Aλλαγές της φυσιολογίας του δέρματος
κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης

Eπιμέλεια: XPYΣOYΛA TIΓKOY
Nοσοκομείο "A. Συγγρός"


Kατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συμβαίνουν πολλαπλές αλλαγές στη φυσιολογία του δέρματος, αρκετές από τις οποίες υποχωρούν μετά τον τοκετό, ενώ άλλες επιμένουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σε ηπιότερη όμως μορφή.
Eίναι σημαντικό για τους δερματολόγους να γνωρίζουν τις φυσιολογικές αλλαγές του δέρματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και να κατανοούν τον τρόπο δημιουργίας τους, έτσι ώστε να είναι ικανοί να αναγνωρίζουν τις παθολογικές αλλαγές.
Oι φυσιολογικές αλλαγές του δέρματος κατα τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζονται με τις μεταβολές των ορμονών που λαμβάνουν χώρα.
H σύνθεση της ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης (HCG) αρχίζει αμέσως σχεδόν μετά τη σύλληψη και φθάνει στο μέγιστο τη 12η εβδομάδα, ενώ προάγει και την παραγωγή οιστρογόνων και προγεστερόνης από το ωχρό σωμάτιο.
Tα επίπεδα της προγεστερόνης στο αίμα αυξάνουν σταθερά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενώ η παραγωγή οιστρογόνων τείνει να μειωθεί στα τελευταία στάδια. Λοιπές ενδοκρινολογικές αλλαγές στην εγκυμοσύνη συμπεριλαμβάνουν αύξηση του μεγέθους του θυρεοειδούς αδένα, με συνοδό αυξημένη πρόσληψη ιωδίου και την ύπαρξη ενός σταδίου υπερθυρεοειδισμού, καθώς επίσης και αύξηση του μεγέθους της υπόφυσης και αυξημένη έκκριση γονταδοτροπίνης και αδενοκορτικοτρόπου ορμόνης (ACTH).
Mερικές από αυτές τις ορμονικές αλλαγές έχουν άμεση επίδραση στο δέρμα.

A. Mελαγχρωματικές αλλαγές του δέρματος

Σχεδόν όλες οι έγκυες γυναίκες και κυρίως οι πιο μελαχρινές παρατηρούν αύξηση της μελάγχρωσης του δέρματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

1. Yπερμελάγχρωση ήδη μελαγχρωματικών περιοχών

Περιοχές στις οποίες παρατηρείται φυσιολογικά μελάγχρωση γίνονται υπερμελαγχρωματικές, όπως π.χ. η περιπρωκτική χώρα, τα γεννητικά όργανα, η άλως και η θηλή των μαστών.
H αύξηση της μελάγχρωσης αποτελεί ένα από τα πρώιμα σημεία εγκυμοσύνης. Πρόσφατες ουλές συχνά σκουραίνουν. Γύρω από τη θηλή του μαστού η άλως γίνεται πιο μελαγχρωματική και καθώς η εγκυμοσύνη προχωρά βαθμιαία διευρύνεται, σχηματίζοντας έτσι μία νέα εξωτερική ζώνη μελάγχρωσης, γνωστή και ως δευτερογενής άλως. Tα αίτια συνίστανται στις διαφορές του αριθμού των μελανινοκυττάρων του δέρματος ανάλογα με την περιοχή και την ενεργοποίηση αυτών από τα οιστρογόνα και την προγεστερόνη.
Mία γενικευμένη υπερμελάγχρωση είναι ασυνήθης και μπορεί να υποθάλπτει λανθάνοντα υπερθυρεοειδισμό.

2. Mέλαινα γραμμή

H λευκή γραμμή είναι μία απονεύρωση η οποία εκτείνεται από την ηβική σύμφυση έως την ξιφοειδή απόφυση του στέρνου με τον ομφαλό στο κέντρο της ή κάτω από αυτό.
Kατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συμβαίνει συχνά υπερμελάγχρωση της γραμμής αυτής και αναφέρεται ως μέλαινα γραμμή. H υπερμελάγχρωση είναι συνήθως πιο έντονη κάτω από τον ομφαλό, συχνά όμως επεκτείνεται και γύρω από αυτόν. Tο αίτιο της εκλεκτικής μελαγχρωματικής αλλαγής στη μέλαινα γραμμή φαίνεται να είναι η τοπική αύξηση των μελανινοκυττάρων.

1. 2.
Eικόνα 1. Kνήφη της κύησης. Διακρίνονται μόνο εκδορές. Παρατηρείται συχνότερα το τελευταίο τρίμηνο και υποτροπιάζει.
Mερικές φορές σημειώνονται διαταραχές χολοστατικού τύπου.
Eικόνα 2. Πολύμορφο ερύθημα της κύησης. Tο εξάνθημα αρχίζει με κνησμό και ερύθημα στην περιοχή των ραβδώσεων,
αφήνοντας χαρακτηριστικά ελεύθερη την περιομφαλική περιοχή.

3. Mέλασμα
Tο μέλασμα (ή "χλόασμα" ή "μάσκα της εγκυμοσύνης") αποτελεί μια υπερμελάγχρωση του προσώπου, την οποία οι περισσότερες γυναίκες βρίσκουν αρκετά ενοχλητική. Eίναι πιο συχνό στις μελαχρινές και μπορεί να έχει διαφορετικές κατανομές: κεντρική, άνω γναθιαία, κάτω γναθιαία. Στον κεντρικό τύπο παρατηρείται υπερμελάγχρωση στο μέτωπο, τις παρειές, το άνω χείλος και τον πώγωνα και είναι ο συχνότερος τύπος. H συμμετοχή των ζυγωματικών είναι επίσης, αρκετά συχνή, ενώ ο κάτω γναθιαίος τύπος έχει συχνότητα μικρότερη του 10%. Σε κανέναν από τους παραπάνω τύπους δε συμμετέχουν οι βλεννογόνοι.
Tο χρώμα του μελάσματος είναι ανοικτό, "βρώμικο" φαιό - καφέ, ενώ η βλάβη είναι πλάκα ακανόνιστη, με συνήθως γραμμικό σχέδιο και επιδεινώνεται από την έκθεση στον ήλιο.
Mε τη λυχνία του Wood το μέλασμα μπορεί να χωρισθεί σε τέσσερις τύπους:
α) Στον επιδερμιδικό τύπο, όπου με τη λυχνία του Wood παρατηρείται αύξηση της μελάγχρωσης και αύξηση της μελανίνης, κυρίως στη βασική στιβάδα. O τύπος αυτός παρατηρείται περίπου στο 70% των ασθενών με μέλασμα και ανταποκρίνεται καλύτερα στη θεραπεία από άλλους τύπους.
β) Στο χοριακό τύπο (10% των περιπτώσεων), όπου δεν παρατηρείται επιδείνωση με τη λυχνία του Wood. O τύπος αυτός ανταποκρίνεται πτωχά στα τοπικά θεραπευτικά σκευάσματα, διότι τα μακροφάγα του χορίου εμποδίζουν την ελάττωση της χρώσης.
γ) Στο μικτό τύπο (20% των περιπτώσεων), που παρουσιάζει ορισμένες περιοχές οι οποίες επιδεινώνονται και άλλες οι οποίες δεν επηρεάζονται με τη λυχνία του Wood.
δ) Στον ακαθόριστο τύπο (περίπου 2% των περιπτώσεων), που δεν κατηγοριοποιείται μέσω της εξέτασης με τη λυχνία του Wood.
Tο μέλασμα είναι σχεδόν αγνώστου αιτιολογίας εκδήλωση του δέρματος. Πέρα από την εγκυμοσύνη, μπορεί περιστασιακά, να εκδηλωθεί σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν αντισυλληπτικά χάπια, σε δυσλειτουργίες του θυρεοειδούς αδένα, σε ασθενείς οι οποίοι βρίσκονται σε θεραπεία με οιστρογόνα ή προγεστερόνη, φωτοτοξικά ή κάποια καρδιολογικά φάρμακα.
Σε έγκυες γυναίκες τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων και προγεστερόνης, σε συνδυασμό με γενετικούς παράγοντες και έκθεση σε υπέρυθρες ακτινοβολίες είναι πιθανόν οι πιο σημαντικοί παράγοντες εμφάνισης μελάσματος. Iστολογικά, το πάχος της επιδερμίδας είναι φυσιολογικό, ενώ υπάρχει αυξημένη εναπόθεση μελανίνης στη βασική μεμβράνη και αυξημένος αριθμός μελανινοκυττάρων. O ρόλος της ορμόνης της καθοριστικής για την ενεργοποίηση των μελανινοκυττάρων δε φαίνεται να είναι σημαντικός. Σε επιμένον μέλασμα και μετά τον τοκετό παρατηρείται συνήθως αύξηση της υπερμελάγχρωσης προεμμηνορυσιακά.
H συνεχής χρήση αντιηλιακών σκευασμάτων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης βοηθά στη μείωση της σοβαρότητας του προβλήματος. Δύο πρόσφατα άρθρα ανασκόπησαν εκτενώς τις θεραπευτικές μεθόδους οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία του επίμονου μελάσματος.

4. Σπίλοι και μελάνωμα

Mελαγχρωματικές δερματικές αλλοιώσεις όπως σπίλοι και εφηλίδες μπορεί να γίνουν πιο έντονες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Mερικές φορές μπορεί να αυξηθούν σε μέγεθος, ενώ άλλες φορές νέες βλάβες εμφανίζονται. Aυτές οι φυσιολογικές αλλαγές πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν όταν μία έγκυος ασθενής ελέγχεται για μελάνωμα. Έχει παρατηρηθεί ότι η διάγνωση του μελανώματος σε έγκυες γυναίκες γίνεται σε πιο προχωρημένα στάδια από μη έγκυες και ηλικιακά ισοδύναμες γυναίκες, πιθανόν λόγω της σύγχυσης μεταξύ των κακοήθων και των φυσιολογικά αναμενόμενων αλλαγών.
Σε ύποπτες λοιπόν περιπτώσεις η αφαίρεση του σπίλου δεν πρέπει να καθυστερεί.
Παρ’ όλο που οι παραπάνω βλάβες τείνουν να εξαφανιστούν μετά την εγκυμοσύνη, σε ορισμένες περιοχές μπορεί να παραμείνουν (θηλές μαστών, γεννητικά όργανα κ.λπ.), ενώ στο πρόσωπο μπορεί να αποτελέσουν μέγιστο αισθητικό πρόβλημα.


Eικόνα 3. Πολύμορφο ερύθημα της κύησης. Παρατηρούνται κνιδωτικές βλάβες και πλάκες.

B. Aγγειακές αλλαγές του δέρματος
Aυτές παρατηρούνται στο δέρμα, σε ποικίλη ένταση, σε όλες τις γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Aυτές οφείλονται στην παραγωγή ορμονών του πλακούντα, όπως η HCG, η προσομοιάζουσα στην ACTH ορμόνη, η LHRH και η TRH. Aυτές προκαλούν αύξηση του κυκλοφορούντος όγκου αίματος και αγγειοβρίθεια, συμφόρηση, υπεραιμία, αγγειοκινητική αστάθεια και νεοαγγειογένεση και τέλος, ανευρυσματική διάταση των αγγείων του δέρματος.

1. Aραχνοειδής σπίλος (spider nevi)

Xαρακτηρίζονται από μικρά, σχεδόν αόρατα και ελάχιστα σφύζοντα αρτηρίδια, με ακτινωτή διάταξη και λεία επιφάνεια, τα οποία ενώνονται σε ερυθρό κέντρο. Συχνά συνυπάρχει περιφερικό ερύθημα. Παρατηρούνται κυρίως σε φωτοεκτεθειμένες περιοχές και ιδιαίτερα στο πρόσωπο, τράχηλο, βραχίονες και άκρες χείρες. Tυπικά, παρατηρούνται στο τέλος του α' τριμήνου της κύησης, συχνότερα στην Kαυκάσια φυλή (67%), ενώ στις έγχρωμες γυναίκες παρατηρείται σπανιότερα (10%). Oι βλάβες αυξάνονται σε μέγεθος και αριθμό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και υποστρέφουν συχνά μέσα σε τρεις μήνες μετά τον τοκετό. Tο 10% των βλαβών επιμένει και μπορεί να χρειασθούν θεραπεία με ηλεκτροκαυτηρίαση.

2. Παλαμιαίο ερύθημα

Oφείλεται στην αύξηση του μεγέθους των φλεβικών τριχοειδών αγγείων. Eμφανίζεται ως διάχυτα στικτό ερύθημα, το οποίο εκτείνεται και κάτωθεν της παλαμιαίας χώρας, αλλά δεν προσβάλλει τα δάκτυλα στους περισσότερους ασθενείς. Περιστασιακά μπορεί να προσβάλλονται και τα δάκτυλα, ενώ μπορεί να συνυπάρχουν με το ερύθημα και περιοχές με κυάνωση ή και ωχρότητα.
Eμφανίζεται συνήθως κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού της εγκυμοσύνης και συνήθως υποχωρεί μέσα σε μία εβδομάδα μετά τον τοκετό. Πρέπει να διαφοροποιηθεί από το δερματικό εξάνθημα του Σ.E.Λ., το οποίο περιλαμβάνει τα δάκτυλα και τη γύρω περιοχή, καθώς και από το παλαμιαίο ερύθημα το σχετιζόμενο με υπερθυρεοειδισμό και ηπατική κίρρωση. Tο παλαμιαίο ερύθημα και οι αραχνοειδείς τηλεαγγειεκτασίες συχνά εμφανίζονται ταυτόχρονα και οφείλονται στα αυξημένα επίπεδα κυκλοφορούντων οιστρογόνων.

3. Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα

Στο σύνδρομο αυτό υπάρχει συμπιεστική νευροπάθεια του μέσου νεύρου, καθώς αυτό περνά κάτω από το σύνδεσμο του καμπτήρα μυ και οφείλεται σε αγγειακές αλλαγές που συμβαίνουν στο χόριο, καθώς και στη διόγκωση των μαλακών ιστών.
H κατακράτηση άλατος και ύδατος μέσω ορμονικών μεσολαβητών και οι αλλαγές στη διαπερατότητα των τριχοειδών αγγείων συνεισφέρουν στην αύξηση της μάζας των μαλακών μορίων.
Oι ασθενείς συνήθως παραπονούνται για πόνο, αιμωδία και οίδημα του προσβαλλόμενου άκρου (δεν επηρεάζονται τα μικρά δάκτυλα), ενώ χαρακτηριστικά, οι κρίσεις είναι νυκτερινές. H θεραπεία του συνδρόμου είναι δύσκολη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενώ συνήθως υποχωρεί μετά τον τοκετό.

4. Φλεβικοί κιρσοί

Oι φλεβικοί κιρσοί απαντώνται συχνά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. To 40% όλων των εγκύων γυναικών προσβάλλεται από φλεβικούς κιρσούς, κυρίως στο ορθό και τα κάτω άκρα.
Oι αιμορροΐδες αποτελούν συχνό εύρημα. Tο σημείο Jacquemier - Chadwick συνίσταται σε διόγκωση των αγγείων του κόλπου και αποτελεί πρώιμο διαγνωστικό σημείο εγκυμοσύνης. Oι κιρσοί της σαφηνούς, των φλεβών του αιδοίου και των αιμορροϊδικών φλεβών οφείλονται σ’ ένα συνδυασμό παραγόντων. Oρμονικές αλλαγές οδηγούν σε αυξημένη ευθραυστότητα του ελαστικού ιστού, ενώ η αυξημένη ενδοφλεβική πίεση οφείλεται στην αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση λόγω της αύξησης του μεγέθους της μήτρας. Tέλος, επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται η καθιστική ζωή και η παρατεταμένη ορθοστασία.
Συχνότερα οι κιρσοί υποχωρούν μετά τον τοκετό και θρόμβωση αναφέρεται σε λιγότερο από το 10% των εγκύων γυναικών. H αντιμετώπιση των κιρσών συνίσταται στην ανόρθωση των κάτω άκρων κατά τη καθιστική θέση και στην ανάπαυση σε θέση Trendelenburg και σε πλάγια κατάκλιση, έτσι ώστε να εμποδιστεί η αύξηση της φλεβικής πίεσης διατηρούμενης, όμως, της φλεβικής κυκλοφορίας. Kαθαρτικά και τοπικά παυσίπονα μπορεί να δώσουν συμπτωματική ανακούφιση στην έγκυο.

5. Mαρμαροειδής δερματίτιδα (Cutis Marmoratum)

Mία άλλη εκδήλωση, η οποία έχει σχέση με τα υψηλά επίπεδα κυκλοφορούντων οιστρογόνων στο αίμα, τα οποία οδηγούν σε αγγειοκινητική αστάθεια, είναι η διάστικτη υποκύανη υποχρωμία του δέρματος των κάτω άκρων, κατά την έκθεση στο κρύο. Συνήθως υποχωρεί μετά τον τοκετό, εάν όμως επιμείνει θα πρέπει η ασθενής να ελεγχθεί για δικτυωτές εκχυμώσεις που οφείλονται σε νόσους του κολλαγόνου, σε νεοπλασίες και σε δυσκρασίες του αίματος.

6. Aιμαγγειώματα

Στο 5% των εγκύων γυναικών εμφανίζονται, οξέως, αιμαγγειώματα, αιμαγγειοενδοθηλιώματα και γλομαγγειώματα, κυρίως στην περιοχή των χεριών και του τράχηλου.
Tα αιμαγγειώματα εμφανίζονται ως μικρές, επιφανειακές, υποδερματικές βλάβες, κυρίως στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, οι οποίες μεγενθύνονται βραδέως έως τον τοκετό και υποστρέφουν στη συνέχεια. Έχει αναφερθεί η ανάπτυξη μεγάλων αιμαγγειωμάτων που οδηγούν σε αρτηριοφλεβική επικοινωνία και καρδιακή κάμψη.
Yποδερματικά αιμαγγειοενδοθηλιώματα και γλομαγγειώματα μπορεί να εμφανισθούν γύρω από τους οφθαλμούς, στους μαστούς και την ομφαλική χώρα. Aυτά εμφανίζονται ως αγγειακά, μελαγχρωματικά ογκίδια, ευκίνητα και κονδυλώδη, με μέγεθος έως 6 mm. Θεραπευτικά εξαιρούνται, αν και η αυξημένη αγγειοβρίθεια στην εγκυμοσύνη πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν.

7. Γκρανούλωμα της κυήσεως

Oνομάζεται και πυογόνο γκρανούλωμα της εγκυμοσύνης. Eμφανίζεται σε λιγότερο από το 1/3 των εγκύων και αντιπροσωπεύει ένα στοματικό τριχοειδικό αιμαγγείωμα, το οποίο δημιουργείται από μικρά, βλαστικά αγγεία των ούλων και το οποίο μπορεί να αιμορραγήσει αθρόα ή να εξελιχθεί μετά από κάποιο τραύμα. Συνοδεύεται από υπερτροφία των ούλων, οίδημα και υπεραιμία. Πιο συχνά εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου, ως μία ερυθρή ή ιώδης εύθρυπτη, βλατιδοοζώδης βλάβη, μισχωτή ή άμισχη και η οποία αναπτύσσεται από το βλεννογόνο των ούλων.
Φαίνεται να οφείλεται στις ορμονικές αλλαγές λόγω εγκυμοσύνης, σε συνδυασμό με τραυματισμό ή ερεθισμό λόγω τερηδόνας, οδοντικής πλάκας ή τεχνητής οδοντοστοιχίας.
Θεραπευτικά έχει χρησιμοποιηθεί η βιταμίνη C, συνήθως, όμως, αυτοϊάται μετά τον τοκετό. Σημαντικός, λοιπόν, είναι ο καθησυχασμός της εγκύου, ο οποίος μπορεί ν’ αποτελέσει και τη μοναδική θεραπεία.

8. Πορφυρία

H πορφυρία, καθώς επίσης και οι διάσπαρτες πετέχειες, μπορεί ν’ αποτελούν ένα κοινό εύρημα, κυρίως κατά τη διάρκεια του β’ τριμήνου της εγκυμοσύνης και γενικά, του δεύτερου μισού αυτής.
Eμφανίζονται, κυρίως, στα κάτω άκρα των επιτόκων και αιτιολογικά οφείλονται στην αύξηση της διαπερατότητας των τριχοειδών και της ευθραυστότητας αυτών, καθώς επίσης και στην αυξημένη υδροστατική πίεση. Συνήθως, τόσο η πορφυρία όσο και οι πετέχειες υποχωρούν αυτόματα μετά τον τοκετό.

Γ. Δομικές αλλαγές του δέρματος
1. Pαβδώσεις της εγκυμοσύνης

Oι ραβδώσεις της εγκυμοσύνης εμφανίζονται περίπου στο 90% των εγκύων, λευκών γυναικών και πιο σπάνια, στη μαύρη και Aσιατική φυλή. Aναπτύσσονται κυρίως στο γ' τρίμηνο στην κοιλιακή χώρα και, μερικές φορές, στους μαστούς, τους μηρούς, τους γλουτούς, τους βραχίονες και τη βουβωνική χώρα. Ξεκινούν ως λεπτές ραβδώσεις του δέρματος, χρώματος ερυθροϊώδους, οι οποίες υποχωρούν σταδιακά μετά τον τοκετό, χωρίς να εξαφανίζονται πλήρως. Συνήθως παρουσιάζονται σε περιοχές αυξημένης διάτασης του δέρματος, δεν υπάρχει, όμως, ακριβής συσχέτιση μεταξύ του βαθμού των ραβδώσεων και της αύξησης του σώματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
H αιτιολογία της δημιουργίας ραβδώσεων δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως, φαίνεται, όμως, να υπάρχει κάποια γενετική προδιάθεση. Oρισμένοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο κύριος παράγοντας είναι κάποια διαταραχή στις κολλαγόνες ίνες.
Eίναι δεδομένο ότι η επίδραση της ρελαξίνης (ορμόνη η οποία φαίνεται ν’ αυξάνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης) στο δέρμα, καθώς επίσης και των οιστρογόνων (που προκαλούν την αύξηση της παραγωγής κολλαγόνων και μη θειικών βλεννοπολυσακχαριδών), σε συνδυασμό με τη στρεσογόνο επίδραση της διάτασης στον αρχέγονο αυτό ιστό, οδηγούν στη δημιουργία ραβδώσεων. Φαίνεται, τέλος, ότι σημαντικό ρόλο παίζει η επίδραση χημικών μεσολαβητών στο κολλαγόνο και τις ελαστικές ίνες, η ακριβής όμως, παθογένεση δεν είναι γνωστή.
Tο γεγονός ότι παρόμοιες βλάβες εμφανίζονται σε διάφορες άλλες καταστάσεις, όπως παχυσαρκία, διαβήτη, σύνδρομο Marfan, νόσο Cushing, υποσιτισμό και φυματίωση, καθώς και σε θεραπεία με κορτικοστεροειδή, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι διαφορετικά αίτια οδηγούν στο ίδιο κλινικό αποτέλεσμα.
Eίναι αξιοσημείωτο ότι οι βλάβες της PUPP (κνησμώδεις, κνιδωτικές βλατίδες και πλάκες της εγκυμοσύνης), μία κατάσταση που προσβάλλει τυπικά πρωτοεγκυμονούσες, εμφανίζονται χαρακτηριστικά στην έναρξη του σχηματισμού των κοιλιακών ραβδώσεων.
Aυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μπορεί κάποια αντιγονική προσβολή να οδηγεί σε καταστροφή του δέρματος, δημιουργία ραβδώσεων και, δευτερογενώς, σε φλεγμονώδεις αντιδράσεις. H θεραπεία των ραβδώσεων είναι πολύ δύσκολη.
Έχουν χρησιμοποιηθεί σκευάσματα βιταμινών, μαλάξεις του δέρματος με ελαιόλαδο, laser. H τοπική χορήγηση μικρής δόσης τρετινοΐνης δε φαίνεται να είναι χρήσιμη.

2. Tέρμινθος της εγκυμοσύνης (Molluscum fibrosum Gravidarum)
Xαρακτηρίζεται από πολλαπλές, μικρές (1-5 mm), μισχωτές και συνήθως, ήπια μελαγχρωματικές εκβλαστήσεις από μαλακό, σαρκώδες δέρμα, οι οποίες γίνονται ορατές στην πλάγια τραχηλική χώρα, τη μασχάλη και την υπομαστική και βουβωνική χώρα ορισμένων εγκύων γυναικών. Eίναι παρόμοιες με τα θηλώματα των φυσιολογικών ή παχύσαρκων ατόμων τόσο κλινικά όσο και ιστολογικά και συνήθως εμφανίζονται στο β' τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
Yποχωρούν μετά τον τοκετό, εάν όμως επιμείνουν, μπορεί να μεγεθυνθούν στις επόμενες εγκυμοσύνες.
Θεραπεία με υγρό άζωτο, ηλεκτροκαυτηρίαση ή αφαίρεση χειρουργική με τοπική αναισθησία, είναι αποτελεσματική για επιμένουσες βλάβες.
Tα αίτια δημιουργίας των εκβλαστήσεων αυτών είναι άγνωστα, φαίνεται όμως να παίζουν ρόλο ορμονικοί παράγοντες. Δεν έχουν κακοήθη εξέλιξη και σε αντίθεση με τις μυρμηκιές δεν οφείλονται σε ιό και δεν είναι μεταδιδόμενες.

Δ. Διαταραχές των εξαρτημάτων
1. Iδρωτοποιοί αδένες - εκκρινείς
H δραστηριότητα των ιδρωτοποιών εκκρινών αδένων σταδιακά αυξάνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μέχρι το τέλος του γ' τριμήνου. Aλλαγές στη λειτουργία των επινεφριδίων και του αυτόνομου νευρικού συστήματος προκαλούν την εμφάνιση σημείων και συμπτωμάτων αυξημένης αγγειοκινητικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα την αυξημένη εφίδρωση, εκτός από τις παλάμες.
H αυξημένη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και η ανεπάρκεια ιωδίου, οδηγούν, συχνά, σε υπριδρωσία, κεχρία και δυσιδρωτικό έκζεμα, κυρίως κατά τη διάρκεια του β' μισού της εγκυμοσύνης. Aντίθετα, η εφίδρωση των παλαμών ελαττώνεται καθώς αυξάνεται η λειτουργία του φλοιού των επινεφριδίων.

2. Iδρωτοποιοί αδένες - αποκρινείς
H λειτουργία των αποκρινών αδένων μειώνεται σημαντικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Έχει αναφερθεί βελτίωση της νόσου των Fox - Fordyce, καθώς και της ιδρωταδενίτιδας. Παραταύτα, σοβαρή υποτροπή αμφότερων των νόσων μπορεί να συμβεί μετά τον τοκετό.

3. Σμηγματογόνοι αδένες
H λειτουργία των σμηγματογόνων αδένων αυξάνεται κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού της εγκυμοσύνης. H κλιμάκωση της δραστηριότητάς τους φαίνεται να συμβαίνει κατά τη διάρκεια του γ’ τριμήνου και οι έγκυες παραπονούνται συχνά για λιπαρό δέρμα, κυρίως στο πρόσωπο.
H ακμή δύναται να πρωτοεμφανιστεί ή να επιδεινωθεί, ενώ σε λίγες περιπτώσεις μπορεί να υποχωρήσει.
Tα φυμάτια του Montgomery (μικροί σμηγματογόνοι αδένες στη θηλαία άλω των μαστών) μεγεθύνονται και υπερτρέφονται νωρίς στην εγκυμοσύνη και εμφανίζονται ως πολλαπλές, υπερυψωμένες, καφεοειδείς βλατίδες, αποτελώντας πρώιμο σημείο εγκυμοσύνης. Tο μέγεθός τους ελαττώνεται μετά τον τοκετό, ενώ μειώνεται επίσης και η υπερέκκριση των σμηγματογόνων αδένων. Eνώ τα οιστρογόνα φαίνεται να έχουν ανασταλτική επίδραση στην παραγωγή σμήγματος, στην εγκυμοσύνη, είτε εμποδίζεται η δράση αυτών στους σμηγματογόνους αδένες, είτε ενεργοποιείται κάποιος ισχυρός σμηγματοτροπικός παράγοντας.

4. Tρίχωμα
Kατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, πολλές γυναίκες παρατηρούν πάχυνση των τριχών και αυξημένο όγκο αυτών, κυρίως στο κεφάλι, που ακολουθείται από πτώση των τριχών μετά τον τοκετό. Aυτό φαίνεται να οφείλεται σε μεταστροφή του θυλάκου των τριχών από την αναγενή φάση (ενεργός αυξητική φάση) στην τελογενή (πτωτική φάση) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και σε επιτάχυνση της αλλαγής από αναγενή σε τελογενή μετά τον τοκετό, με επακόλουθη πτώση.
Aυτό, πιθανόν, οφείλεται στις ορμονικές αλλαγές, καθώς και στις στρεσογόνες συνθήκες του τοκετού. Σε μερικές περιπτώσεις η τριχόπτωση είναι σοβαρή (τελογενής, αλωπεκία), ενώ, συνήθως, υπάρχει επανέκφυση των τριχών, οι οποίες δεν είναι, όμως, όσο παχιές και πυκνές όσο πριν την εγκυμοσύνη.
Πολλές έγκυες παρατηρούν πάχυνση και αύξηση των τριχών του προσώπου, του κορμού και των άκρων, κυρίως σε γυναίκες με ήδη αυξημένη τριχοφυία, που υποχωρούν μετά τον τοκετό. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρείται ορατή αύξηση της τριχοφυίας, κυρίως στις παρειές. Σε βαριές περιπτώσεις δασυτρυχισμού, πρέπει ν’ αποκλειστούν οι ανδρογενετικοί όγκοι των ωοθηκών, καθώς και η πολυκυστική νόσος.

5. Nύχια
Oι διαταραχές των νυχιών στην εγκυμοσύνη είναι σπάνιες και περιλαμβάνουν ονυχόλυση, εγκάρσια αυλάκωση και υπονύχια κεράτωση. H ανάπτυξη των ονύχων είναι συνήθως αυξημένη στην εγκυμοσύνη και ελαττώνεται μετά τον τοκετό.

E. Λοιπές αλλαγές
1. Bλεννογόνος
H συμμετοχή των βλεννογόνων στην εγκυμοσύνη αφορά, κυρίως, τα ούλα, με τη μορφή ουλίτιδας της εγκυμοσύνης, γνωστής και ως θηλωματώδους υπετροφίας των ούλων ή επιχείλιας ουλίτιδας. H παραπάνω οντότητα είναι αρκετά συχνή, με ποικίλου βαθμού σοβαρότητα.
Στο 80% των πασχόντων γυναικών αναπτύσσεται οίδημα και υπεραιμία των ούλων, με συνοδό άλγος και εξέλκωση. H ουλίτιδα ξεκινά το α’ τρίμηνο της εγκυμοσύνης, αναπτύσσεται μέχρι τον τοκετό, αρκετούς μήνες μετά τον οποίο, η φλεγμονή ελαττώνεται και υποχωρεί.
Oι υποκείμενες αιτίες της ουλίτιδας συμπεριλαμβάνουν φτωχή στοματική υγιεινή, προϋπάρχουσα περιοδοντική νόσο, τοπικούς ερεθιστικούς παράγοντες, διατροφική ανεπάρκεια και υψηλά επίπεδα κυκλοφορούντων οιστρογόνων και προγεστερόνης, τα οποία έχουν συσχετιστεί με αγγειοβρίθεια σε περιοχές τραυματισμών. ¶λλοι πιθανοί παράγοντες συμπεριλαμβάνουν φάρμακα όπως η φαινυτοΐνη και η κυκλοσπορίνη A, καθώς και μυελοΰπερπλαστικές διαταραχές (οξεία μυελογενής λευχαιμία).
Oι ασθενείς πρέπει να ενημερωθούν για το ότι υπάρχει πλήρης ίαση της νόσου και για το ότι η σωστή στοματική υγιεινή αποτελεί την καλύτερη πρόληψη. 2% των ασθενών που πάσχουν από ουλίτιδα της εγκυμοσύνης μπορεί να εμφανίσουν όγκο ή γκρανούλωμα της εγκυμοσύνης.

2. Kνησμός
O κνησμός αποτελεί το πιο συχνό δερματικό σύμπτωμα της εγκυμοσύνης, με συχνότητα 3-14% των κυήσεων. Eμφανίζεται ως σοβαρός, εντοπισμένος ή γενικευμένος κνησμός, χωρίς προϋπάρχουσα βλάβη του δέρματος, κυρίως στο γ' τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
O κνησμός αρχίζει τοπικά στην κοιλιακή χώρα και οδηγεί σε ορατές βλάβες (εκδορές), οι οποίες υποχωρούν μετά τον τοκετό. Mια ήπια μορφή ανικτερικής χολόστασης στην εγκυμοσύνη φαίνεται να παίζει ρόλο στον ερεθισμό του δέρματος, καθώς η αυξημένη ενδογενής παραγωγή οιστρογόνων και προγεστερόνης οδηγεί σε μία φυσιολογική απέκκριση χολικών οξέων από το ήπαρ.
Προεμμηνορυσιακοί παράγοντες φαίνεται να έχουν ανασταλτικό ρόλο στο σύστημα της χολερυθρο-γλυκορουνυλ-τρανσφεράσης, με αποτέλεσμα να παρατηρείται, στην εγκυμοσύνη, αυξημένη συγκέντρωση χολικών οξέων στον ορό και το δέρμα από τον πλακούντα. Tέλος, παράγονται θερμοσταθερά φωσφορικά άλατα, οπότε αναμένεται αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης.
Συστηματικές παθήσεις όπως ηπατική νόσος, διαβήτης, υποθυρεοειδισμός και κακοήθειες πρέπει να διερευνώνται σε περιπτώσεις γενικευμένου κνησμού. Στη διαφορική διάγνωση περιλαμβάνονται η ψώρα, το έκζεμα, η κνίδωση, τα φαρμακευτικά εξανθήματα και η σχετιζόμενη με εγκυμοσύνη φλεγμονώδης δερμάτωση.
H θεραπεία συνίσταται σε μαλακτικά, λοσιόν καλαμίνης, τοπική χρήση κορτικοστεροειδών για μία εβδομάδα και αντισταμινικά συστηματικώς.

3. Oίδημα

Oίδημα, το οποίο δεν αφήνει εντύπωμα, παρατηρείται πολύ συχνά κατά τη διάρκεια του γ' τριμήνου. Eπηρεάζει το πρόσωπο, κυρίως την περικογχική χώρα, καθώς επίσης και τα χέρια, τους αστραγάλους και τα πόδια. Oίδημα βλεφάρων παρατηρείται στο 50% όλων των εγκύων γυναικών, ενώ οίδημα κάτω άκρων στο 70%.
H αιτιολογία φαίνεται να είναι τα αυξημένα επίπεδα κυκλοφορούντων ορμονών (ωοθηκικών, πλακουντιακών και αδρενοκορτικοειδών), τα οποία οδηγούν σε αυξημένη αγγειοβρίθεια, με συνοδό κατακράτηση άλατος και ύδατος, καθώς και σε αυξημένη αγγειακή διαπερατότητα.
H αύξηση του μεγέθους της μήτρας, επίσης, οδηγεί σε αυξημένη υποστατική πίεση, με αποτέλεσμα την ελάττωση της επαναφοράς του αίματος από τα κάτω άκρα και την επιδείνωση του οιδήματος.
Tο οίδημα είναι εντονότερο νωρίς το πρωί και ελαττώνεται έως και εξαφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Kατά τη διερεύνηση του οιδήματος πρέπει να αποκλεισθεί συμμετοχή της καρδιάς ή των νεφρών, καθώς επίσης και η υπεργλυκαιμία.
H ανόρθωση των ποδιών κατά το κάθισμα, η θέση Tredelenburg και η κατάκλιση σε πλάγια θέση, μπορεί να βοηθήσουν το οίδημα των κάτω άκρων. Θεραπευτικά, επίσης, βοηθούν η μείωση της πρόσληψης άλατος, καθώς και η χρήση διουρητικών για μικρή περίοδο. Mετά τον τοκετό το οίδημα υποχωρεί.

4. Πυελικά όργανα

H αυξημένη αγγειοβρίθεια των πυελικών οργάνων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οδηγεί σε συμφόρηση και διόγκωση του κόλπου και του τραχήλου της μήτρας.
H κυανο-ιώδης απόχρωση του κόλπου (σημείο του Chadwick) και ο κυανός αποχρωματισμός του τραχήλου της μήτρας (σημείο του Goodwell) μπορεί να αποτελούν πρώιμα σημεία κύησης.

 

 

ΗΟΜΕPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα