<<< Προηγούμενη σελίδα

Πολυπαραγοντική προσέγγιση
της χρόνιας προστατίτιδας

Jennette M Potts, Oυρολογικό Τμήμα, CLEVELAND CLINIC
Επιμέλεια: Χ. Παπανδρέου, Χειρουργός Oυρολόγος


Η συσσώρευση αρκετών στοιχείων σήμερα συνηγορεί στο ότι, η εμφάνιση της χρόνιας προστατίτιδας / συνδρόμου χρόνιου πυελικού άλγους, μπορεί να αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου λειτουργικού σωματικού συνδρόμου, το οποίο χρήζει ιδιαίτερης προσέγγισης. Παρά τη συχνότητα της νόσου, δεν έχει ακόμα καθιερωθεί ένα βασικό πρότυπο διάγνωσης. Oι υπάρχουσες διαγνωστικές μέθοδοι είναι συχνά αντιφατικές και δεν ακολουθούνται πάντα πιστά. Το NIH-NIDDK σύστημα ταξινόμησης της προστατίτιδας (πίνακας 1), δημοσιευμένο το 1995, καθώς και ο πιο πρόσφατος NIH δείκτης συμπτωμάτων προστατίτιδας, ενθαρρύνουν τους ιατρούς σε αναζήτηση των αιτίων της νόσου και έξω από τον προστάτη. Παρόλα αυτά πολλοί ουρολόγοι παραμένουν δέσμιοι μίας «προστατοκεντρικής» προσέγγισης, χρησιμοποιώντας εξετάσεις για τη διάγνωση, οι οποίες στερούνται ειδικότητας.
Τέτοια εξέταση είναι η μικροβιολογική. O ποσοτικός προσδιορισμός των λευκοκυττάρων, μπορεί να επιτρέψει τη διάγνωση μεταξύ της φλεγμονώδους και μη φλεγμονώδους νόσου (προστατοδυνίας), σύμφωνα με τα κριτήρια της NIH/NIDDK ταξινόμησης. Εν τούτοις, η διάκριση έχει μικρή κλινική σημασία, καθώς τα λευκοκύτταρα ποικίλουν ευρέως ανεξάρτητα συμπτωμάτων και θεραπειών, είτε πρόκειται για βακτηριακή, είτε για μη βακτηριακή προστατίτιδα. Επίσης, τα ευρήματα στις εκκρίσεις του προστάτη και στο δείγμα των ούρων, μετά από μάλαξη του αδένα, όπως και στο σπέρμα, ποικίλουν ευρέως.
O παράγοντας λοίμωξης έχει εξονυχιστικά εξεταστεί, αλλά ο υπεύθυνος οργανισμός δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί. Μόνο 5-7% των ασθενών με χρόνια προστατίτιδα έχουν θετικές καλλιέργειες. Εν τούτοις, οι ουρολόγοι δηλώνουν ότι πάντα (40%) ή συχνά (42%) χορηγούν αντιβιοτικά. Η παρουσία βακτηριδίων ή φλεγμονωδών κυττάρων, δεν είναι προγνωστικός παράγοντας της ανταπόκρισης των ασθενών στη θεραπεία.


Άλλοι μηχανισμοί, οι οποίοι έχουν προταθεί ως πηγή των συμπτωμάτων, που παρατηρούνται στη χρόνια προστατίτιδα / σύνδρομο χρόνιου πυελικού άλγους, είναι οι διαταραχές ούρησης, τα σύνδρομα άλγους περιτονιών - μυών και παθήσεις του παχέος εντέρου. Κάποιες μελέτες αναφέρουν την ύπαρξη της ενδοπροστατικής παλινδρόμησης ούρων, που μπορεί να υποστηρικτεί ότι αποτελεί την αιτία της φλεγμονής σε μη βακτηριακές προστατίτιδες, αλλά δεν εξηγεί τα συμπτώματα των ασθενών σε μη φλεγμονώδη νόσο.
Oι ασθενείς με χρόνια προστατίτιδα / σύνδρομο χρόνιου πυελικού άλγους, παρουσιάζουν αυξημένη επίπτωση απόφραξης του αυχένα, ψευδοδυσυνέργεια, επηρεασμένη συσταλτικότητα κύστεως και ασυστολία κύστεως (acontractile bladder). Η απόφραξη του αυχένα ανταποκρίνεται καλώς σε χειρουργική παρέμβαση και ποσοστό έως 83% των ασθενών με ψευδοδυσυνέργεια μπορεί να ανταποκριθεί στη βιοανάδραση. Το σύνδρομο άλγους μυών - περιτονιών, που χαρακτηρίζεται από υπερεθιστικότητα των μυών ή των περιτονιών, μπορεί να οδηγήσει σε απορρύθμιση των νεύρων. Αν δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να οδηγήσει σε αδυναμία των μυών και σε ειδικά φαινόμενα από το αυτόνομο νευρικό σύστημα. Παθήσεις του εντέρου, όπως το σύνδρομο του ανελκτήρα του πρωκτού και η πρωκταλγία, μοιράζονται πολλά χαρακτηριστικά με τη χρόνια προστατίτιδα / σύνδρομο χρόνιου πυελικού άλγους. Στους ύποπτους αιτιολογικούς ή/και συμβάλλοντες παράγοντες περιλαμβάνονται ο μυϊκός σπασμός, το τραύμα, η συνουσία και το ψυχολογικό stress. Πολλοί από αυτούς τους ασθενείς, οι οποίοι είναι μεταξύ 40 και 60 ετών, μπορεί να ανταποκριθούν στις εσωτερικές μαλάξεις, στη διαθερμία, στις ασκήσεις χαλάρωσης ή στο συνδυασμό αυτών.
Η επίπτωση των λειτουργικών σωματικών συνδρόμων στο γενικό πληθυσμό, σε όλη τη διάρκεια της ζωής, είναι μόνο 0,5%. Ωστόσο, ανασκοπώντας το ιστορικό 89 ασθενών με προστατίτιδα, βρέθηκε ότι η επίπτωση των συνυπαρχόντων σωματικών νόσων ήταν 65% και ότι πάνω από το 40% των ασθενών είχαν ψυχολογικά προβλήματα. Άλλοι ερευνητές αναφέρουν υψηλότερες επιπτώσεις κατάθλιψης, άγχους και σωματοποίησης, σε ασθενείς με προστατίτιδα / σύνδρομο χρόνιου πυελικού άλγους, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Μία μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα σχέσεων, τα προβλήματα στη σεξουαλική λειτουργία, η κατάθλιψη και η αποτυχία προηγούμενων φαρμακευτικών θεραπειών, σε ασθενείς με χρόνια προστατίτιδα, συνηγορούν στο ότι η συνεχιζόμενη αντιμικροβιακή θεραπεία δε θα εξασφαλίσει σΥ αυτούς τους ασθενείς τη «θεραπεία» που αναζητούν.
Ξεφεύγοντας από την προστατοκεντρική άποψη της χρόνιας προστατίτιδας / συνδρόμου χρόνιου πυελικού άλγους, ανοίγει ο δρόμος για ευρύτερο φάσμα θεραπευτικών επιλογών, πέρα από τις παραδοσιακές και τόσο συχνά ανεπιτυχείς αντιμικροβιακές θεραπείες. Μία πολυπαραγοντική προσέγγιση της διάγνωσης και της θεραπείας, μπορεί να είναι η καλύτερη στρατηγική αντιμετώπισης αυτών των ασθενών.

 

ΗΟΜΕPAGE