Συνύπαρξη δεύτερης πρωτοπαθούς
νεοπλασίας στις ωοθήκες σε ασθενείς
με πρωτοπαθή καρκίνο της μήτρας


Κ. Δραγούμης1
Δ. Κελλαρτζής1
Μ.Α. Ζαφράκας1
Θ. Μίκος1
I Βενιζέλος2
Ι. Μπόντης1


1 Α' Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική Α.Π.Θ., Ιπποκράτειο Γ.Π.Ν.Θ.
2 Εργαστήριο Παθολογικής Ανατομικής, Ιπποκράτειο Γ.Π.Ν.Θ.
Αλληλογραφία: Κ. Δραγούμης Α' Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική Α.Π.Θ. Ιπποκράτειο Γ.Π.Ν.Θ. Κωνσταντινουπόλεως 49 54642 Θεσσαλονίκη Τηλ.: 2310-892114
Κατατέθηκε 18/2/2003, Εγκρίθηκε 12/3/2003

Περίληψη
Σκοπός: O σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν ο καθορισμός της συχνότητας των δεύτερων πρωτοπαθών νεοπλασιών στις ωοθήκες σε μια ομάδα ασθενών με πρωτοπαθή κακοήθη νεοπλασία της μήτρας, η ανάλυση των κλινικών και ιστολογικών χαρακτηριστικών αυτών των περιπτώσεων και η αξιολόγησή τους αναφορικά με τη διάγνωση, τη σταδιοποίηση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση.
Υλικό και Μέθοδοι: Μελετήθηκαν αναδρομικά τα κλινικά και παθολογοανατομικά στοιχεία από 172 ασθενείς με πρωτοπαθή κακοήθη νεοπλασία της μήτρας, που αντιμετωπίστηκαν στην κλινική μας κατά την περίοδο 1985-2001.
Αποτελέσματα: Για 151 από τις 172 ασθενείς με πρωτοπαθή κακοήθη νεοπλασία της μήτρας υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να συμπεριληφθούν στη μελέτη. Σε 12 από τις 151 ασθενείς βρέθηκαν στοιχεία κακοήθειας στις ωοθήκες (7,9%). Σε 4 ασθενείς (2,6%) τα ιστολογικά ευρήματα συνηγορούσαν υπέρ της μεταστάσεως του πρωτοπαθούς αδενοκαρκινώματος του ενδομητρίου στις ωοθήκες. Σε άλλες 4 περιπτώσεις (2,6%) αναγνωρίστηκε επέκταση του πρωτοπαθούς σαρκώματος της μήτρας στις ωοθήκες. Στις υπόλοιπες 4 περιπτώσεις (2,6%) συνυπήρχε πρωτοπαθές αδενοκαρκίνωμα του ενδομητρίου με: α) κυσταδενοκαρκίνωμα της ωοθήκης σε δύο περιπτώσεις, β) ίνωμα-θήκωμα της ωοθήκης σε μία, και γ) όγκο της ωοθήκης οριακής κακοήθειας (borderline) σε μία περίπτωση.
Συμπεράσματα: Η συνύπαρξη διαφορετικών πρωτοπαθών νεοπλασιών στη μήτρα και στις ωοθήκες ήταν σπάνια στην ομάδα των ασθενών που μελετήσαμε. Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρχε συνδυασμός του καρκίνου του ενδομητρίου με κάποια ωοθηκική κακοήθη ή καλοήθη νεοπλασία. Τα ευρήματα αυτά συμφωνούν με τα δεδομένα της διεθνούς βιβλιογραφίας. Η διάγνωση δύο πρωτοπαθών νεοπλασιών στη μήτρα και στις ωοθήκες βασίζεται στην ιστολογική εξέταση. Η σταδιοποίηση των ασθενών γίνεται για κάθε νεόπλασμα χωριστά και το ίδιο ισχύει, κατά το δυνατό, και για την περαιτέρω αντιμετώπιση των ασθενών αυτών.

Όροι ευρετηρίου: Ταυτόχρονες πρωτοπαθείς νεοπλασίες μήτρας και ωοθηκών, διάγνωση, σταδιοποίηση, θεραπευτική αντιμετώπιση.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η συνύπαρξη περισσότερων της μίας πρωτοπαθών νεοπλασιών στο γυναικείο γεννητικό σύστημα είναι σχετικά σπάνια και υπολογίζεται σε 1% έως 6% του συνόλου. Η συνύπαρξη κάποιας πρωτοπαθούς ωοθηκικής νεοπλασίας σε ασθενείς με πρωτοπαθή καρκίνο του ενδομητρίου αποτελεί το συχνότερο συνδυασμό πολλαπλών πρωτοπαθών νεοπλασιών, με συχνότητα 2-8,5% στις διάφορες σειρές ασθενών.(1,2)
Η αιτιοπαθογένεια της συνύπαρξης δύο διαφορετικών πρωτοπαθών νεοπλασιών στις ωοθήκες και στο ενδομήτριο δεν είναι γνωστή και έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες σχετικά με το θέμα αυτό. Με βάση την κοινή εμβρυολογική προέλευση της επιφάνειας των ωοθηκών, των σαλπίγγων, του τραχήλου και του ενδομητρίου, και την ομοιότητα των μορφολογικών μεταβολών που παρατηρούνται σε αυτούς τους ιστούς κάτω από ορισμένες συνθήκες, όπως για παράδειγμα κατά την κύηση, έχει χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή τους διεθνώς ο όρος «εκτεταμένο Μυλλεριανό σύστημα». Με βάση τα παραπάνω, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η επίδραση ενός καρκινογόνου παράγοντα θα προκαλέσει κακοήθη εξαλλαγή τόσο στο ενδομήτριο όσο και στην ωοθήκη.(2-5) Μία εναλλακτική υπόθεση είναι ότι η συνύπαρξη δύο διαφορετικών πρωτοπαθών νεοπλασιών στο ενδομήτριο και στην ωοθήκη αντιπροσωπεύει τη μεταπλασία δύο ιστολογικά και εμβρυολογικά παρόμοιων ιστών.(2,6) Επίσης, είναι πιθανό και τα οιστρογόνα να παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση δύο διαφορετικών πρωτοπαθών νεοπλασιών στο ενδομήτριο και στις ωοθήκες.(2)
Η ανεύρεση δύο διαφορετικών νεοπλασιών, μία στη μήτρα και μία στις ωοθήκες, δημιουργεί μια σειρά προβλημάτων ως προς τη διάγνωση, τη σταδιοποίηση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση. Ως προς τη διάγνωση συχνά εγείρονται τα παρακάτω ερωτήματα: Πρόκειται για δύο διαφορετικές πρωτοπαθείς νεοπλασίες, μιας από κάθε όργανο, ή πρόκειται για έναν μόνο πρωτοπαθή όγκο στο ένα όργανο ο οποίος έχει επεκταθεί και στο άλλο; Με βάση ποια κριτήρια μπορούμε να απαντήσουμε στο προηγούμενο ερώτημα, δηλαδή με βάση ποια κριτήρια μπορούμε να διαχωρίσουμε την περίπτωση των δύο διαφορετικών πρωτοπαθών νεοπλασιών από την περίπτωση της μίας και μόνης πρωτοπαθούς νεοπλασίας με μεταστατική επέκταση; Ως προς τη σταδιοποίηση εύλογο είναι το ερώτημα «πώς ακριβώς θα γίνει η σταδιοποίηση»; Θα γίνει σταδιοποίηση για τον έναν μόνο από τους δύο όγκους, θα γίνει ξεχωριστά και για τους δύο ή υπάρχει κάποιος ειδικός τρόπος σταδιοποίησης για τέτοιες περιπτώσεις; Τέλος, ως προς τη θεραπευτική αντιμετώπιση «ποια ακριβώς στρατηγική θα πρέπει να ακολουθηθεί»;
Η παρούσα μελέτη κρίθηκε απαραίτητη αρχικά για να καθοριστεί η συχνότητα των δεύτερων πρωτοπαθών νεοπλασιών στις ωοθήκες σε μια σειρά ασθενών με κακοήθη νεοπλασία στη μήτρα, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν και παρακολουθήθηκαν από την κλινική μας. Επιπρόσθετος στόχος μας ήταν η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα αναφορικά με τη διάγνωση, τη σταδιοποίηση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών, με βάση τα δεδομένα από τη διεθνή βιβλιογραφία.

ΥΛΙΚO ΚΑΙ ΜΕΘOΔOΙ
Μελετήθηκαν αναδρομικά τα κλινικά και τα παθολογοανατομικά στοιχεία από 172 ασθενείς με πρωτοπαθή καρκίνο της μήτρας, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν και στη συνέχεια παρακολουθήθηκαν από την ΑΥ Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο Ιπποκράτειο Γ.Π.Ν.Θ., κατά την περίοδο 1985-2001.
Το μείζον κριτήριο ώστε οι ωοθηκικοί όγκοι σε ασθενείς με καρκίνο της μήτρας να θεωρηθούν ως δεύτεροι πρωτοπαθείς όγκοι των ωοθηκών ήταν η διαφορετική ιστολογική εικόνα. Επιπροσθέτως, σε όλες τις περιπτώσεις υπήρχαν και τα παρακάτω χαρακτηριστικά: α) και οι δύο όγκοι ήταν περιορισμένοι ο καθένας σε ένα όργανο, ένας στην ωοθήκη και ένας στη μήτρα, β) δεν υπήρχε άμεση επέκταση από τον έναν όγκο στον άλλο, γ) δεν υπήρχαν έμβολα καρκινικών κυττάρων στα λεμφαγγεία και στα αιμοφόρα αγγεία, και δ) δεν υπήρχαν απομακρυσμένες μεταστάσεις.

ΑΠOΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Από τις 172 ασθενείς με πρωτοπαθή καρκίνο της μήτρας αξιολογήθηκαν οι 151. Σε 12 από τις 151 ασθενείς βρέθηκαν στοιχεία κακοήθειας στις ωοθήκες (7,9%).
1. Σε 4 ασθενείς (2,6%) η ιστολογική εικόνα συνηγορούσε υπέρ των μεταστάσεων του πρωτοπαθούς αδενοκαρκινώματος του ενδομητρίου στις ωοθήκες.
2. Σε άλλες 4 περιπτώσεις (2,6%) υπήρχε επέκταση του πρωτοπαθούς σαρκώματος της μήτρας στις ωοθήκες.
3. Στις υπόλοιπες 4 περιπτώσεις (2,6%) συνυπήρχε πρωτοπαθές αδενοκαρκίνωμα του ενδομητρίου με: α) κυσταδενοκαρκίνωμα της ωοθήκης σε δύο περιπτώσεις, β) ίνωμα-θήκωμα της ωοθήκης σε μία περίπτωση και γ) όγκο της ωοθήκης οριακής κακοήθειας (borderline) σε μία περίπτωση.
Τα κλινικοπαθολογοανατομικά στοιχεία από τις 4 ασθενείς με τις δύο πρωτοπαθείς νεοπλασίες στο ενδομήτριο και στις ωοθήκες παρουσιάζονται συνοπτικά στον πίνακα 1. Η μέση ηλικία των 4 ασθενών με δεύτερη πρωτοπαθή νεοπλασία στις ωοθήκες ήταν 64 έτη (εύρος 53-72 έτη). Όλες οι ασθενείς με τις δύο πρωτοπαθείς νεοπλασίες είχαν τόσο αδενοκαρκίνωμα του ενδομητρίου όσο και νεόπλασμα των ωοθηκών σταδίου Ι κατά Figo και χαμηλού ως μέτριου βαθμού διαφοροποίησης (Grade I-II).
Όλες οι ασθενείς με δύο πρωτοπαθείς νεοπλασίες στο ενδομήτριο και στις ωοθήκες αντιμετωπίστηκαν με κοιλιακή ολική υστερεκτομή μετά των εξαρτημάτων. Σε μία ασθενή με μακροσκοπικά εμφανή νόσο από τις ωοθήκες έγινε και επιπλεκτομή. Σε όλες τις ασθενείς χορηγήθηκε μετεγχειρητικά προγεσταγόνο (Farlutal) (μία ασθενής διέκοψε λόγω Σ.Δ.), ενώ: α) η ασθενής με αδενοκαρκίνωμα του ενδομητρίου σταδίου ΙC υποβλήθηκε σε μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία και β) η ασθενής με ωοθηκικό καρκίνωμα σταδίου IC αρνήθηκε να υποβληθεί σε χημειοθεραπεία, αν και της έγινε τέτοια σύσταση.

ΣYZHTHΣΗ
Η συνύπαρξη δύο διαφορετικών πρωτοπαθών νεοπλασιών στη μήτρα και στις ωοθήκες ήταν σπάνια στην ομάδα των ασθενών που μελετήσαμε. Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρχε συνδυασμός του καρκίνου του ενδομητρίου με κάποια ωοθηκική κακοήθη ή καλοήθη νεοπλασία. Η συχνότητα αυτού του συνδυασμού ήταν 2,6%. Αυτό το ποσοστό βρίσκεται σε συμφωνία με τα δεδομένα της διεθνούς βιβλιογραφίας, σύμφωνα με τα οποία η συχνότητα στις διάφορες σειρές ασθενών ανέρχεται στο 2-8,5%.(1,2)
H ηλικία των ασθενών μας, οι οποίοι είχαν δύο διαφορετικά πρωτοπαθή νεοπλάσματα, ήταν μεγαλύτερη των 60 ετών. Επίσης, και στη σειρά των Castro et al η μέση ηλικία των ασθενών ήταν σχετικά υψηλή (64,2 έτη).(1,2,7-15) Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ότι στη σειρά των ασθενών των Evans-Metcalf et al(16) η συχνότητα της συνύπαρξης δεύτερης πρωτοπαθούς νεοπλασίας στις ωοθήκες ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη σε ασθενείς νεώτερες των 45 ετών από ό,τι σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας (4 στις 37 έναντι 5 στις 226 ή 11% έναντι 2%). Παρόλα αυτά, η ηλικία δεν αποτελούσε ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για τη συνύπαρξη δεύτερης πρωτοπαθούς νεοπλασίας στις ωοθήκες.(16,17)
Η ανεύρεση δεύτερης πρωτοπαθούς νεοπλασίας στις ωοθήκες σε ασθενείς με καρκίνο του ενδομητρίου περιπλέκεται από το γεγονός ότι οι ωοθήκες αντιπροσωπεύουν ένα πιθανό όργανο μετάστασης του καρκίνου του ενδομητρίου. Έχουν προταθεί διάφορα κριτήρια για τη διαφορική διάγνωση των πρωτοπαθών από τους δευτεροπαθείς όγκους των ωοθηκών.(1,8,9,18) Όγκοι με διαφορετική ιστολογική εικόνα είναι πιθανότατα και ξεχωριστοί πρωτοπαθείς όγκοι. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος των περιπτώσεων που έχουν αναφερθεί σε διάφορες μελέτες. Πολλές, αν όχι όλες, οι ασθενείς που περιλήφθηκαν σε αυτές τις σειρές ασθενών μπορεί να είχαν απλώς μεταστάσεις από το ενδομήτριο.(1-4,7-15)
Εκτός από το μείζον κριτήριο της διαφορετικής ιστολογικής εικόνας, έχουν χρησιμοποιηθεί και άλλα, ελάσσονα, κριτήρια:(7-9) α) και οι δύο όγκοι ήταν περιορισμένοι ο καθένας σε ένα όργανο, ένας στην ωοθήκη και ένας στο ενδομήτριο, β) δεν υπήρχε άμεση επέκταση από τον έναν όγκο στον άλλο, γ) δεν υπήρχαν έμβολα καρκινικών κυττάρων στα λεμφαγγεία και στα αιμοφόρα αγγεία, δ) δεν υπήρχε διήθηση του μυομητρίου ή αυτή ήταν μόνο επιφανειακή, και ε) δεν υπήρχαν απομακρυσμένες μεταστάσεις.
Αν και ο αριθμός των ασθενών μας που εμφάνισε ταυτόχρονα δύο πρωτοπαθείς νεοπλασίες, μία στη μήτρα και μία στις ωοθήκες, είναι μικρός, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συχνότερος ιστολογικός τύπος της πρωτοπαθούς ωοθηκικής νεοπλασίας ήταν το κυσταδενοκαρκίνωμα. Σε παλαιότερες μελέτες, ο πιο κοινός ιστολογικός τύπος στις ωοθήκες ήταν οι ενδομητριοειδείς όγκοι, αλλά σε αυτές τις μελέτες είχαν περιληφθεί και όγκοι με παρόμοια ιστολογική εικόνα, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, θα μπορούσε να αποτελούν μεταστάσεις από το ενδομήτριο. Στη σειρά των Castro et al(1) οι πιο συχνοί ιστολογικοί τύποι στις ωοθήκες ήταν τα βλεννώδη και τα ορώδη κυσταδενοκαρκινώματα, όπως και στη δική μας ομάδα ασθενών.
Στην παρούσα μελέτη δεν ανεβρέθηκαν πρωτοπαθείς κοκκιοκυτταρικοί όγκοι στις ωοθήκες που να συνυπάρχουν με πρωτοπαθή καρκίνο του ενδομητρίου. Σε παλαιότερες μελέτες είχαν αναφερθεί μόνο 3 περιπτώσεις κοκκιοκυτταρικών όγκων των ωοθηκών (2 αναφέρθηκαν από τους Castro et al και μία παλαιότερα).(1,2) Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, αφού σε μια σειρά 198 ασθενών με ωοθηκικούς κοκκιοκυτταρικούς όγκους στο 6% συνυπήρχε και καρκίνωμα του ενδομητρίου.(19)
Στη δική μας σειρά ασθενών, σε μία από τις 4 περιπτώσεις συνύπαρξης δύο πρωτοπαθών νεοπλασιών στη μήτρα και στις ωοθήκες υπήρχε ωοθηκικός όγκος οριακής κακοήθειας (borderline). Στη μελέτη των Castro et al. 4 ασθενείς με καρκίνο του ενδομητρίου εμφάνισαν ωοθηκικούς όγκους οριακής κακοήθειας, κάτι που δεν είχε παρατηρηθεί σε παλαιότερες μελέτες, ενώ σε μία σειρά 94 ασθενών με ωοθηκικούς όγκους οριακής κακοήθειας υπήρχε και καρκίνωμα του ενδομητρίου στο 3,2% των ασθενών.(1,20)
Επίσης, σε μία από τις 4 περιπτώσεις συνύπαρξης δύο πρωτοπαθών νεοπλασιών στη μήτρα και στις ωοθήκες υπήρχε στην ωοθήκη ίνωμα-θήκωμα. Στη μελέτη των Evans-Metcalf et al, οι δεύτεροι πρωτοπαθείς όγκοι των ωοθηκών σε ασθενείς μικρότερες των 45 ετών είχαν διαφορετική ιστολογική εικόνα από ό,τι σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας. Ειδικότερα, στις νεώτερες ασθενείς υπήρχαν δύο περιπτώσεις θηκώματος, τα οποία μπορεί να σχετίζονταν με το καρκίνωμα του ενδομητρίου λόγω της παραγωγής οιστρογόνων.(16)
Η σταδιοποίηση των ασθενών με δύο ταυτόχρονες κακοήθεις νεοπλασίες γίνεται για κάθε νεόπλασμα ξεχωριστά. Τόσο οι όγκοι του ενδομητρίου όσο και οι όγκοι των ωοθηκών στις ασθενείς μας με δύο ταυτόχρονες πρωτοπαθείς νεοπλασίες ήταν χαμηλού σταδίου κατά Figo και με καλή ως μέτρια διαφοροποίηση. Oι περιπτώσεις με συνύπαρξη δύο διαφορετικών πρωτοπαθών όγκων στο ενδομήτριο και στις ωοθήκες φαίνεται να αποτελεί, από άποψη πρόγνωσης, μία διαφορετική οντότητα, με καλύτερη πρόγνωση από ό,τι η ύπαρξη ενός μόνο πρωτοπαθούς όγκου σε κάθε όργανο. Στις περιπτώσεις αυτές η ευνοϊκή κλινική έκβαση μπορεί να οφείλεται στην πρώιμη διάγνωση της νόσου στις ωοθήκες.(9)
Σε αντίθεση με τις μέχρι τότε μελέτες, οι Castro et al παρατήρησαν ότι οι ασθενείς με δύο πρωτοπαθείς νεοπλασίες του ενδομητρίου και των ωοθηκών είχαν καλή έκβαση, με ποσοστό επιβίωσης 73,3-100%(1,2,7,10,14,15) Το καρκίνωμα του ενδομητρίου προκαλεί συνήθως συμπτώματα στα αρχικά στάδια, με αποτέλεσμα ο καρκίνος των ωοθηκών πιθανότατα να διαγνώστηκε σχετικά νωρίς στις περιπτώσεις που συνυπήρχε με πρωτοπαθή καρκίνο του ενδομητρίου.(9) Στην ίδια μελέτη των Castro et al ο μόνος παράγοντας που σχετιζόταν άμεσα με την έκβαση ήταν το στάδιο της νόσου. Καμία από τις ασθενείς με στάδιο Ι από τις ωοθήκες και στάδιο Ι από το ενδομήτριο δεν εμφάνισε υποτροπή.(1)
O κίνδυνος λανθάνουσας κακοήθους νόσου στις ωοθήκες, είτε από μεταστάσεις είτε από την ύπαρξη δεύτερου πρωτοπαθούς κακοήθους νεοπλασίας, αν και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, δεν είναι μηδενικός και έτσι στις περιπτώσεις καρκίνου του ενδομητρίου είναι απαραίτητη η ολική υστερεκτομή με τα εξαρτήματα. Δεδομένου ότι ο αριθμός των περιπτώσεων συνύπαρξης δύο διαφορετικών πρωτοπαθών νεοπλασιών στο ενδομήτριο και στις ωοθήκες είναι μικρός, και δεδομένης της ποικιλίας των τρόπων θεραπευτικής αντιμετώπισης που έχουν χρησιμοποιηθεί, είναι αδύνατο να καθοριστεί ένας συγκεκριμένος τρόπος θεραπευτικής αντιμετώπισης. Η πολύ καλή έκβαση των όγκων μικρού σταδίου και καλής διαφοροποίησης που αντιμετωπίστηκαν μόνο χειρουργικά δείχνει ότι αυτή η θεραπευτική προσέγγιση είναι αρκετή. Ασθενείς με περισσότερο προχωρημένη νόσο και χαμηλού βαθμού διαφοροποίηση θα πρέπει να αντιμετωπίζονται εξατομικευμένα και κατά τον τρόπο που αρμόζει και για τους δύο όγκους, βάσει του σταδίου, της ιστολογικής εικόνας και του βαθμού διαφοροποίησης, με προσοχή ώστε η θεραπευτική αντιμετώπιση του ενός να μην επηρεάζει αρνητικά την αντιμετώπιση του άλλου.(1)

Summary
Dragoumis K, Kellartzis D, Zafrakas M, Mikos T, Venizelos I, Bontis I.
The coexistence of a secondary ovarian primary tumor in patients with uterine concer.
Hellen Obstet Gynecol 15(2):145-149, 2003
Objective: The objective of the present study was to determine the frequency of a second primary neoplasia in the ovaries in a group of patients with primary malignant neoplasia of the uterus, to analyze the clinical and histological characteristics, and to evaluate these cases in respect to diagnosis, staging and therapeutic management.
Materials and Methods: Τhe clinical and pathological data from 172 patients with primary malignant neoplasia of the uterus, treated in our department between 1985 and 2001, have been studied retrospectively.
Results: For 151 out of 172 patients with primary malignant neoplasia of the uterus there were enough data in order to be included in the study. Signs of malignancy were found in 12 out of 151 patients (7,9%). In 4 patients (2,6%) the histological findings suggested ovarian metastases from primary endometrial adenocarcinoma. In another 4 cases (2,6%) there was extension of primary uterine sarcoma to the ovaries. In the 4 remaining cases (2,6%) primary endometrial adenocarcinoma coexisted with: a) ovarian cystadenocarcinoma in two cases, b) ovarian fibroma-thecoma in one case, and c) an ovarian tumour of borderline malignancy in one case.
Conclusions: Coexistence of distinct primary neoplasias in the uterus and the ovaries was rare in the group of patients we studied. In all cases there was coexistence of endometrial cancer with a malignant or benign ovarian neoplasia. These findings are consistent with relevant data from the literature. Diagnosis of two primary malignancies in the uterus and the ovaries is based on histological examination. Staging is distinct for each neoplasm, and if possible, so should further treatment be.

Key words: Synchronous primary neoplasias of the uterus and the ovaries, diagnosis, staging, therapeutic management.

ΒΙΒΛΙOΓΡΑΦΙΑ
1. Castro IM, Connell PP, Waggoner S, Rotmensch J, Mundt AJ. Synchronous ovarian and endometrial malignancies. Am J Clin Oncol 2000; 23(5):521-525.
2. Ayhan A, Yalcin …T, Tuncer ZS, GŸrgan T, KŸcŸkah T. Synchronous primary malignancies of the female genital tract. Eur J Obstet Gynecol Reprod Biol 1992; 45:63-66.
3. Prat J, Matias-Guiu X, Barreto J. Simultaneous carcinoma involving the endometrium and the ovary. A clinicopathologic, immunohistochemical, and DNA flow cyometric study of 18 cases. Cancer 1991; 68;2455-2459.
4. Eisner RF, Nieberg RK, Berek JS. Synchronous primary neoplasms of the female reproductive tract. Gynecol Oncol 1989; 33:335.
5. Woodruff JD, Solomon D, Sullivant H. Multifocal disease in the upper genital canal. Obstet Gynecol 1985; 65:965.
6. Laughan S. The secondary mullerian system. Obstet Gynecol Surv. 1972; 27:133.
7. Eifel P, Hendrickson M, Ross J, Ballon S, Mantinez A, Kempson R. Simultaneous presentation of carcinoma involving the ovary and endometrium. Cancer 1982; 50:163-170.
8. Ulbright TM, Roth LM. Metastatic and independent cancers of the endometrium and ovary: a clinicopathological study of 34 cases. Hum Pathol 1985; 16:28-34.
9. Sheu B-C, Lin H-H, Chen C-K, Chao K-H, Shun C-T, Huang S-C. Synchronous primary carcinomas of the endometrium and ovary. Int J Gyn Obstet 1995; 51:141-146.
10. Choo YC, Naylor B. Multiple primary neoplasms of the ovary and uterus. Int J Gynaecol Obstet 1982; 20:237-234.
11. Zaino RJ, Unger ER, Whitney C. Synchronous carcinomas of the uterine corpus and ovary. Gynecol Oncol 1984; 19:329-335.
12. Jambhekar NA, Sampat MB. Simultaneous endometrioid carcinoma of the uterine corpus and the ovary: A clinicopathologic study of 15 cases. J Surg Oncol 1988; 37:2023-2028.
13. Piura B, Glezerman A. Synchronous carcinoma of the endometrium and ovary. Gynecol Oncol 1989; 33:261-264.
14. Pearl ML, Johnston CM, Frank TS. Synchronous dual primary ovarian and endometrial carcinomas. Int J Gynecol Obstet 1993; 43:305-312.
15. Falkenberry SS, Steinhoff MM, Gordinier M. Synchronous endometrial tumours of the ovary and endometrium. A clinicopathologic study of 22 cases. J Reprod Med 1996; 41:713-718.
16. Evans-Metcalf ER, Brooks SE, Reale FR, Baker SP. Profile of women 45 years of age and younger with endometrial cancer. Obstet Gynecol 1998; 91:349-354.
17. Helzlsouer KJ, Alberg AJ, Gordon GB, Longcope C, Bush TL, Hoffman SC. Serum gonadotropins and steroid hormones and the development of ovarian cancer. JAMA 1995; 274:1926-1930.
18. Waren S, Gates O. Multiple primary malignant tumours. Am J Cancer 1932; 16:1358-1414.
19. Bjšrkholm E, Silfversward C. Prognostic factors in granulosa-cell tumors. Gynecol Oncol 1981; 17:261-274.
20. Chambers JT, Merino MJ, Kohom EI. Borderline ovarian tumours. Am J Obstet Gynecol 1988; 159:1088-1094.




 

ΗΟΜΕPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα