<<< Προηγούμενη σελίδα

ΑΡΧΕΓΟΝΑ ΚΥΤΤΑΡΑ Ή ΒΛΑΣΤΟΚΥΤΤΑΡΑ-
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ, ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ
ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Αχιλλέας Kαλογερόπουλος



1. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
1. 1. Τα αρχέγονα κύτταρα ή βλαστοκύτταρα στην εμβρυονική ανάπτυξη, στην έρευνα και στις θεραπευτικές εφαρμογές

Πρόσφατες δημοσιεύσεις αναφορικά με την απομόνωση και επιτυχή καλλιέργεια αρχέγονων κυττάρων ή βλαστοκυττάρων (stem cells) έχουν προκαλέσει υπέρμετρη συγκίνηση στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και έχουν στρέψει τη βιο-ιατρική έρευνα σε νέα πεδία επιστημονικής δράσης. Για να αξιολογηθεί όμως η σημασία της νέας ανακάλυψης και να κατανοηθούν τα συμφυή επιστημονικά, ιατρικά και ηθικά προβλήματα, είναι απολύτως αναγκαίο να αποσαφηνισθούν οι χρησιμοποιούμενοι σχετικοί όροι. Να λεχθεί δηλαδή:
· τι είναι τα αρχέγονα κύτταρα και τα κυτταρικά παράγωγά τους,
· ποια είναι η σημασία και ποιος ο ρόλος τους στην εμβρυϊκή ανάπτυξη,
· από πού λαμβάνονται και σε πια φάση της εμβρυϊκής ανάπτυξης,
· γιατί είναι τόσο σημαντικά για την επιστήμη, και
· γιατί παρέχουν τόσες υποσχέσεις για επιστημονική πρόοδο και νέες θεραπευτικές εφαρμογές.

1.1.1. Τα αρχέγονα κύτταρα στην εμβρυονική ανάπτυξη*.
Το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτης είναι ένα ολοδύναμο κύτταρο (totipotent cell), δεδομένου ότι έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει ένα πλήρη οργανισμό. Το κύτταρο αυτό, καλυπτόμενο πάντοτε από τη διαφανή ζώνη και τον ακτινωτό στέφανο, αρχίζει να διαιρείται μιτωτικά λίγες ώρες μετά τη γονιμοποίηση (από τη διείσδυση του σπερματοζωαρίου στο ωάριο) χωρίς αύξηση του συνολικού κυτταροπλάσματος σε πανομοιότυπα μη εξειδικευμένα "ολοδύναμα αρχέγονα κύτταρα ή βλαστοκύτταρα" (primordial totipotent stem cells). Τη 2η και 3η ημέρα από τη γονιμοποίηση, το φυσιολογικά αναπτυσσόμενο έμβρυο έχει φθάσει (in vitro) στο στάδιο των 4 και των 8 κυττάρων αντίστοιχα.
Τα πρώτα οκτώ ολοδύναμα αρχέγονα κύτταρα, γνωστά και ως "βλαστομερίδια" (blastomeres), διατηρούν τα κυτταρικά τους όρια, καθώς και το γενετικό υλικό του ζυγώτη και έχουν συνεπώς τη δυνατότητα να αναπτυχθούν επίσης σε πλήρες έμβρυο, εάν διαχωριστούν και τοποθετηθούν ξεχωριστά στη μήτρα μιας γυναίκας. Στη φάση αυτή συνιστούν το "προ-έμβρυο".
Με τις συνεχιζόμενες ανά 12ωρο κυτταρικές διαιρέσεις τα βλαστομερίδια πολλαπλασιάζονται σχηματίζοντας αργά την 3η ημέρα (μεταξύ 3ης και 4ης ημέρας από τη γονιμοποίηση) το μορίδιο (morula), μια συμπαγή σφαιρική μάζα 12-16 περίπου κυττάρων. Το μορίδιο καλύπτεται από τη διαφανή ζώνη, αλλά έχει χάσει τον ακτινωτό στέφανο. Τα κύτταρα του μοριδίου μπορούν να χαρακτηρισθούν και στην αρχή του σταδίου αυτού, λίγο πέραν του σταδίου των 8 κυττάρων, ως δυνητικώς ολοδύναμα αρχέγονα κύτταρα, επειδή διατηρούν εν δυνάμει την ικανότητα να σχηματίσουν έμβρυο και τους στηρικτικούς γύρω από το έμβρυο ιστούς δηλαδή τον πλακούντα και τους υμένες. Συνήθως όμως οι κυτταρικές μεμβράνες των κυττάρων του μοριδίου δε διακρίνονται πέραν του σταδίου των 12 κυττάρων, επειδή σχηματίζονται στερεές μεσοκυττάριες γέφυρες (embryo compacting), λόγω των οποίων χάνεται ως αποτέλεσμα της μεταξύ τους αλληλοεπίδρασης η ολοδύναμη ικανότητά τους να αναπτυχθούν από μόνα τους σε πλήρες έμβρυο. Το μορίδιο αποτελείται την 4η ημέρα από τη γονιμοποίηση από 32 κύτταρα και συνεχίζει να καλύπτεται από τη διαφανή ζώνη. Η διάμετρος του μοριδίου παραμένει σταθερή στα 0.130 mm, αλλά ο όγκος του κυτταροπλάσματος των επί μέρους κυττάρων ελαττώνεται σημαντικά (σχέση πυρήνα προς κυτταρόπλασμα 1:6), μέχρι που το μέγεθός τους καθίστανται μικρότερο από το μέγεθος των κυττάρων του ενήλικα. Η εμβρυογένεση εισέρχεται στο στάδιο της βλαστοκύστης κατά ή μετά την είσοδο του μοριδίου στην κοιλότητα της μήτρας, που πραγματοποιείται μεταξύ 4ης και 5ης ημέρας από τη γονιμοποίηση. Συνηθέστερα, η μετατροπή του μοριδίου σε βλαστοκύστη (blastocyst) συντελείται μεταξύ 5ης και 7ης ημέρας από τη γονιμοποίηση.
Η βλαστοκύστη αποτελεί μια κοίλη σφαίρα 60 περίπου κυττάρων περί την 5η ημέρα, που αυξάνουν την 6η και την 7η ημέρα σε 80 και 160 περίπου κύτταρα αντίστοιχα, με υγρό που παράγεται από τα ίδια τα κύτταρα ή διεισδύει στους μεσοκυττάριους χώρους των εσωτερικών κυτταρικών στιβάδων από το γεννητικό σωλήνα. Η ταχεία αύξηση της πίεσης του υγρού της βλαστοκύστης συντελεί στη λέπτυνση της διαφανούς ζώνης και στην πρόκληση μιας ρωγμής (αργά την 5η ή την 6η ημέρα από τη γονιμοποίηση) που διευκολύνει τη διεργασία της "εκκόλαψης" (hatching), τη διαφυγή τουτέστιν των κυττάρων της βλαστοκύστης στο ενδομήτριο περιβάλλον. Η εκκόλαψη συμπληρώνεται με τη αποβολή της διαφανούς ζώνης (περί την 7η ημέρα).
Κατά τις διαδοχικές διαιρέσεις, που γίνονται μιτωτικά χωρίς περαιτέρω ελάττωση του μεγέθους των κυττάρων, η βλαστοκύστη διαμορφώνεται εξωτερικά σε τροφοβλάστη, μια στιβάδα ελαφρώς "πεπλατυσμένων" κυττάρων, και εσωτερικά σε μια συμπαγή συλλογή 20-30 ή και περισσοτέρων πολυεδρικών κυττάρων (inner cell mass), την εμβρυοβλάστη (εικ. 2-2). Η αναλογία των κυττάρων της εμβρυοβλάστης στο σύνολο των κυττάρων της βλαστοκύστης είναι περίπου 30% μεταξύ των ημερών 5 και 7 από τη γονιμοποίηση. Τα κύτταρα της τροφοβλάστης (trophoblast) θα σχηματίσουν με περαιτέρω διαφοροποίηση από την 10η ημέρα τον πλακούντα και τους λοιπούς στηρικτικούς ιστούς (υμένες), που είναι αναγκαίοι για την ανάπτυξη του εμβρύου στη μήτρα. Τα κύτταρα της εμβρυοβλάστης (embryoblast) έχουν την ικανότητα, διαφοροποιούμενα σε "αρχέγονα σωματικά και αρχέγονα γεννητικά κύτταρα", να σχηματίσουν όλους τους ιστούς του ανθρώπινου σώματος. Τα αρχέγονα σωματικά κύτταρα (primordial stem cells) της εμβρυοβλάστης δεν είναι πλέον ολοδύναμα (totipotent), αλλά έχουν διαφοροποιηθεί σε "πολυδύναμα αρχέγονα κύτταρα ή βλαστοκύτταρα" (pluripotent stem cells), τα οποία είναι ικανά να αναπτύξουν όλους τους ιστούς του εμβρύου, πλην των στηρικτικών ιστών. Κατά τη διαδικασία της ανάπτυξης των εμβρυϊκών ιστών, τα πολυδύναμα αρχέγονα σωματικά κύτταρα (pluripotent stem cells) διαφοροποιούνται περαιτέρω σε "εξειδικευμένα" πολυδύναμα αρχέγονα κύτταρα (multipotent stem cells). Τα κύτταρα αυτά προορίζονται να αναπτύξουν κύτταρα με ειδική λειτουργία. Τα αρχέγονα γεννητικά κύτταρα (primordial germ cells) έχουν ήδη μετεξελιχθεί σε "εξειδικευμένα" (διαφοροποιημένα) πολυδύναμα αρχέγονα γεννητικά κύτταρα (multipotent germ cells), που έχουν τη δυνατότητα να μεταναστεύσουν από το τοίχωμα του λεκιθικού ασκού στις γεννητικές ταινίες για να σχηματισθούν οι αδιαφοροποίητες γονάδες.

1.1.2. Τα κυτταρικά παράγωγα των αρχέγονων κυττάρων
Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα αρχέγονα κύτταρα ή βλαστοκύτταρα είναι κύτταρα, που μπορούν να αναδιπλασιαστούν, αλλά και να σχηματίσουν ένα ή περισσότερους διαφοροποιημένους τύπους κυττάρων. Διακρίνονται σε:
α. ολοδύναμα αρχέγονα κύτταρα ή βλαστοκύτταρα (totipotent stem cells), των οποίων η ικανότητα να αναπτύξουν ένα πλήρες έμβρυο διατηρείται βασικά στον άνθρωπο μέχρι το στάδιο των οκτώ κυττάρων,
β. πολυδύναμα αρχέγονα κύτταρα ή βλαστοκύτταρα (pluripotent stem cells), που έχουν την ικανότητα να σχηματίσουν όλους τους ιστούς ενός οργανισμού, εκτός από τον πλακούντα και τα εξαρτήματά του δεν είναι δηλαδή ικανά να αναπτύξουν ένα πλήρες έμβρυο, εάν απομονωθούν και τοποθετηθούν χωριστά στη μήτρα,
γ. διαφοροποιημένα ή "εξειδικευμένα" πολυδύναμα αρχέγονα κύτταρα ή βλαστοκύτταρα (multipotent stem cells), που είναι προορισμένα να αναπτύξουν κύτταρα ειδικών ιστών ή οργάνων, όπως π.χ. τα αρχέγονα αιμοποιητικά, δερματικά ή νευρικά κύτταρα από τα οποία προκύπτουν τα κύτταρα του αντίστοιχου ειδικού ιστού ή οργάνου, και
δ. προγονικά (μονοδύναμα) αρχέγονα κύτταρα (progenitor stem cells), που οδηγούν στο σχηματισμό ενός απλού κυτταρικού τύπου, όπως π.χ. τα ωογόνια και τα σπερματογόνια, που μετασχηματίζονται αντίστοιχα σε ωάρια και σπερματοζωάρια, ή τα αιμοποιητικά προγονικά κύτταρα της λευκής και ερυθράς σειράς, και τα μεγακαρυοκύτταρα, από τα οποία προκύπτουν τα αντίστοιχα ώριμα κύτταρα του αίματος λευκά και ερυθρά αιμοσφαίρια, αιμοπετάλια.

1.1.3. Λήψη των πολυδύναμων αρχέγονων κυττάρων
Πολυδύναμα σωματικά αρχέγονα κύτταρα ή βλαστοκύτταρα (pluripotent stem cells) μπορούν να ληφθούν από ένα έμβρυο στο στάδιο της βλαστοκύστης μέχρι την 8η εβδομάδα της εμβρυϊκής ανάπτυξης, εμβρυονικά πολυδύναμα αρχέγονα κύτταρα embryonic pluripotent stem cells. Σημειώνεται ότι παρόμοια κύτταρα βρίσκονται επίσης σε παιδιά και σε ενήλικες (πολυδύναμα αρχέγονα κύτταρα ενήλικα- adult pluripotent stem cells-, αλλά τα κύτταρα αυτά είναι υπό ομαλές συνθήκες σε "κατάσταση ηρεμίας".
Τα κύτταρα αυτά μπορούν να ληφθούν σε πειραματικό επίπεδο απ΄ ευθείας (α) από πλεονάζοντα έμβρυα προγραμμάτων εξωσωματικής γονιμοποίησης και ειδικότερα από την εμβρυοβλάστη, δηλαδή από τη συμπαγή συλλογή των εμβρυϊκών κυττάρων της βλαστοκύστης, και (β) από εμβρυϊκούς ιστούς που λαμβάνονται σε περιπτώσεις διακοπής της εγκυμοσύνης στα αρχικά της στάδια (4η-5η εβδομάδα), από περιοχές των εμβρύων που προορίζονται να διαφοροποιηθούν σε ωοθήκες ή όρχεις ενδο-αορτικές αθροίσεις αιμοποιητικών αρχέγονων κυττάρων γοναδική περιοχή, μεσόνεφρος, πριν ενεργοποιηθεί η ηπατική αιμοποιητική λειτουργία.

1.2. Δυνητικές θεραπευτικές εφαρμογές των πολυδύναμων αρχέγονων κυττάρων
Σήμερα, ποικίλοι είναι οι λόγοι που δικαιολογούν τη λήψη πολυδύναμων αρχέγονων κυττάρων για επιστημονική έρευνα, αλλά και για την ανάπτυξη προηγμένων μεθόδων παροχής υπηρεσιών υγείας, όπως στις νόσους Parkinson και Alzheimer, σε βλάβες του νωτιαίου μυελού, σε εγκαύματα, σε εγκεφαλική αποπληξία και εμφράγματα μυοκαρδίου, στο διαβήτη κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές, η αποκαλούμενη "κυτταρική θεραπεία" μπορεί να γίνει, σε αντικατάσταση των μεθόδων μεταμόσχευσης ιστών και οργάνων (αναπλαστική ιατρική), με μεταμόσχευση πολυδύναμων αρχέγονων κυττάρων (pluripotent stem cells) μέσα στο όργανο που νοσεί, όπως π.χ. στο μυοκάρδιο ή στο πάγκρεας. Τα κύτταρα αυτά μπορούν παρακινούμενα με διαφόρους μεθόδους, επαγωγικά μοριακά σήματα, αυξητικοί παράγοντες και ιντερλευκίνες ή ανταποκρινόμενα στο μικροπεριβάλλον των ιστών να εξελιχθούν σε "εξειδικευμένα" (διαφοροποιημένα) πολυδύναμα αρχέγονα κύτταρα (multipotent stem cells), από τα οποία θα προκύψουν κύτταρα με ειδική λειτουργία. Αναφέρονται ενδεικτικά τα αρχέγονα κύτταρα του αίματος, που παράγουν λευκά αιμοσφαίρια, ερυθρά αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια, του μυοκαρδίου, των παγκρεατικών νησίδων, η μεταμόσχευση των κυττάρων αυτών θα καταστήσει περιττή τη χορήγηση ινσουλίνης σε διαβήτη τύπου Ι, του δέρματος (που αναπτύσσουν τους διάφορους τύπους των δερματικών κυττάρων) και τα αρχέγονα κύτταρα του νευρικού ιστού που παράγουν τους νευρώνες και άλλους τύπους νευρικών κυττάρων, με δυνατότητα χρησιμοποίησης στη νόσο Parkinson.
Οι στόχοι αυτοί μπορούν να προωθηθούν στο εγγύς μέλλον με την παρέμβαση της "Επιστήμης της Μηχανικής Ιστών" (Tissue Engineering Science), η οποία χρησιμοποιεί τις προόδους της βιολογίας, της χημείας των ιστών και της μηχανικής, αλλά και ειδικοτήτων.

1.2.1. Προβλήματα συμβατότητας των κυτταρικών μοσχευμάτων
Τα εμβρυονικά (μέχρι την 8η εβδομάδα) και τα εμβρυϊκά (μετά την 8η εβδομάδα) αρχέγονα κύτταρα (embryonic and fetal stem cells) έχουν σε πιθανή μεταμόσχευση μικρότερη πιθανότητα απόρριψης σε σχέση με τα αρχέγονα κύτταρα ενήλικος (adult stem cells). Το πρόβλημα της απόρριψης των ιστών, που αναπτύσονται από αλλογενή αρχέγονα κύτταρα (allogenic stem cells), μπορεί να παρακαμφθεί με τη χρήση ομόλογων αρχέγονων κυττάρων (autologous stem cells) από αίμα ομφάλιου λώρου ή πολυδύναμων βλαστοκυττάρων που λαμβάνονται με κλωνοποίηση, με τη διαδικασία δηλαδή της μεταφοράς πυρήνων σωματικών κυττάρων ενήλικα σε ωάρια, από τα οποία έχει αφαιρεθεί ο πυρήνας που περιείχε το DNA.
Στην κλωνοποίηση χρησιμοποιείται ολόκληρο το γενετικό υλικό ενός μόνο οργανισμού (αρσενικού ή θηλυκού), με στόχο τη δημιουργία πιστού κυτταρικού γενετικού αντιγράφου. Το χρησιμοποιούμενο ωάριο είναι κενό γενετικά, αλλά διαθέτει όλους του κυτταροπλασματικούς μηχανισμούς για τη δημιουργία ενός εμβρύου. Η διαδικασία αυτή καλείται θεραπευτική κλωνοποίηση, σκοπός της οποίας είναι να δημιουργήσει έμβρυα στα πολύ αρχικά στάδια της εμβρυονικής ανάπτυξης. Η καλλιέργεια των πρώτων αυτών κυττάρων δίνει εμβρυονικά αρχέγονα κύτταρα, που έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν σε κύτταρα διαφόρων ιστών όπως νευρικού και μυϊκού ιστού, αίματος κλπ απόλυτα συμβατών με το δέκτη της μεταμόσχευσης.

1.2.2. Τράπεζες αίματος ομφαλίου λώρου και πλακούντα
Όπως είναι γνωστό, τα εξειδικευμένα αρχέγονα κύτταρα του αίματος (blood multipotent stem cells), που εντοπίζονται στο μυελό των οστών παιδιών και ενηλίκων και σε πολύ μικρές ποσότητες στην αιματική κυκλοφορία, ανανεώνουν τα αποθέματα του αίματος σε λευκά και σε ερυθρά αιμοσφαίρια, καθώς και σε αιμοπετάλια σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Η επιβίωσή μας δεν είναι συνεπώς δυνατή χωρίς τα αιμοποιητικά αρχέγονα κύτταρα.
Αιμοποιητικά αρχέγονα κύτταρα ή βλαστοκύτταρα μπορούν να ληφθούν από το μυελό των οστών δότου ή από τους ίδιους τους ασθενείς (πριν τη χημειοθεραπεία) ή και από το περιφερικό αίμα (μετά από θεραπεία που παρακινεί την έξοδο αρχέγονων κυττάρων από το μυελό των οστών στην αιματική κυκλοφορία), αλλά κυρίως από το αίμα του ομφαλίου λώρου και του πλακούντα. Στην τελευταία περίπτωση, τα εμβρυϊκά αρχέγονα κύτταρα λαμβάνονται από τον ομφάλιο λώρο και τον πλακούντα αμέσως μετά τη γέννηση του εμβρύου και διατηρούνται σε τράπεζες αίματος ομφαλίου λώρου (cord blood banks) για μελλοντική μεταμόσχευση. Για τη λήψη αίματος από τον ομφάλιο λώρο είναι αναγκαία η γραπτή συγκατάθεση του δότου της λεχώνας ή του ζεύγους. Στις παραπάνω τράπεζες υπάρχει η δυνατότητα αποθήκευσης ποικίλων κυτταρικών μοσχευμάτων, που θα καλύπτουν τις ανάγκες της ιστικής συμβατότητας. Προσφάτως μάλιστα έχει αναπτυχθεί ένα διεθνές δίκτυο τραπεζών για αρχέγονα βλαστοκύτταρα, το Eurocord, που συνδέει on line όλες τις τράπεζες αίματος ομφαλίου λώρου στην Ευρώπη. Τα αρχέγονα βλαστοκύτταρα λαμβάνονται από το αίμα ομφάλιου λώρου για αλλογενείς κυτταρικές μεταμοσχεύσεις με στόχο την ελαχιστοποίηση του κινδύνου της ασυμβατότητας. Η δημιουργία των τραπεζών αυτών θα μπορούσε να παρακάμψει την πρακτική της χρήσης αρχέγονων κυττάρων που λαμβάνονται από ανθρώπινα έμβρυα ή ανθρώπινους εμβρυϊκούς ιστούς, συμπεριλαμβανομένης της θεραπευτικής κλωνοποίησης.


2. ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

2.1. Βιο-ηθικά διλήμματα
Είναι κατανοητό ότι η λήψη πολυδύναμων αρχέγονων κυττάρων από διάφορες πηγές και η πειραματική έρευνα, καθώς και η θεραπευτική χρήση κυτταρικών μοσχευμάτων προβληματίζουν τους επιστήμονες και δημιουργούν ένα ζοφερό ψυχικό και συναισθηματικό τοπίο, όσον αφορά τα δεοντολογικά και βιο-ηθικά διλήμματα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν τα πολυδύναμα αρχέγονα κύτταρα πρέπει να θεωρούνται ως εν δυνάμει άνθρωπος, που έχει τη δική του προσωπικότητα. Η ηθική θεώρηση του προβλήματος από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Κολέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων (EBCOG- European Board and College of Obstetricians and Gynaecologists) έχει σε γενικές γραμμές ως ακολούθως:
· Το ανθρώπινο έμβρυο έχει δική του προσωπικότητα και έχει το δικαίωμα σεβασμού και προστασίας. Παρά ταύτα, ο σεβασμός και η προστασία δεν είναι έννοιες απόλυτες, από τη στιγμή που τα πλεονάζοντα έμβρυα προγραμμάτων εξωσωματικής γονιμοποίησης μπορούν να απορριφθούν.
· Τα λαμβανόμενα από τη βλαστοκύστη αρχέγονα κύτταρα δεν έχουν από μόνα τους την ικανότητα να εξελιχθούν σε ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά πρέπει να τα χειριζόμαστε με σεβασμό όπως κάθε ανθρώπινο ιστό.
· Η έρευνα σε ανθρώπινα εμβρυονικά αρχέγονα κύτταρα μπορεί να καταστεί αναγκαία, εάν θέλουμε να είναι επιτυχής η δυνητική θεραπεία συγγενών και επίκτητων νοσημάτων.

2.2. Δεοντολογική και νομική θεώρηση
Το EBCOG προχωρεί στις ακόλουθες συστάσεις:
- Είναι αναγκαία η πλήρης ενημέρωση και η έγγραφη συναίνεση των δωρητών αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων από το αίμα ομφαλίου λώρου, πριν ή σε λιγότερο από 48 ώρες μετά τη λήψη, ή αρχέγονων κυττάρων ενηλίκων με βάση το σεβασμό της ακεραιότητας του ανθρώπινου σώματος.
Η έγγραφη συναίνεση της μητέρας πρέπει να παρέχει εξουσιοδότηση για:
- εναποθήκευση του αίματος του ομφαλίου λώρου προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο το χρειάζεται,
- απόρριψη από την Τράπεζα των μονάδων που δεν πληρούν τα κριτήρια για εναποθήκευση,
- χρησιμοποίηση του δείγματος για έλεγχο, έρευνα ή άλλους αξιόλογους σκοπούς,
- Οι νομικές προϋποθέσεις για τη λήψη εμβρυϊκών αρχέγονων κυττάρων, που λαμβάνονται σε περίπτωση διακοπής της εγκυμοσύνης, δεν πρέπει να αγνοούνται. Η πλήρης ενημέρωση και η έγγραφη συναίνεση των δωρητών είναι αναγκαία και στην περίπτωση αυτή.
- Πλήρης ενημέρωση και η έγγραφη συναίνεση απαιτείται και στην περίπτωση καλλιέργειας μετά την απόψυξη των πλεοναζόντων εμβρύων, που γίνεται με στόχο την ανάπτυξη βλαστοκύστης για τη λήψη και την πειραματική έρευνα εμβρυονικών αρχέγονων κυττάρων.
- Η χρήση αρχέγονων κυττάρων, που λαμβάνονται με τη διαδικασία της κλωνοποίησης, πρέπει να απαγορευθεί επειδή δημιουργεί σοβαρά ηθικά προβλήματα και συνδέεται με υψηλό κίνδυνο ανωμαλιών. Όμως, θα μπορεί να γίνει αποδεκτή η χρήση τους στο μέλλον κάτω από αυστηρούς κανόνες και προϋποθέσεις, όταν επιλυθούν τα προβλήματα αυτά.

ΒιβλιογραφΙα
Allison-Thacker J, Rowen E, Stephens C, Veasey W, Issit L (2002). Umbilical cord blood banking: What should I do with my baby' s cord blood ?, J. Pediatric Oncol. Nurs, 19 (2): 69
Annas G (1999). Waste and Longing- The Legal Status of Placental- blood Banking. Legal Issues in Medicine. Massachusetts Medical Society
Bongo Ariff, Gardner DK (2000). In Trounson AO and Gardner DK: Hand book of in Vitro Fertilization, CRP Press
Burgio GR, Gluckman E, Locateli F (2003). Ethical reappraisal of 15 years of cord -blood transplantation. Lancet, 361:250-52
Gluckman E (2000). Ethical and legal aspects of placental/cord blood banking and transplant, The Hematology J; 1(1): 67-69.
Καλλιανίδης ΚΕ (2000). Γονιμοποίηση- Εμφύτευση- Δημιουργία του πλακούντα - από Μιχαλάς Σ.Π.: Επίτομη Μαιευτική και Γυναικολογία, σελ. 95.
Λουτράδης ΔΧ (2000): Στοιχεία Εμβρυολογίας Γεννητικού Συστήματος - από Μιχαλάς Σ.Π.: Επίτομη Μαιευτική και Γυναικολογία, σελ. 25.
Mitchel SC, Wagner JE (1997). Placental and/ umbilical Cord Blood: An Alternative Source of Hematopoietic Stem Cells for Transplantation, Blood
the Journal of American Society of Hematology, 90, No 12, pp 4665-4678
Shamblott Michael et al (1998): Derivation of pluripotent stem cells from cultured human primordial germ cells, PNAS, 95: 13726-13731
Thomson J et al (1998): Embryonic stem cell lines derived from human Blastocyst, Science, 282:1145-1147
Van Assche A (2001): The use of stem cells. View of the European Board and College of Obstetricians and Gynaecologists. Θέματα Μαιευτικής Γυναικολογίας. ΙΣΤ’, 2002 (2)125.
Veeck LL (1998). An Atlas of Human Gametes and Conceptuses. An Illustrated Reference for Assisted Reproductive Technology. The Parthenon Publishing Group
Verlinsky Yury, Kuliev Anver (2000): An Atlas of Preimplantation Genetic Diagnosis, The Parthenon Publishing Group.
Wilnut I, Schnieke AE, McWhir J, Kind AJ, Cambell KHS (1997). Viable offspring derived from fetal and adult mammalian cells. Nature, 385:810-13


 

ΗΟΜΕPAGE