Οιστρογόνα και προγεσταγόνα
στην ορμονική αντισύλληψη


ΔΓ. Γουλής[1]
Ι. Παπαδήμας[2]

[1]Επιμελητής Ενδοκρινολογικής Κλινικής, ΓΝΘ "Ιπποκράτειο", Θεσσαλονίκη
[2]Καθηγητής Ενδοκρινολογίας - Ενδοκρινολογίας Αναπαραγωγής, Μονάδα Ενδοκρινολογίας Αναπαραγωγής, Α' Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
Αλληλογραφία:
Δημήτριος Γ. Γουλής
Καλαβρύτων 5
55133 Θεσσαλονίκη
Τηλ 2310-480.636
e-mail: dgg30@otenet.gr
Κατατέθηκε: 03/09/03
Εγκρίθηκε: 30/11/03


Περίληψη
Τα αντισυλληπτικά που χορηγούνται από του στόματος (oral contraceptives - OC) αποτελούν μια αξιόπιστη μέθοδο αντισύλληψης. Τα OC ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες: τα δισκία που περιέχουν οιστρογόνο και προγεσταγόνο (συνδυασμένα δισκία) και τα δισκία που περιέχουν μόνο προγεσταγόνο. Τα συνδυασμένα OC διακρίνονται σε μονοφασικά δισκία που περιέχουν την ίδια δόση οιστρογόνου και προγεσταγόνου σε κάθε ένα από τα 21 δισκία που είναι ορμονικά ενεργά, και σε πολυφασικά δισκία που περιέχουν διαφορετικές δόσεις οιστρογόνου και προγεσταγόνου. Την τελευταία δεκαετία γίνεται μια συστηματική προσπάθεια για την ελάττωση των δόσεων τόσο των οιστρογόνων όσο και των προγεσταγόνων που περιέχονται στα OC (OC δεύτερης γενεάς), γεγονός που έχει οδηγήσει στην ελάττωση των ανεπιθύμητων ενεργειών και των επιπλοκών κυρίως από το καρδιαγγειακό σύστημα.

Όροι ευρετηρίου: Ορμονική αντισύλληψη, οιστρογόνα, προγεσταγόνα.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Τα αντισυλληπτικά που χορηγούνται από του στόματος (oral contraceptives - OC) αποτελούν μια αξιόπιστη μέθοδο αντισύλληψης, ενώ εμφανίζουν επιπρόσθετες δράσεις που δεν σχετίζονται με την αντισύλληψη. Την τελευταία δεκαετία γίνεται μια συστηματική προσπάθεια για την ελάττωση των δόσεων τόσο των οιστρογόνων όσο και των προγεσταγόνων που περιέχονται στα OC (OC δεύτερης γενεάς), γεγονός που έχει οδηγήσει στην ελάττωση των ανεπιθύμητων ενεργειών και των επιπλοκών κυρίως από το καρδιαγγειακό σύστημα. Τα σκευάσματα αυτά χρησιμοποιούνται σήμερα από μεγάλο αριθμό γυναικών. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (Food and Drug Administration - FDA) είχε θέσει στο παρελθόν ως ανώτερα ηλικιακά όρια για χορήγηση OC τα 35 έτη για τις καπνίστριες και τα 40 έτη για τις μη καπνίστριες. Τα ηλικιακά αυτά όρια καταργήθηκαν το 1989 όσον αφορά τις υγιείς γυναίκες που δεν καπνίζουν. Έτσι, τα OC σε αυτές τις γυναίκες μπορεί να χορηγούνται έως την εμμηνόπαυση.
Η ανασκόπηση αυτή θα καλύψει γενικά θέματα των OC όπως η φαρμακολογία, οι μηχανισμοί δράσης, οι αντενδείξεις, η αποτελεσματικότητα, οι αλληλεπιδράσεις και τα διαθέσιμα παρασκευάσματα. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες των OC συζητούνται σε άλλη ανασκόπηση αυτού του τεύχους.
2. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Η ανακάλυψη το 1938 ότι η προσθήκη μιας αιθυνιλικής ομάδας στο μόριο της οιστραδιόλης οδηγούσε τόσο στη δυνατότητα χορήγησης της ορμόνης από του στόματος, όσο και στην πολύ σημαντική αύξηση της οιστρογονικής δράσης αποτέλεσε σημαντική πρόοδο για τη βιοχημεία των στεροειδών. Η ουσία που παρασκευάσθηκε, η αιθυνιλική οιστραδιόλη, είναι το οιστρογόνο που χρησιμοποιείται πρακτικά σε όλα τα OC.
Πολύ σύντομα ανακαλύφθηκε ότι η προσθήκη μιας αιθυλενικής ομάδας στο μόριο της τεστοστερόνης οδηγούσε επίσης στη δυνατότητα χορήγησης και αυτής της ορμόνης από του στόματος (εθιστερόνη). Η απομάκρυνση ενός ατόμου άνθρακα από τη θέση C-19 της εθιστερόνης την μετέτρεψε από ανδρογόνο σε προγεσταγόνο. Αυτή η μετατροπή οδήγησε στην παραγωγή μιας νέας ομάδας προγεσταγόνων, τα παράγωγα της 19-νορτεστοστερόνης. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει προγεσταγόνα που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στα OC όπως η νορεθινδρόνη, η οξεική νορεθινδρόνη και η λεβονοργεστρέλη (πίνακας 1).
Όλα τα προγεσταγόνα που αποτελούν παράγωγα της τεστοστερόνης συνδέονται στον ανδρογονικό υποδοχέα και έχουν κάποιου βαθμού ανδρογονική δραστηριότητα (πίνακας 1). Οι ανεπιθύμητες μεταβολικές δράσεις των OC, όπως η ελάττωση των επιπέδων της HDL-χοληστερόλης στον ορό, είναι αποτέλεσμα των ανδρογονικών δράσεων των προγεσταγόνων. Τα νεότερα προγεσταγόνα έχουν ελαττωμένη ανδρογονική δράση, ωστόσο η ασφάλειά τους δεν έχει ακόμη αποδειχθεί.

3. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ
Τα OC εμφανίζουν διάφορους μηχανισμούς διαμέσου των οποίων εκδηλώνουν την αντισυλληπτική δράση τους. Ο πιο σημαντικός είναι η αναστολή της μεσοκυκλικής αιχμής των γοναδοτροπινών που προκαλείται από τα οιστρογόνα του δισκίου, με αποτέλεσμα την αναστολή της ωοθυλακιορρηξίας. Ο μηχανισμός αυτός αφορά τα συνδυασμένα OC, αλλά όχι και αυτά που περιέχουν μόνο προγεσταγόνο.
Ένας δεύτερος μηχανισμός αντισυλληπτικής δράσης είναι η καταστολή της έκκρισης των γοναδοτροπινών κατά τη διάρκεια της παραγωγικής φάσης του κύκλου, με αποτέλεσμα την αναστολή της ωρίμανσης των ωοθυλακίου. Ωστόσο, αρκετές γυναίκες παρά τη χρήση OC αναπτύσσουν ωοθυλάκια που περιέχουν 20 έως 35µg αιθυνιλικής οιστραδιόλης.(1)
¶λλοι οιστρογονικοί μηχανισμοί αντισυλληπτικής δράσης περιλαμβάνουν την καταστολή της ωοθηκικής παραγωγής των στεροειδών λόγω της καταστολής της έκκρισης των γοναδοτροπινών,(2) καθώς και την ελάττωση της απαντητικότητας της υπόφυσης στην εκλυτική ορμόνη των γοναδοτροπινών (GnRH).(3)
Στην αντισυλληπτική δράση των OC συμβάλλουν μηχανισμοί που σχετίζονται με τα προγεσταγόνα. Αυτοί περιλαμβάνουν: 1. μεταβολές στο ενδομήτριο που δυσχεραίνουν την εμφύτευση, 2. μεταβολές στην τραχηλική βλέννα που γίνεται λιγότερο διαπερατή στη διείσδυση των σπερματοζωαρίων και 3. μεταβολή της φυσιολογικής κινητικότητας και του περισταλτισμού των σαλπίγγων.

4. ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
Τα OC έχουν μια σειρά από απόλυτες και σχετικές αντενδείξεις χορήγησης. Οι απόλυτες αντενδείξεις περιλαμβάνουν:
· Ιστορικό θρομβωτικού επεισοδίου, εμβολικού επεισοδίου ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.
· Ιστορικό κακοήθους νεοπλασίας εξαρτώμενης από τα οιστρογόνα.
· Ενεργό ηπατικό νόσημα. Το τελευταίο αποτελεί αντένδειξη για δύο λόγους: Πρώτον, ο ηπατικός μεταβολισμός των OC μπορεί να διαταραχθεί όταν το ήπαρ νοσεί, και δεύτερον, μπορεί να υπάρξει επιδείνωση ενός ήπιου βαθμού ηπατικού νοσήματος σε περίπτωση χορήγησης υψηλών δόσεων οιστρογόνων.(4)
· Εγκυμοσύνη. Παρόλο που η τυχαία χορήγηση OC κατά τις πρώτες εβδομάδες της εγκυμοσύνης δεν έχει συσχετισθεί στην πλειοψηφία των μελετών με αύξηση των συγγενών ανωμαλιών, ορισμένες μελέτες αναφέρουν αύξηση των συγγενών ανωμαλιών του ουροποιητικού συστήματος.(5)
· Αδιευκρίνιστης αιτιολογίας αιμορραγία από το γεννητικό σύστημα.
· Υπερτριγλυκεριδαιμία.
· Γυναίκες μεγαλύτερες των 35 ετών που καπνίζουν περισσότερα από 15 τσιγάρα την ημέρα. Τα OC μπορούν να χορηγηθούν κατά περίπτωση σε μεγαλύτερες γυναίκες που καπνίζουν λιγότερα από 15 τσιγάρα την ημέρα.

Επιπρόσθετα, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των OC πρέπει να σταθμίζονται προσεκτικά πριν χορηγηθούν σε γυναίκες με μη ρυθμιζόμενη αρτηριακή υπέρταση, καθώς και σε γυναίκες που λαμβάνουν αντιεπιληπτικά φάρμακα. Ο σακχαρώδης διαβήτης δεν αποτελεί αντένδειξη χορήγησης OC, αλλά σε κάποιες γυναίκες θα χρειασθεί μικρή αύξηση της δόσης της ινσουλίνης.
Τα OC μπορούν να συνταγογραφηθούν με ασφάλεια μετά από την προσεκτική λήψη του ιστορικού και τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Μια σειρά από ελέγχους, όπως εξέταση των μαστών, εξέταση του τραχηλικού επιχρίσματος κατά Παπανικολάου και έλεγχος για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα θεωρούνται σημαντικές, αλλά όχι απαραίτητες παράμετροι πριν την πρώτη συνταγογράφηση ενός OC.(6)

5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Τα OC αποτελούν πολύ αποτελεσματική μέθοδο αντισύλληψης, όταν λαμβάνονται συστηματικά. Αν και θεωρητικά το ποσοστό αποτυχίας είναι 0,1%, στην πραγματικότητα το ποσοστό αποτυχίας κυμαίνεται στο 2-3% εξαιτίας της μη λήψεως δισκίων ή της αποτυχίας επανέναρξης της θεραπείας μετά το κενό διάστημα των επτά ημερών που μεσολαβεί ανάμεσα σε κάθε συσκευασία.

6. ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Ο μεταβολισμός των OC επιταχύνεται από όλα τα φάρμακα που αυξάνουν τη δραστηριότητα των μικροσωμιακών ηπατικών ενζύμων, όπως η φαινοβαρβιτάλη, η φαινυντοΐνη και η ριφαμπικίνη. Ως αποτέλεσμα, η αντισυλληπτική δράση των OC ενδέχεται να είναι μειωμένη σε γυναίκες που λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα.
Τα περισσότερα αντιβιοτικά δεν παρεμβαίνουν στον μεταβολισμό των οιστρογόνων. Κλασσική εξαίρεση αποτελεί η ριφαμπικίνη που ήδη αναφέρθηκε και σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις οι τετρακυκλίνες και τα παράγωγα της πενικιλίνης. Στις γυναίκες που φοβούνται αυτή την αλληλεπίδραση, καθώς και σε αυτές που στο παρελθόν εμφάνισαν αιμορραγία εκ διαφυγής (breakthrough bleeding) ή εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της συγχορήγησης OC και αντιβιοτικών, θα πρέπει να συζητείται η χρήση επιπρόσθετων μη ορμονικών αντισυλληπτικών μεθόδων.(7)
Το αντίθετο φαινόμενο, δηλαδή η επιβράδυνση του μεταβολισμού των OC, μπορεί να συμβεί με τα αντιμυκητιασικά σκευάσματα όπως η φθοριοκοναζόλη και να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα αιθυνιλικής οιστραδιόλης στον ορό.

7. ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Υπάρχουν δύο είδη OC: τα δισκία που περιέχουν τόσο οιστρογόνο όσο και προγεσταγόνο και αναφέρονται ως συνδυασμένα δισκία (combination pills), και τα δισκία που περιέχουν μόνο προγεσταγόνο γνωστά ως "mini-pills". Τα συνδυασμένα δισκία κυκλοφορούν στο εμπόριο σε συσκευασίες των 21 ή των 28 ημερών. Τα επτά τελευταία δισκία της συσκευασίας των 28 ημερών περιέχουν εικονικό φάρμακο (placebo), μια πρακτική που θεωρείται ότι αυξάνει τη συμμόρφωση των ασθενών, αν και το τελευταίο δεν έχει ποτέ αποδειχθεί. Τα δισκία που περιέχουν μόνο προγεσταγόνο συνταγογραφούνται σε σαφώς μικρότερη αναλογία.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι συνδυασμένων δισκίων. Τα μονοφασικά δισκία (monophasic pills) περιέχουν την ίδια δόση οιστρογόνου και προγεσταγόνου σε κάθε ένα από τα 21 δισκία που είναι ορμονικώς ενεργά. Γίνεται διαρκής προσπάθεια να μειωθεί η δόση των στεροειδών που χρησιμοποιούνται στα OC, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοφασικών δισκίων με χαμηλή περιεκτικότητα και στα δύο συστατικά. Τα OC περιείχαν αρχικά 80-100µg αιθυνιλικής οιστραδιόλης, ενώ τα νεότερα σκευάσματα περιέχουν στην πλειοψηφία τους 30-35µg. Τα δισκία που περιέχουν λιγότερα από 50µg αιθυνιλικής οιστραδιόλης αναφέρονται συμβατικά ως σκευάσματα χαμηλής περιεκτικότητας σε οιστρογόνο ("low-dose" pills).
Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και στην αρχή της δεκαετίας του 1980 σε μια προσπάθεια να μειωθεί ακόμη περισσότερο η συνολική δόση των στεροειδών, εισήχθησαν στο εμπόριο τα πολυφασικά δισκία ("multiphasic" preparations). Ένα κλασσικό διφασικό δισκίο περιέχει μια σταθερή δόση 35µg αιθυνιλικής οιστραδιόλης και μια αυξανόμενη δόση νορεθινδρόνης: 0,5mg για 10 ημέρες και 1,0mg για τις επόμενες 11 ημέρες. Τα τριφασικά σκευάσματα περιέχουν διάφορες δόσεις προγεσταγόνων ή συνδυασμού οιστρογόνων και προγεσταγόνων στη διάρκεια των 21 ημερών. Παραδείγματος χάριν, ένα τριφασικό δισκίο περιέχει σταθερή δόση οξεικής νορεθινδρόνης (1mg) και μια σταδιακά αυξανόμενη δόση αιθυνιλικής οιστραδιόλης (20µg κατά τις ημέρες 1 έως 5, 30µg κατά τις ημέρες 6 έως 12 και 35µg κατά τις ημέρες 13 έως 21), σε μια προσπάθεια να ελαχιστοποιηθούν οι ανεπιθύμητες ενέργειες των οιστρογόνων.(8)
Ένα άλλο παράδειγμα είναι ένα τριφασικό δισκίο που περιέχει 25μg αιθυνιλικής οιστραδιόλης με αυξανόμενες δόσεις δεσογεστρέλης (100, 125 και 150μg κατά τις ημέρες 1 έως 7, 8 έως 14 και 15 έως 21, αντίστοιχα). Σε γενικές γραμμές τα πολυφασικά σκευάσματα ελαττώνουν κατά τι τη συνολική δόση των στεροειδών του φύλου που χρησιμοποιούνται, χωρίς ωστόσο να έχουν καταγραφεί κλινικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τα μονοφασικά δισκία.
Η οξεική κυπροτερόνη είναι ένα προγεσταγόνο που ανταγωνίζεται τα ανδρογόνα στη σύνδεσή τους με τον υποδοχέα. Κυκλοφορεί στην Ελλάδα (Gynofen®) και στην Ευρώπη, αλλά όχι στις ΗΠΑ, ως συνδυασμένο OC αιθυνιλικής οιστραδιόλης και οξεικής κυπροτερόνης. Το σκεύασμα αυτό συνταγογραφείται συχνά σε γυναίκες με ακμή ή δασυτριχισμό, που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οφείλονται στο σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (polycystic ovarian syndrome - PCOS).
Σήμερα υπάρχουν διαθέσιμα αρκετά σκευάσματα που περιέχουν μόνο 20µg αιθυνιλικής οιστραδιόλης. Η κύρια ένδειξη χορήγησής τους είναι η περιεμμηνοπαυσιακή ηλικία, κατά την οποία είναι επιθυμητή η αντισύλληψη με τη χαμηλότερη δυνατή δόση οιστρογόνων. Τα σκευάσματα αυτά έχουν αρκετό οιστρογόνο για την ανακούφιση των αγγειοκινητικών συμπτωμάτων που παρουσιάζονται κατά την περιεμμηνοπαυσιακή περίοδο. Ένα όμως πρόβλημα που παρουσιάζουν οι περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που λαμβάνουν OC είναι η επανεμφάνιση των αγγειοκινητικών συμπτωμάτων και των μεταβολών της διάθεσης κατά τη διάρκεια των επτά ημερών που δεν λαμβάνεται οιστρογόνο.(9)
Ένα προγεσταγόνο με αμιγώς προγεσταγονική δράση θα ήταν ιδανική επιλογή, καθώς η ανδρογονική δράση δεν απαιτείται για την αντισύλληψη, αυξάνει τις ανεπιθύμητες ενέργειες και προάγει τις μεταβολικές επιπλοκές. Πρόσφατα έχει αναπτυχθεί μια νέα ομάδα προγεσταγόνων που περιλαμβάνει τη νοργεστιμάτη, τη δεσογεστρέλη και τη γεστοδένη. Αυτά τα νεότερα προγεσταγόνα είναι παράγωγα της 19-νορτεστοστερόνης, αλλά έχουν υποστεί δομικές μεταβολές που ελαττώνουν την ανδρογονική τους δράση. Η νοργεστιμάτη και η δεσογεστρέλη εμφανίζουν τη μικρότερη ανδρογονική δράση σε αυτή την ομάδα. Η σύνδεση των νεότερων προγεσταγόνων με τον ανδρογονικό υποδοχέα είναι χαλαρή, ενώ μικρή είναι και η επίδραση στα επίπεδα της σφαιρίνης που συνδέει τα στεροειδή του φύλου (sex hormone-binding globulin - SHBG).(10,11) Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλές μελέτες των νεότερων προγεσταγόνων ως μέτρο σύγκρισης χρησιμοποιήθηκε η λεβονοργεστρέλη,(12) που εμφανίζει τη μεγαλύτερη ανδρογονική δράση μεταξύ των παλαιότερων προγεσταγόνων.
Η αντισυλληπτική δράση των OC που περιέχουν ένα από τα νεότερα προγεσταγόνα, τα λεγόμενα OC τρίτης γενεάς, είναι εφάμιλλη αυτής των παλαιότερων σκευασμάτων. Επιπρόσθετα, όταν συγκρίνονται με τα δισκία που περιέχουν λεβονοργεστρέλη, τα νεότερα OC εμφανίζουν μικρότερη δράση όσον αφορά στον μεταβολισμό των υδατανθράκων και των λιπιδίων, ενώ είναι πιο αποτελεσματικά όσον αφορά στην ελάττωση της ακμής και του δασυτριχισμού σε γυναίκες με υπερανδρογοναιμία. Για τους λόγους αυτούς αποτελούν καλή επιλογή για τις γυναίκες που εμφανίζουν δυσανοχή ή μεταβολικές διαταραχές με τα παλιότερα OC.
Εκτός από αυτά τα δυνητικά πλεονεκτήματα, τα νεότερα OC έχουν γίνει αντικείμενο διχογνωμίας. Αρκετές μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες έχουν καταγράψει αυξημένο κίνδυνο εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και κάποιοι ερευνητές πιστεύουν ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται συστηματικά, αλλά μόνο κατά περίπτωση.(13) Μια παρόμοια αύξηση του κινδύνου έχει παρατηρηθεί σε γυναίκες που λαμβάνουν OC με οξεική κυπροτερόνη σε σχέση με αυτές που λαμβάνουν λεβονοργεστρέλη.(14)
Η δροσπιρενόνη είναι ένα νέο προγεσταγόνο παράγωγο της 17α-σπιρονολακτόνης που έχει τόσο προγεσταγονικές, όσο και αντιαλατοκορτικοειδικές δράσεις (πίνακας 1). Το Yasmin® είναι μονοφασικό OC με 30µg αιθυνιλικής οιστραδιόλης και 3mg δροσπιρενόνης και αποτελεί το πρώτο σκεύασμα στην ελληνική αγορά με αυτό το προγεσταγόνο. Σε μια τυχαιοποιημένη μελέτη, 900 γυναίκες έλαβαν για 26 μήνες είτε Yasmin®, είτε ένα σκεύασμα με την ίδια περιεκτικότητα σε οιστρογόνα αλλά με 150µg δεσογεστρέλης ως προγεσταγόνο. Τα δύο σκευάσματα επέδειξαν την ίδια αποτελεσματικότητα ως προς την αντισύλληψη, αλλά το βάρος του σώματος μειώθηκε σε σχέση με τη βασική τιμή στην ομάδα της δροσπιρενόνης, πιθανόν εξαιτίας της αντιαλατοκορτικοειδικής δράσης της.(15) Το σκεύασμα θα πρέπει να συνταγογραφείται με προσοχή στις γυναίκες που έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης υπερκαλιαιμίας, δεδομένης της κατακράτησης καλίου που προκαλεί η δροσπιρενόνη. Δεν υπάρχουν ακόμη συστηματικά δεδομένα για τις αντιανδρογονικές ιδιότητες του σκευάσματος αυτού.

8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
Συμπερασματικά, ο ιατρός που επιθυμεί να συνταγογραφήσει OC έχει σήμερα μια σειρά από επιλογές. Μια λογική προσέγγιση για τη γυναίκα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά ορμονική αντισύλληψη είναι η χορήγηση ενός μονοφασικού OC που περιέχει ένα προγεσταγόνο δεύτερης γενεάς όπως η νορεθινδρόνη, η οποία έχει πολύ χαμηλή ανδρογονική δράση. Ωστόσο, οι γυναίκες οι οποίες λαμβάνουν ήδη OC με τρίτης γενεάς προγεσταγόνο δεν απαιτείται να διακόψουν την αγωγή τους.(16) Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να αποφευχθεί η χορήγηση OC με ανδρογονική δράση σε γυναίκες με υπερανδρογοναιμία, καθώς είναι πιθανό να οδηγήσει σε επιδείνωση του δασυτριχισμού και της ακμής.

Summary
Goulis DG, Papadimas J.
Estrogen and progestogens in hormonal contracrption.
Hellen Obstet Gynecol 16(2):162-166, 2004

Oral contraceptives (OC) are a reliable form of contraception. There are two types of OC pills: combination pills that contain both estrogen and progestogen and the progestogen-only pill also referred to as the "mini-pill". Combination pills are divided into monophasic pills that contain the same dose of estrogen and progestin in each of the 21 hormonally active pills and polyphasic pills that have different doses of either estrogen or progestogen. The decrease in both estrogen and progestogen content in the last decade (so-called second generation OCs) has led to a reduction in both adverse effects and cardiovascular complications.

Key words: Hormonal contraception, estrogens, progestogens.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Crosignani PG, Tessta G, Vegetti W, Parazzini F. Ovarian activity during regular oral contraceptive use. Contraception 1996; 54:271.
2. Schwartz JL, Creinin MD, Pymar HC, Reid L. Predicting risk of ovulation in new starts oral contraceptive users. Obstet Gynecol 2002; 99:177.
3. Carr BR, Parker CR Jr, Madden JD, et al. Plasma levels of adrenocorticotropin and cortisol in women receiving oral contraceptive steroid treatment. J Clin Endocrinol Metab 1979; 49:346.
4. Hannaford PC, Kay CR, Vessey MP, et al. Combined oral contraceptives and liver disease. Contraception 1997; 55:145.
5. Li DK, Daling JR, Mueller BA, et al. Oral contraceptive use after conception in relation to the risk of congenital urinary tract anomalies. Teratology 1995; 51:30.
6. Stewart FH, Harper CC, Ellertson CE, et al. Clinical breast and pelvic examination requirements for hormonal contraception: current practice vs evidence. JAMA 2001; 285:2232.
7. Dickinson BD, Altman RD, Nielson NH, Sterling, ML. Drug interactions between oral contraceptives and antibiotics. Obstet Gynecol 2001; 98:853.
8. Rowan JP. "Estrophasic" dosing: a new concept in oral contraceptive therapy. Am J Obstet Gynecol 1999; 180:302.
9. Blumel JE, Castelo-Branco C, Binfa L, et al. A scheme of combined oral contraceptives for women more than 40 years old. Menopause 2001; 8:286.
10. Phillips A, Hon DW, McGuire JL. Preclinical evaluation of norgestimate, a progestin with minimal androgenic activity. Am J Obstet Gynecol 1992; 167:1191.
11. Goldzeiher JW, Fotherby K (eds), Pharmacology of the Contraceptive Steroids, Raven Press, New York 1994.
12. Speroff L, DeCherney A, and The Advisory Board for the New Progestins. Evaluation of a new generation of oral contraceptives. Obstet Gynecol 1993; 81:1034.
13. Vandenbroucke JP, Rosendaal FR. End of the line for "third-generation-pill" controversy? Lancet 1997; 349:1113.
14. Vasilakis-Scarmozza C, Jick H. Risk of venous thromboembolism with cyproterone or levonorgestrel contraceptives. Lancet 2001; 358:1427.
15. Foidart JM, Wuttke W, Bouw GM, Gerlinger C. A comparative investigation of contraceptive reliabi-lity, cycle control and tolerance of two monophasic oral contraceptives containing either drospirenone or desogestrel. Eur J Contracept Reprod Health Care 2000; 5:124.
16. Farmer RDT, Lawrenson RA, Thompson CR, et al. Population-based study of risk of venous thromboembolism associated with various oral contraceptives. Lancet 1997; 349:83.

 

 

 

 

HOMEPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα