακή λοίμωξη δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να υπάρξουν σοβαρές επιπλοκές μεταξύ των οποίων η έκτοπη εγκυμοσύνη και η σαλπιγγική στειρότητα.(1)
Μεγάλος αριθμός γυναικών με χλαμυδιακή λοίμωξη δεν καταφεύγει σε ιατρό, δεδομένου ότι περισσότερο από το 70% των γυναικών με λοίμωξη του ουρογεννητικού συστήματος είναι ασυμπτωματικές. Επίσης, όταν υπάρχουν κλινικά συμπτώματα, αυτά είναι συνήθως ήπια, με αποτέλεσμα να μη δίνεται η απαραίτητη σημασία από την ασθενή.(2)
Ο πολύ μεγάλος αριθμός ασυμπτωματικών λοιμώξεων καθώς και τα ήπιας μορφής κλινικά συμπτώματα οδηγούν στη δημιουργία και τη συντήρηση μιας μη διαγνωσμένης δεξαμενής Chl. trachomatis και στην εύκολη μετάδοσή τους.
Τα Chl. trachomatis είναι παράσιτα των επιθηλιακών κυττάρων των βλεννογόνων και πολλαπλασιάζονται ενδοκυττάρια. Τα στελέχη των Chl. trachomatis παρουσιάζουν πολλές αντιγονικές διαφορές και βάσει αυτών ταξινομούνται σε ορολογικούς τύπους. Το κυρίαρχο αντιγόνο, το οποίο καθορίζει τους ορολογικούς τύπους, είναι η εξωτερική πρωτεΐνη των μεμβρανών, το κύριο αντιγόνο επιφάνειας των Chl. trachomatis. Οι ορολογικοί αυτοί τύποι είναι ταξινομημένοι σε τρεις διαφορετικές ομάδες. Μελέτες έχουν τεκμηριώσει τη σχέση μεταξύ της μόλυνσης με συγκεκριμένο στέλεχος Chl. trachomatis και την εκδήλωση των κλινικών συμπτωμάτων, αν και ο μηχανισμός δεν είναι ακόμη κατανοητός. Επιδημιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι συγκεκριμένοι ορότυποι διάφορων σεξουαλικά μεταδιδόμενων παθογόνων μικροοργανισμών, συμπεριλαμβανόμενων και των Chl. trachomatis, μπορούν να χρησιμεύσουν ως βιολογικοί συμπαράγοντες για τη μετάδοση του HIV.(3,4)

ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ
Το υλικό της εργασίας αυτής αποτέλεσαν 240 δείγματα τραχηλικού επιχρίσματος ασυμπτωματικών γυναικών ηλικίας 20 έως 50 ετών. Οι γυναίκες αυτές ήταν ασυμπτωματικές και προσήλθαν σε μικροβιολογικό εργαστήριο για προληπτικό έλεγχο κατά την τριετία 2000-2003. Οι 130 γυναίκες ήταν ηλικίας 20 έως 35 ετών και οι 110 ηλικίας 36 έως 50 ετών.
Η λήψη του δείγματος έγινε μετά την τοποθέτηση κολποσκοπίου από την περιοχή του τραχήλου και της ζώνης μετάπτωσης. Στα δείγματα αναζητήθηκε το ειδικό πολυσακχαριδικό αντιγόνο με την τεχνική της ανοσοχρωματογραφίας. Με τη βοήθεια αντιδραστηρίου εξαγωγής Chl. trachomatis έγινε η απομόνωσή τους από το δείγμα και στη συνέχεια το δείγμα τοποθετήθηκε πάνω στο πλακίδιο δοκιμασίας. Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος σχηματίστηκε μια έγχρωμη ζώνη στο πλακίδιο.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Από τα 240 δείγματα τραχηλικού επιχρίσματος ασυμπτωματικών γυναικών ηλικίας 20 έως 50 ετών, στα 29 (12,1%) ανιχνεύτηκε το ειδικό πολυσακχαριδικό αντιγόνο. Τα 19 (65,5%) δείγματα αφορούσαν γυναίκες ηλικίας 20-35 ετών, ενώ τα 10 (35,5%) προέρχονταν από γυναίκες ηλικίας 36-50 ετών.

ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Ο επιπολασμός των Chl. trachomatis στο κατώτερο ουρογεννητικό σύστημα ποικίλει στο 2-25%, παρουσιάζοντας τα υψηλότερα ποσοστά στις νέες γυναίκες. Η πιθανότητα μια μη διαγνωσμένη και χωρίς θεραπευτική παρέμβαση χλαμυδιακή λοίμωξη να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, όπως έκτοπη εγκυμοσύνη ή σαλπιγγική στειρότητα, της προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι περισσότερο από το 70% των χλαμυδιακών λοιμώξεων του ουρογεννητικού συστήματος στις γυναίκες και τουλάχιστον το 50% των ανδρών είναι ασυμπτωματικές, άρα και μη διαγνωσμένες.(7-10)
Στην εργασία αυτή διαπιστώθηκε ότι στο 12,1% ασυμπτωματικών γυναικών ηλικίας 20 έως 50 ετών ανιχνεύονται Chl. trachomatis. Στην ηλικία των 20 έως 35 ετών παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό (65,5%), σε σχέση με την ηλικία των 36 έως 50 ετών (35,5%). Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με τα αποτελέσματα άλλων ερευνών.(11-13)
Η λοίμωξη με Chl. trachomatis και οι σοβαρές επιπλοκές οι οποίες μπορούν να την ακολουθήσουν, αποτελεί έναν ιδιαίτερα επιβαρυντικό παράγοντα για τις υγειονομικές υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο, που καθιστά απαραίτητη τη λήψη προληπτικών μέτρων.(14)
Προγράμματα πρόληψης των χλαμυδιακών λοιμώξεων εφαρμόζονται στις ΗΠΑ και σε χώρες της Ευρώπης με πολύ μεγάλες διαφορές. Έτσι, ενώ στη Σουηδία υπάρχει μια πολιτική πρόληψης των χλαμυδιακών λοιμώξεων σε πρωτογενές επίπεδο, το οποίο απευθύνεται σε όλες τις γυναίκες ηλικίας κάτω των 25 ετών, στη Μ. Βρετανία δεν υπάρχει κανένα επίσημο πρόγραμμα πρόληψης. Η εφαρμογή του προγράμματος αυτού στη Σουηδία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση τόσο των χλαμυδιακών λοιμώξεων όσο και του αριθμού των επιπλοκών τους όπως της έκτοπης εγκυμοσύνης και των πυελικών φλεγμονωδών νόσων. Πρόσφατα όμως τα θετικά αυτά αποτελέσματα έχουν αρχίσει να περιορίζονται κυρίως λόγω της απουσίας ταυτόχρονου προληπτικού προγράμματος πρόληψης και στους άνδρες. Η μόνη ελεγχόμενη έρευνα εφαρμογής προληπτικού ελέγχου των χλαμυδιακών λοιμώξεων πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ και κατέδειξε ότι ο προληπτικός έλεγχος μετά από ένα έτος οδηγεί σε μείωση κατά 50% των λοιμώξεων.(14-16)
Η ιδιότητα διαφόρων σεξουαλικά μεταδιδόμενων παθογόνων μικροοργανισμών, συμπεριλαμβανομένων και των Chl. trachomatis, να δρουν ως βιολογικοί συμπαράγοντες για τη μετάδοση του HIV πρέπει επίσης να ληφθεί υπ' όψιν σε μια λοίμωξη με Chl. trachomatis. Εξετάζοντας τα υψηλά ποσοστά της ασυμπτωματικής χλαμυδιακής λοίμωξης τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες, γίνεται φανερό ότι μια ουσιαστικά "σιωπηλή" μη ανιχνευθείσα λοίμωξη αποτελεί σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα για μόλυνση με τον HIV.(4-6)
Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι λόγω των υψηλών ποσοστών ασυμπτωματικών χλαμυδιακών λοιμώξεων, κυρίως σε άτομα νεαρής ηλικίας, των σοβαρών επιπλοκών στις οποίες μπορεί να οδηγήσουν αυτές οι λοιμώξεις, καθώς και της ιδιότητας των Chl. trachomatis να δρουν ως βιολογικοί συμπαράγοντες για τη μετάδοση του HIV, κρίνεται απαραίτητη η λήψη προληπτικών μέτρων. Για την κατάρτιση προγραμμάτων προληπτικού πρωτογενούς ελέγχου θα πρέπει να προσδιοριστούν και να αξιολογηθούν οι παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με τη χλαμυδιακή μόλυνση, έτσι ώστε να χρησιμεύσουν ως κριτήρια για την εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών.

Summary
Siohou A, Argyriou Th, Papameletiou B.
Frequency of Chlamydia trachomatis detection in asymptomatic women of age 20 to 50 years.
Hellen Obstet Gynecol 17(1): 75-77, 2005

Introduction: Chl. trachomatis is the most common sexually transmitted disease in developed countries. In women infection of the genitourinary tract with Chl. trachomatis may cause a wide spectrum of clinical features, such as urethritis, cervicitis and pelvic inflammatory disease which are capable of leading to serious complication like ectopic pregnancy and sterility.
Objective: The aim of this study was to determine the percentage of asymptomatic women of age 20 to 50 years in which Chl. trachomatis was detected.
Materials and methods: 240 samples of cervical smear of asymptomatic women of age 20 to 50 years were controlled for Chl. trachomatis. These women were presented for preventive control in a microbiology laboratory in the years 2000-2003.
Results: Chl. trachomatis was detected in 29 samples (12,1%), of which 19 samples (65,5%) concerned women of age 20-35 years, while 10 samples (35,5%) concerned women of age 36-50 years.
Conclusions: the pretty high frequency of Chl. trachomatis detection in asymptomatic women renders the establishment of preventive programs necessary, so that the spread of the infection, as well as the serious complications that may follow an infection can be restricted.

Key words: Chl. trachomatis, frequency.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Morrison RP, Manning DS, Caldwell HD (ed.). Immunology of Chlamydia trachomatis infections: immunoprotective and immunopathogenic responses. Raven Press, New York, N.Y. 1992.
2. Hay PE, Ghaem-Maghami S. Chlamydia and non-gonococcal urethritis. Curr Opin Infect Dis 1997; 10:44-49.
3. Grayston JT, Wang S. New knowledge of chlamydiae and the diseases they cause. J Infect Dis 1975; 132:87-105.
4. Grosskurth H, Mosha F, Todd J, Mwijarubi E, Klokke A, Senkoro K, et al. Impact of improved treatment of sexually transmitted diseases on HIV infection in rural Tanzania: randomised controlled trial. Lancet 1995; 346:530-536.
5. Lan J, Melgers I, Meijer CJ, Walboomers JM, Roosendaal R, Burger C, et al. Prevalence and serovar distribution of asymptomatic cervical Chlamydia trachomatis infections as determined by highly sensitive PCR. J Clin Microbiol 1995; 33:3194-3197.
6. Sarr AD, Hamel DJ, Thior I, Kokkotou E, Sankale JL, Marlink RG, et al. HIV-1 and HIV-2 dual infection: lack of HIV-2 provirus correlates with low CD4+ lymphocyte counts. AIDS 1998; 12:131-137.
7. Morrison RP, Manning DS, Caldwell HD (ed.). Immunology of Chlamydia trachomatis infections: immunoprotective and immunopathogenic responses. Raven Press, New York, N.Y. 1992.
8. Taylor-Robinson D. Chlamydia trachomatis and sexually transmitted disease. BMJ 1994; 308:150-151.
9. Cates WJ, Wasserheit JN. Genital chlamydial infections: epidemiology and reproductive sequelae. Am J Obstet Gynecol 1991; 164:1771-1781.
10. Department of Health. Why mothers die. Report on the Confidential Enquiries into Maternal Deaths in the United Kingdom 1994-1996. London: HMSO, 1998.
11. Svensson LO, Mares I, Mardh P-A, et al. Screening voided urine for Chlamydia trachomatis in asympto-matic adolescent females. Acta Obstet Gynecol Scand 1994; 73:63-66.
12. Tchoudomirova K, Nuhova P, Tchapanova A. Prevalence, epidemiological and clinical correlates of genital Chlamydia trachomatis infection. J Eur Acad Dermatol Venereol 1998; 11:214-220.
13. Gaydos CA, Howell MR, Pare, B, et al. Chlamydia trachomatis infections in female military recruits. N Engl J Med 1998; 339:739-744.
14. Ripa T. Epidemiologic control of genital Chlamydia trachomatis infections. Scand J Infect Dis Suppl 1990; 69:157-167.
15. CMO. Expert Advisory Group. Chlamydia trachomatis-summary and conclusions of Chief -Medical Officer's Group. London: Department of Health, 1998:1-22.
16. Scholes D, Stergachis A, Heidrich FE, et al. Prevention of pelvic inflammatory disease by screening for cervical chlamydial infection. N Engl J Med 1996; 334:1362-1366.

 

 

HOMEPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα