BIBΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
<<< Προηγούμενη σελίδα







Ορέστη Ν. Μανούσου: Ο γιος της Ζαχαρένιας

Είναι γνωστό ότι πολλοί διάσημοι λογοτέχνες είχαν σπουδάσει ιατρική. Αλλά και το αντίστροφο ισχύει: υπάρχουν πολλοί ιατροί που αφιερώνουν τον ελεύθερο χρόνο τους στη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων. Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο, αφού τόσο η ιατρική, όσο και η λογοτεχνία έχουν ως κοινό αντικείμενο τον άνθρωπο. Ο καθηγητής Γαστρεντερολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Ορέστης Ν. Μανούσος επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά τον κανόνα. Στην ωριμότητα της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας και ενώ είχε στο ενεργητικό του την εκπόνηση πολλών επιστημονικών βιβλίων και άρθρων, παρουσίασε στο κοινό ένα καθαρά λογοτεχνικό έργο του: το "Γιο της Ζαχαρένιας".
Όπως εύστοχα επισημαίνει στον πρόλογό του ο Μενέλαος Παρλαμάς, στο βιβλίο "προβάλλονται -συχνότατα επικαλυπτόμενες- δυο προσωπογραφίες, των Ανωγείων και του γιατρού των, Νικολάου Μανούσου, πατέρα του συγγραφέως". Ζαχαρένια είναι η μητέρα του ήρωα του βιβλίου, γιαγιά του συγγραφέως. Είναι ενδιαφέρον το ότι η σημασία της Ζαχαρένιας υποδηλώνεται μόνο από τον τίτλο του βιβλίου. Πουθενά στον πρόλογο ή μέσα στο βιβλίο δεν θεωρεί ο συγγραφέας αναγκαίο να εξηγήσει για ποιο λόγο επέλεξε αυτό τον τίτλο στη θέση ενός απλούστερου -και ενδεχομένως σαφέστερου τίτλου- όπως είναι, π.χ., ο υπότιτλος του βιβλίου "Ο Ανωγειανός γιατρός Νικόλαος Μανούσος". Είναι προφανής η έμφαση που δίνεται, με τον υπαινικτικό αυτό τρόπο, στη σπουδαιότητα της μάνας στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός άνδρα, αντίληψη τόσο βαθιά ριζωμένη στη μητριαρχική κοινωνία της Κρήτης, ώστε να μη χρειάζεται επεξήγηση.
Ολόκληρο το βιβλίο κυριαρχείται από το συναίσθημα. Δεν χρειάζεται να έχει γνωρίσει κανείς προσωπικά το συγγραφέα για να αντιληφθεί πόσο ψηλά στην ιεράρχηση των προσωπικών του αξιών έχει από παιδί τοποθετήσει τον πατέρα του και τον τόπο του. Ωστόσο, ο συναισθηματισμός του βιβλίου είναι ελεγχόμενος, ώστε να απουσιάζουν από το κείμενο η υπερβολή και ο μελοδραματισμός. Η συγκίνηση του αναγνώστη προκύπτει αβίαστα από τις περιγραφές γεγονότων, χωρίς τη συνδρομή επιτηδευμένων φράσεων. Είναι ενδεικτικό το ότι η σχέση του συγγραφέα με τον πατέρα του -έννοια θεμελιώδης για την κατανόηση του πνεύματος του βιβλίου- δεν αναπτύσσεται με επιθετικούς χαρακτηρισμούς, αλλά υποδηλώνεται από τις πρώτες ήδη σελίδες ("Δυο λόγια για την αρχή..."), με την περιγραφή του ακόλουθου πραγματικού περιστατικού. Όταν ο συγγραφέας, επιτυχημένος πλέον ως επιστήμονας, επισκέπτεται τη γενέτειρά του, μια Ανωγειανή γυναίκα τον πλησιάζει και "μ' ένα βλέμμα που έβγαζε σπίθες" του λέει: "Καλώς όρισες, μα να το κατέχεις πως ό,τι και να κάμεις δεν πρόκειται ποτέ σου να φτάσεις τον πατέρα σου".
Ο συγγραφέας προτάσσει εύστοχα της βιογραφίας του ήρωά του, την αναπαράσταση του τόπου και της εποχής του. Στο πρώτο κεφάλαιο ο αναγνώστης βρίσκει γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία για τα Ανώγεια, πληροφορίες για τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των κατοίκων τους, αλλά κυρίως μια εμβριθή περιγραφή του χαρακτήρα του Ανωγειανού. Το κείμενο τεκμηριώνεται με την παράθεση μαρτυριών προσώπων και αποσπασμάτων από ιστορικά, λαογραφικά, ταξιδιωτικά ή αυτοβιογραφικά βιβλία και εφημερίδες της εποχής. Οι σχέσεις των ανθρώπων, ο σεβασμός στις άγραφες αρχές, η θέση της Ανωγειανής γυναίκας στην οικογένεια και την κοινωνία διανθίζονται με την παρεμβολή διασκεδαστικών ιστοριών απ' αυτές που διηγούνται συχνά στα Ανώγεια. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται εμφανής η αδυναμία που τρέφει ο συγγραφέας για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ενδεικτική αυτής της αδυναμίας είναι και η ρομαντική διάθεση με την οποία αναφέρεται στη ζωοκλοπή.
Το επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στα παιδικά και εφηβικά χρόνια του ιατρού Νικολάου Μανούσου. Η σύνδεση με τα προηγούμενα γίνεται με απολύτως φυσικό τρόπο, αφού η ζωή του μικρού Νικολή και της οικογένειάς του εκτυλίσσεται σε χώρο και χρόνο που έχουν γίνει ήδη οικείοι στον αναγνώστη. Άλλωστε, ούτε από το κεφάλαιο αυτό λείπουν τα χαρακτηριστικά Ανωγειανά "διηγήματα", όπως η ιστορία του Ανωγειανού βοσκού που αντί να τρέξει να προλάβει ένα τυρί και έναν αθότυρο που του έπεσαν από το γάιδαρό του και κατρακυλούσαν στην πλαγιά, πήρε το μέρος του αδυνάτου, φωνάζοντάς στον αθότυρο που είχε μείνει πιο πίσω: "Σφίξε (τρέξε) αθότυρε κι έφαέ σε ο τύρος". Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στις σπουδές του Νικολή στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εδώ αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του Μαρίνου Γερουλάνου και άλλες γραπτές μαρτυρίες της εποχής για να περιγράψει τη ζωή στην Αθήνα και την κατάσταση στο Πανεπιστήμιο, στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Για έναν ιατρό, ωστόσο, το μέρος του βιβλίου που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το τέταρτο κεφάλαιο. Είναι το κεφάλαιο που παρουσιάζει την πολιτεία του ιατρού πια Μανούσου στα πρώτα χρόνια της άσκησης της Ιατρικής, σε συνεργασία με το ιατρό Κουνάλη, μετά την επιστροφή του στα Ανώγεια. Ο τρόπος με τον οποίο οι δυο ιατροί ασκούσαν την ιατρική στα Ανώγεια και τα γύρω χωριά περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο. Το ανεβοκατέβασμα με τα πόδια δύσβατων, στενών δρόμων για επισκέψεις στα Ανώγεια, οι διαδρομές καβάλα στη φοράδα για τους αρρώστους της ευρύτερης περιοχής, το βράσιμο της σύριγγας στο σπίτι του αρρώστου, οι εμβρυουλκίες, οι τραυματισμοί, ακόμα και το βάπτισμα του ετοιμοθάνατου νεογνού από τον ίδιο τον ιατρό που είχε βοηθήσει τη γέννησή του, αποτελούσαν μέρος του καθημερινού ιατρικού έργου εκείνη την εποχή. Οι εισπράξεις ήταν πενιχρές. "Μωρέ γιατρέ, πρέπει κι εσύ να ζητάς, γιατί αλλιώς θα αποθάνωμε τση πείνας", λέει ο Κουνάλης στο συνέταιρό του.
Κι έρχονται τα χρόνια του πολέμου. Ο ιατρός Μανούσος τραυματίζεται στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (κεφάλαιο 5) και συμμετέχει στην αντίσταση κατά τη Γερμανική κατοχή (κεφάλαιο 6). Τον Αύγουστο του 1944, τα Ανώγεια ισοπεδώνονται από τους Γερμανούς σε αντίποινα για την αντίσταση των κατοίκων τους και την παροχή ασύλου στους απαγωγείς του στρατηγού φον Κράϊπε. Ανάμεσα στα άλλα σπίτια του χωριού καταστρέφεται και το σπίτι του ιατρού Μανούσου. Με το τέλος της γερμανικής κατοχής, ο ιατρός στήνει δίπλα στα ερείπια του σπιτιού του μια σκηνή κι εκεί μέσα εξετάζει αρρώστους (κεφάλαιο 7). Στα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου περιγράφονται η συνέχιση του έργου του ιατρού Μανούσου μετά τον πόλεμο στα Ανώγεια, η απογοήτευσή του από την υποψηφιότητά του για τη θέση του δημάρχου και τα τελευταία χρόνια του στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε μετά τη συνταξιοδότησή του. Το βιβλίο συμπληρώνεται με επίμετρο την παράθεση γνωμών για το ιατρό Νικόλαο Μανούσο από ανθρώπους που τον είχαν γνωρίσει.
Το βιβλίο του Ορέστη Μανούσου είναι προϊόν αγάπης. Αγάπης για τον πατέρα του, αγάπης για την ιδιαίτερη πατρίδα του, αγάπης για τους συντοπίτες του. Είναι γραμμένο με απλότητα και σαφήνεια και διαβάζεται ευχάριστα, αφού εκτός από την καθ' εαυτή ενδιαφέρουσα βιογραφία του ιατρού Νικολάου Μανούσου, περιέχει διασκεδαστικές Ανωγειανές ιστορίες, αποφθέγματα, μαρτυρίες προσώπων, αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, μέχρι και κρητικές μαντινάδες. Με το βιβλίο του "Ο γιος της Ζαχαρένιας", ο Ορέστης Μανούσος αναδεικνύεται δόκιμος πεζογράφος, αλλά και γνήσιος Ανωγειανός.

23 Ιανουαρίου 2003
Θ. Δ. Μουντοκαλάκης