Προσδιορισμός αντισωμάτων IgG και IgM
έναντι τοξοπλάσματος σε γυναίκες
αναπαραγωγικής ηλικίας

 

Α. Σιώχου[1]
Π. Τουπλικιώτη[2]
Μ. Παπαζαχαριάδου[3]

[1]Mικροβιολογικό Εργαστήριο (Θεσσαλονίκη),
[2]Τομέας λοιμωδών και παρασιτικών νοσημάτων Κτηνιατρικής Σχολής ΑΠΘ



Αλληλογραφία:
Α. Σιώχου
Καζάζη 31
55133 Καλαμαριά
e-mail: siochu@otenet.gr
Κατατέθηκε: 23/7/04
Εγκρίθηκε: 28/7/04



Περίληψη
Σκοπός: Ο προσδιορισμός του ορολογικού προφίλ γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης ως προς τα αντισώματα IgG και IgM έναντι της τοξοπλάσμωσης.
Υλικό και μέθοδος: Εξετάστηκαν 420 οροί γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, οι οποίες προσήλθαν σε μικροβιολογικό εργαστήριο της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια της τριετίας 2000-2003, στα πλαίσια προγεννητικού ελέγχου. Για τον προσδιορισμό τον IgG και IgM αντισωμάτων έναντι του παρασίτου T. gondii χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος ΜΕΙΑ (microparticles enzyme immune assay) στον αναλυτή AXSYM της εταιρείας Αbbott.
Αποτελέσματα: Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων διαπιστώθηκε ότι στις 96 (23%) των γυναικών που προσήλθαν για προγεννητικό έλεγχο ανιχνεύθηκαν IgG αντισώματα έναντι του παρασίτου T. gondii. Στις 8 (2%) γυναίκες ανιχνεύθηκαν ταυτόχρονα IgG και IgM αντισώματα. Σε καμιά από αυτές δεν ανιχνεύθηκαν μόνο IgM αντισώματα, ενώ οι 316 (75%) γυναίκες ήταν αρνητικές και στα ΙgG και στα ΙgM αντισώματα.
Συμπεράσματα: Η συνεχής παρακολούθηση και καταγραφή του επιπέδου των αντισωμάτων κατά του T. gondii σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις εγκύους, καθότι η τοξοπλάσμωση είναι μία από τις συχνότερες αιτίες συγγενούς λοίμωξης στον άνθρωπο. Επομένως, η λήψη κατάλληλων προληπτικών μέτρων είναι απαραίτητη για την αποφυγή της τοξοπλάσμωσης.

Όροι ευρετηρίου: Αντί-IgG-Toxo, αντί-IgM-Toxo, προγεννητικός έλεγχος.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η τοξοπλάσμωση είναι μια πολύ διαδεδομένη ζωοανθρωπονόσος, η οποία οφείλεται στο παράσιτο Toxoplasma gondii. Το T. gondii είναι ένα υποχρεωτικά ενδοκυττάριο παράσιτο, το οποίο προσβάλει κυρίως τις γάτες αλλά και άλλα αιλουροειδή ως τελικούς ξενιστές. Είναι ικανό να επηρεάσει μια ευρύτατη ποικιλία ενδιάμεσων ξενιστών όπως πουλιά, αμφίβια και θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου.(1)
Οι μολυσμένες γάτες ως τελικοί ξενιστές του παρασίτου αποβάλλουν ωοκύστες μέσω των κοπράνων, οι οποίες ωριμάζουν ταχύτατα στο έδαφος και μετατρέπονται σε εστίες μόλυνσης. Όταν απορροφώνται από ενδιάμεσους ξενιστές, όπως ο άνθρωπος, σχηματίζονται ταχυζωίτες, οι οποίοι πολλαπλασιάζονται ραγδαία και εξελίσσονται τελικά σε κύστεις που περιέχουν βραδύτερα αναπτυσσόμενους αλλά μολυσματικούς βραδυζωίτες.
Η μόλυνση στον άνθρωπο μπορεί να επίκτητη ή συγγενής. Στην επίκτητη μόλυνση ο άνθρωπος μπορεί να προσβληθεί από την τοξοπλάσμωση μέσω των κοπράνων της γάτας, από ατελώς ψημένο κρέας που έχει μολυνθεί με κύστεις ή από μολυσμένο νερό. Η επίκτητη τοξοπλάσμωση σε παιδιά, εφήβους και ενήλικες δεν είναι απειλητική για τη ζωή. Όμως η σοβαρότητά της εξαρτάται από την ανοσοβιολογική κατάσταση του ξενιστή.(2)
Οι περισσότερες περιπτώσεις τοξοπλάσμωσης είναι υποκλινικές, ενώ σε ένα μικρό ποσοστό παρατηρούνται συμπτώματα όπως πυρετός, πονοκέφαλος, λεμφαδενοπάθεια, ανορεξία, μυϊκή δυσκαμψία, ηπατοσπληνομεγαλία και περιστασιακά μυοκαρδίτιδα, μηνιγγοεγεφαλίτιδα καθώς και άλλα γενικά συμπτώματα.(3-8)
Η μετάδοση του παρασίτου μέσω του πλακούντα μπορεί να καταλήξει σε συγγενή τοξοπλάσμωση. Ο κίνδυνος μόλυνσης του εμβρύου αποτελεί συνάρτηση της ηλικίας της κύησης κατά την οποία προσεβλήθη μια οροαρνητική για αντισώματα κατά του T. gondii εγκυμονούσα. Η συγγενής τοξοπλάσμωση είναι ιδιαίτερα σοβαρή όταν η εγκυμονούσα προσβληθεί από το παράσιτο κατά τους πρώτους μήνες της κύησης.(9) Η συγγενής τοξοπλάσμωση προκαλεί σοβαρές γενικευμένες ή νευρολογικές διαταραχές στο 20-30% των βρεφών, τα οποία μολύνονται in utero. Περίπου το 10% των βρεφών παρουσιάζουν μόνο οφθαλμολογικά προβλήματα, ενώ το 70% είναι ασυμπτωματικά κατά τη γέννησή τους. Η διάγνωση της τοξοπλάσμωσης γίνεται με ορολογικές μεθόδους, κατά τις οποίες ανιχνεύονται αντισώματα IgG και IgM έναντι του Τ. gondii.
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να προσδιοριστεί το ορολογικό προφίλ γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης ως προς τα αντισώματα IgG και IgM έναντι της τοξοπλάσμωσης.

ΥΛΙΚΟ - ΜΕΘΟΔΟΣ
Εξετάστηκαν 420 οροί γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, οι οποίες προσήλθαν σε μικροβιολογικό εργαστήριο της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια της τριετίας 2000-2003, στα πλαίσια προγεννητικού ελέγχου.
Για τον προσδιορισμό των IgG και IgM αντισωμάτων έναντι του παρασίτου T. gondii χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος ΜΕΙΑ (microparticles enzyme immune assay) στον αναλυτή AXSYM της εταιρείας Αbbott. Κατά τον προσδιορισμό των IgM αντισωμάτων έγινε αδρανοποίηση του ρευματοειδούς παράγοντα με τη βοήθεια ρυθμιστικού διαλύματος.
Τιμές συγκέντρωσης ίσες ή μεγαλύτερες των 3IU/ml θεωρήθηκαν θετικές για το IgG αντίσωμα έναντι του Τ. gondii και ήταν ένδειξη λοίμωξης. Για τα IgM αντισώματα υπολογίστηκε μια ενδεικτική τιμή αντισωμάτων βάσει του λόγου του δείγματος προς τη μέση αποτίμηση ποιοτικού βαθμονομητή. Δείγματα με τιμές ίσες ή μεγαλύτερες του 0.6 θεωρήθηκαν θετικές ως προς το αντίσωμα IgM έναντι του Τ. gondii.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων διαπιστώθηκε ότι στις 96 (23%) γυναίκες που προσήλθαν για προγεννητικό έλεγχο ανιχνεύθηκαν IgG αντισώματα έναντι του παρασίτου T. gondii. Στις 8 (2%) γυναίκες ανιχνεύθηκαν ταυτόχρονα και IgG και IgM αντισώματα. Σε καμιά από αυτές δεν ανιχνεύθηκαν μόνο IgM αντισώματα, ενώ οι 316 (75%) γυναίκες ήταν αρνητικές και στα ΙgG και στα ΙgM αντισώματα (πίνακας 1).

ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Η ανίχνευση των αντισωμάτων έναντι του Τ. gondii σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας ποικίλει ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή, τις κλιματολογικές συνθήκες, το βιοτικό επίπεδο και τις διατροφικές συνήθειες του γενικού πληθυσμού.(10)
Αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι περίπου το 25% των ενηλίκων στη Μ. Βρετανία, στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες έχει μολυνθεί ή έχει νοσήσει από τοξοπλάσμωση.(1) Στην ηπειρωτική Ευρώπη τα ποσοστά αυτά είναι πολύ μεγαλύτερα και κυμαίνονται μεταξύ 50-80%.(11.12)
Σε μελέτες που έγιναν σε διάφορες χώρες σε εγκύους διαπιστώθηκαν ποσοστά οροθετικών εγκύων γυναικών από 6,1% έως και 70% (Νορβηγία 10.9%, Στοκχόλμη 6.1%, Λονδίνο 18.8%, Φιλανδία 20.3%, Ν. Υόρκη 32%, Παρίσι 70%).(13-16)
Σε πρόσφατες μελέτες στην Ελλάδα (Καβάλα, Ηράκλειο, Αχαΐα) ανιχνεύθηκαν σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας αντισώματα IgG κατά του T. gondii από 22.8% έως 34.5%, και αντισώματα IgG και IgM από 0.7% έως 1.75%.(17-19) Στην παρούσα μελέτη ανιχνεύθηκαν IgG αντισώματα κατά του T. gondii στο 23% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, οι οποίες προσήλθαν για προγεννητικό έλεγχο, ενώ στο 2% ανιχνεύθηκαν ταυτόχρονα και IgG και IgM αντισώματα. Η διαφορά των αποτελεσμάτων στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας μπορεί να οφείλεται στη χρήση διαφορετικών αντιγονικών τύπων κατά τη διαδικασία του εργαστηριακού προσδιορισμού.
Σε σχέση με τα αποτελέσματα ερευνών σε άλλες χώρες, τα ποσοστά αντισωμάτων κατά του T. Gondii, τα οποία ανιχνεύονται στην Ελλάδα, τόσο στην παρούσα μελέτη όσο και σε προγενέστερες, παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές. Έτσι, στη Γαλλία, το 1995, το ποσοστό των οροθετικών γυναικών ανερχόταν στο 54.3%, ενώ στη Βραζιλία από 32.4% έως 77.7%.(20) Αυτή η μεγάλη διαφορά θα μπορούσε να οφείλεται στις διαφορετικές συνήθειες του Ελληνικού πληθυσμού σε σχέση με αυτές των άλλων λαών της Ευρώπης και της Αμερικής τόσο στη διατροφή όσο και στην κατοχή κατοικίδιων ζώων.
Η συνεχής παρακολούθηση και καταγραφή του επιπέδου των αντισωμάτων κατά του T. gondii σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις εγκύους, γιατί η τοξοπλάσμωση είναι μία από τις συχνότερες αιτίες συγγενούς λοίμωξης στον άνθρωπο. Επομένως, είναι επιτακτική η λήψη κατάλληλων προληπτικών μέτρων για την αποφυγή της λοίμωξης.
Τα σημαντικότερα μέτρα για την αποφυγή της λοίμωξης είναι η αποφυγή κρέατος το οποίο δεν έχει ψηθεί καλά, το πολύ καλό πλύσιμο των φρούτων και των λαχανικών, καθώς και η αποφυγή οποιασδήποτε επαφής με το έδαφος και τα ζώα ιδιαίτερα δε τις γάτες. Η τήρηση αυτών των προληπτικών μέτρων οδηγεί σε μείωση του κινδύνου μόλυνσης.
Δεν υπάρχουν μελέτες οι οποίες να καταδεικνύουν την αποτελεσματικότητα της θεραπείας σε περίπτωση λοίμωξης της εγκύου, έτσι ώστε να αποφευχθεί μια διαπλακουντιακή μόλυνση του εμβρύου. Συνεπώς, η όλη προσπάθεια πρέπει να εστιάζεται στον προγεννητικό έλεγχο, στη συχνή παρακολούθηση των οροαρνητικών εγκύων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και στην πρόληψη. Έτσι, θα είναι δυνατόν να ανιχνεύονται έγκαιρα οι περιπτώσεις οξείας μόλυνσης. Επίσης, πρέπει να εφαρμόζονται τα αναφερθέντα μέτρα για την αποφυγή της λοίμωξης, με στόχο τη μείωση των μολύνσεων στις εγκύους. Η έγκαιρη διάγνωση μιας οξείας μόλυνσης, καθώς και η μείωση της συχνότητας των μολύνσεων στις έγκυες γυναίκες θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του κινδύνου της συγγενούς τοξοπλάσμωσης.

Summary
Siohou A, Touplikioti P, Papazachariadou M.
Antibodies IgG and IgM defermination for toxoplasma in women of reproductive age
Hellen Obstet Gynecol 16(3): 360-363, 2004

Aim: The determination of serum profile of women of reproductive age in the area of Thessaloniki as far as IgG and IgM rubella antibodies are concerned.
Material and method: 420 serum blood species of women of reproductive age that came to a microbiological lab in Thessaloniki in the years of 2000-2003 due to prenatal control were examined. The determination of IgG and IgM antibodies was done with the use of MEIA method.
Results: The results showed that IgG Rubella antibodies were found in 381 (90,7%) of the women that were under prenatal control, whereas 39 (9,3%) of those were negative for both IgG and IgM antibodies.
Conclusions: The serum control of Rubella antibodies tracking in women of reproductive age, can give us important information as far as the immunity against a disease is concerned and also information about the results of certain vaccination inoculation programs. A first time infection with Rubella virus during the pregnancy period may have severe consequences to the fetus, known as congenital rubella syndrome (CRS).
The vaccination inoculation of serum-negative women of reproductive age, especially of those that are in high-danger groups, such as those working in schools and hospitals, should be considered necessary.

Key words: anti-IgG-Toxo, anti-IgM-Toxo, prenatal control.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Cheesbrough M. Medical laboratory manual for Tropical Countries. In Intestinal and Tissue Protozoa. Trop Health Techn and Butterworth- Henemann Ltd Cambridge. 1987; 199.
2. Idris M, Ruppel A. Prevalence of IgG antibodies against Toxoplasma fondii in human sera from Dhofar. Oman Analls Trop Med Parasitol 1994; 88:89.
3. Dunn D, Wallon M, Peyron F, Peterson E, Peckmam C, Gilbert R. Motheri -to-child transmission of toxoplasmosis:risk estimates for clinical counseling. Lancet 1999; 353:1829.
4. Frydas S, Rallis T, Theodorides I, Patsikas MN, Trakatelis C, Di Gioacchino M, Felaco M. Trichnella speralis infection is mediated by MCP-1 and MIP-2.while Echinococcus granulosus is mediated strongly by MCP-1, but not MIP-2. Int J Immunopathol Pharmacol 2000; 13:21.
5. Orland R, Tosone G, Rocco M, Guadagnino V. Infection by Toxoplasma gondii: clinical and epidemiological remarks on some cases. Giorn Malat Infet Paras 1987; 39:91.
6. Trenkwalder P, Trenkwalder C, Feiden W, Vogl TJ, Einhaupl KM, Lytrin H. Toxoplasmosis with early intracerebral hemorrhage in a patient with the acquired immunodificiency syndrome. Neurology 1992; 42:436.
7. Thokar MA, Malla N, Wattal C. Serological study of patients clinically suspected to have toxoploasmosis in Kasmir. Indian J Med Reas 1988; 88:29.
8. Dudey JP, Greene CE, Lappin MR. Toxoplasmosis and Neosporosis. In infectious Diseases of the Dog and Cat. C. E. Greene ed. W. B. Saunders Co. Philadelphia 1990; 818.
9. Hall SM, Pandit A, Golwilkar A, Williams TS. How do Joints get toxoplasma infection? Lancet 1999; 345:486.
10. Kapperud G, Jenum PA, Stray-Pedersen B, Melby KK, Eskild A, Eng J. Risk factors for toxoplasma gondii infection in pregnancy: results of a prospective case-control study in Norway. Obstet Gynecol Surv 1997; 52:158-159.
11. Belli F, Capria A, Moraiti A, Rossi S, Rossi P. Cytokines assay in peripherals blood and bronchoalveolar lavage in the diagnosis and staging of pulmonary granulomatous diseases. Int J Immunopathol Pharmacol 2000; 13:61.
12. Jeannel D, Niel D, Castagliola D, Danis M, Traore BM, Gentilini M. Epidemiology of toxoplasmosis among pregnant women in the Paris area. Intern J Epidemiology 1998; 17:595.
13. Petersson K, Stray-Pedersen B, Malm G, Forsgren M, Evengard B. Seroprevalence of toxoplasma gondii among pregnant women in Sweden. Acta Obstet Gynecol Scand 2000; 79:824-829.
14. Gilbert RE, Tookey PA, Cubitt WD, Ades AE, Masters J, Peckham CS. Prevalence of toxoplasma IgG among pregnant women in West London according to country of birth and ethnic group. BMJ 1993; 306:185.
15. Lappalainen M, Sintonen H, Koskiniemi M, Hedman K, Hiilesmaa V, Ammala P, et al. Cost-benefit analysis of screening for toxoplasmosis during pregnancy. Scand J Infect Dis 1995; 27:265-272.
16. Remington JS, McLeod R, Thulliez P, Desmonts G. Toxoplasmosis. In: Remington JS, Klein JO: eds. Infectious diseases of the fetus and newborn infant. 5th ed. Philadelphia: WB Saunders 2001; 205-346.
17. Ορφανού Α, Τσανάκα Χ, Καρακατσιλιώτη Ε, Πάσσα Α, Αντωνιάδης Α, Τυρολόγου Α. Επιδημιολογική μελέτη για την ανίχνευση αντισωμάτων έναντι του ιού της ερυθράς, του μεγαλοκυτταροϊού και του τοξοπλάσματος gondii σε πληθυσμό γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιατρικής Βιοπαθολογίας Ρ52 Β.
18. Παπαχατζάκη Χ, Τσακίρη Μ, Λουλάκης Ζ, Δασκαλάκη Κ, Χατζηνικολάου Μ, Λιάκου Β. Ορολογικός έλεγχος γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας για ερυθρά από 2ο εξάμηνο 2000 έως 1ο εξάμηνο 2003. 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιατρικής Βιοπαθολογίας Ρ61 Β.
19. Γατοπούλου Α, Γιακουμή Γ, Τσέλιου Π, Ρηγοπούλου Α. Ορολογικό profile αντί-toxo και αντί-rubella εγκύων γυναικών, κατοίκων Ν. Αχαΐας. 18ο Εθνικό Συνέδριο Μικροβιολογίας Ιατρικής Βιοπαθολογίας 197.
20. Meirelles Filho J. Toxoplasmose e gravidez: inquerito sorologico em gestantes e seus recem-nascidos na Maternidade-Escola da Universidade Federal do Rio de Janeiro. J Bras Ginecol 1985; 95:393-401.

 

 

 

HOMEPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα