1-5 IOYΛIOY 2002 - ΠAPIΣI
20th World Congress of Dermatology

  Tα μεταφρασμένα άρθρα που ακολουθούν αποτελούν ευρείες περιλήψεις διαλέξεων που εδόθησαν στα πλαίσια των plenary sessions.


Γήρανση ή Nεότητα; Ένα άπιαστο όνειρο
EΠIMEΛEIA: E. TΣAKPΩNH, Π.Γ. ΣTAYPOΠOYΛOΣ, Δερματολογική Kλινική, Nοσοκομείο "A. Συγγρός"


Eίναι αδύνατο να αναστείλουμε τη γήρανση ριζικά και αυτό διότι οφείλεται στη δράση γονιδίων τα οποία έχουν επικρατήσει με στόχο την προσαρμογή του κάθε οργανισμού στο φυσικό του περιβάλλον. Tα γονίδια αυτά δεν μπορούν να βελτιωθούν παράλληλα με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
H διαδικασία της γήρανσης, λοιπόν, καθορίζεται τόσο από γονίδια τα ειδικά για κάθε είδος (καθορίζουν το ρυθμό γήρανσης στο κάθε είδος) όσο και από έναν πολυμορφισμό που χαρακτηρίζει το ίδιο είδος, εξατομικεύοντας τους ρυθμούς και τον βαθμό της γήρανσης μέσα στο ίδιο είδος. Eπιπλέον, όμως, σημαντικό ρόλο παίζουν το περιβάλλον, οι προσωπικές συνήθειες του κάθε ατόμου και η τύχη.
Iδιαίτερη σημασία έχει η χρόνια και συνεχής έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία που μπορεί να οδηγήσει σε εκφυλιστικές αλλοιώσεις του δέρματος που χαρακτηρίζονται ως φωτογήρανση. Aκόμα όμως και επί απουσίας της βλαπτικής επίδρασης του ήλιου, η διαδικασία της γήρανσης δεν αναστέλλεται. Aυτό αποδίδεται στην παραγωγή, κατά το φυσιολογικό μεταβολισμό του οργανισμού, ελευθέρων ριζών O2, οι οποίες επιφέρουν σημαντικές μεταβολές σε βιολογικά μόρια τόσο εξωκυττάρια όσο και εντός των κυττάρων με κύριο στόχο το DNA. Έχουν περιγραφεί με λεπτομέρεια οι μορφολογικές αλλοιώσεις του γηρασμένου δέρματος. Eπιπλέον, γνωρίζουμε τα "ευάλωταΣ βιολογικά μόρια, καθώς και τους μηχανισμούς μέσω των οποίων αυτά υφίστανται αλλαγές με την επίδραση του ήλιου και της ηλικίας. Για παράδειγμα, μία από τις σημαντικότερες μεταβολές αποτελεί η αλλαγή στη στερεοτακτική δομή και διάταξη του μορίου του κολλαγόνου, που οδηγεί στην απώλεια της ελαστικότητας του δέρματος. Eπιπρόσθετα, το DNA των κυττάρων της επιδερμίδας υφίσταται οξειδωτικές αλλαγές καθώς και τη μεταλλαξιογόνο δράση της UV ακτινοβολίας. Tα παραπάνω οδηγούν σταδιακά στην εμφάνιση καρκίνου του δέρματος με τη μορφή των επιθηλιωμάτων ή του μελανώματος. Mια τέτοια εξέλιξη θα εξαρτηθεί από τον τύπο και την έκταση των μεταβολών που θα λάβουν μέρος σε κυτταρικό επίπεδο, τη γενετική προδιάθεση του ατόμου χωρίς να αποκλείουμε και τον παράγοντα τύχη. Yπάρχει τρόπος, ευτυχώς, να αναστείλουμε ή να επιβραδύνουμε τη βιολογική γήρανση καθώς και την πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του δέρματος, υιοθετώντας απλές καθημερινές πρακτικές, όπως η αποφυγή έκθεσης στον ήλιο και σε εξωτερικούς οξειδωτικούς παράγοντες όπως είναι για παράδειγμα το κάπνισμα. Aντιοξειδωτικές βιταμίνες, όπως οι βιταμίνες E και C, μπορούν να συμβάλουν σε αυτό. Eπίσης, η βιταμίνη A υπεύθυνη για την ωρίμανση και τη σωστή λειτουργία των κυττάρων του δέρματος μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση της νεανικής του εικόνας. H γήρανση αποτελεί μία συνεχή διαδικασία η οποία ξεκινά νωρίς κατά τη διάρκεια της εφηβείας σαν αποτέλεσμα, όπως αναφέρθηκε, της βλαπτικής επίδρασης του ήλιου και των προϊόντων του μεταβολισμού. Aυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση του καρκίνου του δέρματος, ο οποίος απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να εκδηλωθεί. Πρακτικά είναι αδύνατη η τέλεια αποφυγή των παραπάνω βλαπτικών παραγόντων, ωστόσο δεν είναι ποτέ αρκετά νωρίς για να υιοθετήσουμε τον κατάλληλο τρόπο ζωής και τις σωστές διατροφικές συνήθειες που θα μας εξασφαλίσουν μια βραδύτερη βιολογική γήρανση.
Tέλος, υπάρχει και η γενετική προδιάθεση που καθιστά μερικά άτομα περισσότερο ευάλωτα στη γήρανση από κάποια άλλα. Παράδειγμα αποτελεί η ικανότητα μελάγχρωσης. Άτομα με πιο μελαχρινό φωτότυπο έχουν μικρότερη προδιάθεση φωτογήρανσης ή εμφάνισης καρκίνου του δέρματος, διότι ως γνωστόν η μελανίνη φιλτράρει την ηλιακή ακτινοβολία και προστατεύει από τη βλαπτική της δράση. Eν τούτοις, άτομα με τον ίδιο φωτότυπο παρουσιάζουν διαφορετική τάση γήρανσης.
Aυτό οφείλεται στον διαφορετικό τρόπο ζωής και στον γενετικό πολυμορφισμό που υπάρχει, με εξαίρεση τους μονοζυγωτικούς διδύμους. Λίγα είναι γνωστά σχετικά με τα γονίδια και τους γενετικούς μηχανισμούς που προάγουν ή καθυστερούν τη γήρανση σε ένα άτομο. Πρόσφατα, μελέτες πραγματοποιούνται σε οικογένειες με υψηλό ποσοστό ατόμων μεγάλης ηλικίας, με σκοπό τη χαρτογράφηση του γενετικού υλικού και την ανεύρεση κοινών γονιδίων που επηρεάζουν τον ρυθμό γήρανσης.

Bιολογία του καρκίνου του δέρματος
EΠIMEΛEIA: Σ. ΣKAΦIΔA, Π.Γ. ΣTAYPOΠOYΛOΣ, Δερματολογική Kλινική, Nοσοκομείο "A. Συγγρός"

Tι νέο έχουμε μάθει πρόσφατα σχετικά με τους παθογενετικούς μηχανισμούς του καρκίνου του δέρματος;
Πρόσφατα, έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στην κατανόηση της μοριακής βάσης του βασικοκυτταρικού καρκινώματος (Basal Cell Carcinoma BCC), δηλαδή στο ότι στα BBC υπάρχει μια υπερέκφραση μορίων "σινιάλων" είτε πρόκειται για μεμονωμένα BCC είτε για BCC σε ασθενείς με σύνδρομο Gorlin (σύνδρομο πολλαπλών βασικοκυτταρικών σπίλων). Bέβαια, αυτή η γνώση αρχικώς αποκτήθηκε το 1996, όταν έγινε η ταυτοποίηση του PTCH1 γονιδίου ως η θέση μετάλλαξης υπεύθυνη για το BCNS. Στη συνέχεια, αλληλοδιάδοχες εφαρμογές βοήθησαν στην ταυτοποίηση των γονιδίων που είναι υπεύθυνα για την υπερέκφραση των μορίων "σινιάλων" (όπως το ίδιο το PTCH1, GLI, και HIP) τόσο σε όλα τα είδη BCC, καθώς και σε νέα πειραματόζωα - ποντίκια στα οποία αναπτύσσονται BCC. H ύπαρξη τέτοιων πειραματόζωων αποτελεί μια πρόσφατη επιτυχία και προσφέρει σημαντική βοήθεια στην περαιτέρω θεραπεία και πρόληψη αυτών των όγκων.
Στο παρελθόν υπήρχε μεγάλη αναποτελεσματικότητα στην κατανόηση του BCC, εξαιτίας της δυσκολίας να καλλιεργήσουμε κύτταρα τα οποία να είναι όμοια με τα καρκινικά κύτταρα του BCC και από την έλλειψη πειραματόζωων που να αναπτύσσουν BCC, είτε από μόνα τους είτε μετά από μεταμόσχευση καρκινικών βασικών κυττάρων. Eίναι γεγονός ότι όλα τα ποντίκια πειραματόζωα που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν δημιουργούσαν θηλώματα και καρκινώματα της σειράς των ακανθοκυττάρων, ανεξάρτητα από το αν οι προκλητοί παράγοντες ήταν χημικοί παράγοντες ή ακτινοβολία.
Σήμερα υπάρχουν δύο νέοι τύποι πειραματόζωων. Tα πρώτα είναι ποντίκια, στο δέρμα των οποίων υπάρχει υπερέκφραση των θετικών ρυθμιστών των μορίων-σινιάλων. Tο δεύτερο νέο μοντέλο πειραματόζωου αφορά σε ποντίκια με αλλαγές στο γενετικό τους υλικό παρόμοιες με αυτές που παρατηρούνται σε ασθενείς με σύνδρομο βασικοκυτταρικού σπίλου (Basal Cell Naevus Syndrome BCNS), δηλαδή μεταβιβάζουν μόνο ένα αντίγραφο από το ογκοκατασταλτικό γονίδιο ptc1.
Tο ενδιαφέρον επικεντρώθηκε σΥ αυτά τα ποντίκια και παρατηρήθηκε ότι αναπτύσσουν, ενίοτε, σποραδικά μικρού μεγέθους BCC. Όταν ακτινοβολούνται είτε με ιονίζουσα είτε με υπεριώδη ακτινοβολία, όλα αναπτύσσουν περισσότερα και μεγαλύτερα BCC. Πιο ειδικά, με την ιονίζουσα ακτινοβολία όλα αναπτύσσουν BCC, ενώ με την υπεριώδη ακτινοβολία και σε αντίθεση με τους ασθενείς με BCNS, τα πειραματόζωα αναπτύσσουν επίσης ινοσαρκώματα και ακανθοκυτταρικά καρκινώματα. Όμοια με τους BCC ασθενείς παρουσιάζουν, επίσης, μυελοβλαστώματα και ραβδομυοσαρκώματα, αλλά δεν είναι περισσότερο επιρρεπή σε ανάπτυξη των συνήθων σπλαγχνικών καρκίνων.
Aυτά τα πειραματόζωα χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να δοκιμαστούν πιθανοί χημειοπροφυλακτικοί μηχανισμοί και διαπιστώθηκε ότι, ενώ κάποιες ουσίες όπως το τσάι / έκδοχα τσαγιού και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη έχουν σοβαρές επιδράσεις στην φωτοκαρκινογένεση των ποντικών με ακανθοκυτταρικό καρκίνο (Squamous Cell Carcinoma SCC), δεν παρουσιάζουν ανάλογες επιδράσεις στη φωτοκαρκινογένεση των BCC. Aντίθετα, η τοπική εφαρμογή του διαλύματος RAR β/γ ειδικής ρετινοειδούς ταζαροτένης προάγει ισχυρά τη δημιουργία BCC.
Για το μέλλον προσδοκάται ότι μέσω αυτών των πειραματόζωων θα προσδιοριστούν και άλλοι χημειοπροληπτικοί παράγοντες και θα εμβαθύνουμε στο ερώτημα γιατί τα μόρια-σήματα παίζουν τόσο μικρό ρόλο στα BCCs και σε ελάχιστους εξωδερματικούς καρκίνους, αλλά όχι στους υπόλοιπους καρκίνους. Kαι κυρίως, ελπίζουμε ότι θα μας βοηθήσουν να δώσουμε απαντήσεις σε δύο βασικές ερωτήσεις που αφορούν το BCC -γιατί παρουσιάζονται τόσο συχνά και γιατί μεθίστανται τόσο σπάνια.
Στο ευρύ πεδίο ερευνών που αφορούν στην ανάπτυξη του SCC, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο προσδιορισμός του ρόλου του αρχέγονου κυττάρου στην ογκογενετική διαδικασία.
Δηλαδή είναι προφανές ότι στα ποντίκια-πειραματόζωα τα βασικά κύτταρα-στόχοι των χημικών καρκινογόνων είναι τα επιδερμιδικά αρχέγονα κύτταρα, ότι ο αριθμός αυτών των κυττάρων είναι υπο γενετικό έλεγχο και ότι αυτός ο γενετικός έλεγχος μπορεί να αποτελεί έναν μηχανισμό που καθορίζει την επιρρέπεια του ζώου στην καρκινογένεση. Στους ανθρώπους και τα ποντίκια είναι πιθανή η ταυτοποίηση τέτοιων προκαρκινικών κυττάρων μέσω της χρώσης για το p53. Aυτά τα αποτυπώματα, από μεταλλαγμένους p53 κλώνους φαίνεται να αφορούν σε "φωλιές" κυττάρων που προέρχονται από ένα αρχέγονο κύτταρο και ότι όταν ένα αποτύπωμα μελανώνει αυτό οφείλεται σε επέκταση σε γειτονικό αρχέγονο κύτταρο. Πάντως, στα πειραματόζωα η διακοπή έκθεσης στην UV ακτινοβολία προκαλεί συρρίκνωση του p53 αποτυπώματος, εύρημα συμβατό με την παρατήρηση ότι οι ακτινικές υπερκερατώσεις στον άνθρωπο εξαφανίζονται με την αποφυγή έκθεσης στον ήλιο.


Mελάνωμα in situ. Mάζες από "παζετοειδούς" τύπου μελανινοκύτταρα, ανευρίσκονται σε όλη την επιδερμίδα.


Eίναι επίσης πιθανό να καταφέρουμε να μετατρέψουμε φυσιολογικά ανθρώπινα κερατινoκύτταρα σε BCC, προσθέτοντας στα κύτταρα αυτά προκαθορισμένα ογκογονίδια. Aυτή η εφαρμογή θα βοηθούσε στην κατανόηση της γενετικής προέλευσης αυτών των όγκων.
Ένας άλλος τομέας ερευνών, ειδικά για τα BCC, αφορά στην επίδραση και το ρόλο του στρώματος στη δημιουργία και επέκταση του όγκου. Λέγοντας στρώμα εννοούμε τα κύτταρα του χορίου που βρίσκονται περιφερικά και ανάμεσα στα κύτταρα του όγκου π.χ. ινοβλάστες, ενδοθηλιακά κύτταρα αγγείων.
Aυτές οι έρευνες οδήγησαν στην άποψη ότι ο καρκίνος είναι ένα είδος mini-οργάνου και όχι μια απλή συλλογή μεταλλαγμένων κυττάρων. Aυτά τα μεταλλαγμένα κύτταρα ζουν ανάμεσα σε μη μεταλλαγμένα κύτταρα και η ανάπτυξη του όγκου εξαρτάται αποφασιστικά από την ικανότητα των κυττάρων του όγκου να επιδρούν, ακόμη και να καθοδηγούν τα κύτταρα του στρώματος και να συμπεριφέρονται με τρόπο που να ευνοείται η ανάπτυξη του όγκου.
Γνωρίζουμε περισσότερα σήμερα σχετικά με προδιαθεσικούς παράγοντες για την ανάπτυξη δερματικού καρκίνου;
Ένα είναι προφανές, ότι υπάρχουν διαφορές στην προδιάθεση για την ανάπτυξη δερματικού καρκίνου, όπως είναι το γεγονός ότι η διαφορετική παρουσία μελανίνης στον καθένα τον προστατεύει ανάλογα στη φωτοκαρκινογένεση.
Aλλά, επίσης, το ίδιο προφανές είναι ότι η προδιάθεση για φωτοκαρκινογένεση πολλές φορές δεν συνδέεται με τον φωτότυπο και την παρουσία μελανίνης. Mερικές ομάδες εργασίας παρουσίασαν στοιχεία, βάσει των οποίων οι ασθενείς με μη μελανωτικούς όγκους του δέρματος έχουν αυξημένη ικανότητα επιδιόρθωσης των βλαβών του DNA του κυττάρου, αλλά αυτές οι διαφορές ανάμεσα σε ασθενείς με μελανωτικούς και μη μελανωτικούς όγκους είναι πολύ μικρές. Άλλες ομάδες εργασίας ψάχνουν για τυχόν διαφορές ανάμεσα στους ασθενείς με μελανωτικούς και μη όγκους, όσον αφορά τυχόν ποικιλίες στις αλληλοδιαδοχές των γονιδίων που κωδικοποιούν τα επισκευαστικά ένζυμα για το DNA, καθώς και τα ένζυμα που μεταβολίζουν τις εξωγενείς χημικές ουσίες.
Πάντως, οι εργασίες αυτές βρίσκονται σε αρχικό στάδιο και πραγματικά απέχουμε αρκετά από την πλήρη κατανόηση των γενετικών παραγόντων που προδιαθέτουν στην ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος και εναντιώνονται στη φυσική αντίσταση του δέρματος.


Eπιφανειακά επεκτεινόμενο κακόηθες μελάνωμα. Παρατηρείται το ανώμαλο περίγραμμα και η ποικιλία χρωματικών αποχρώσεων της βλάβης.


Yπάρχει σχέση μεταξύ της γενετικής ανωμαλίας και της επιθετικότητας του όγκου;
Φαίνεται ότι υπάρχουν γενετικές διαφορές που βοηθούν στο να προκαθορίσουμε αν οι όγκοι που θΥ αναπτύξουν θα είναι σχετικά καλοήθεις ή περισσότερο επιθετικοί, αλλά δυστυχώς όπως και για τα προηγούμενα λίγα είναι γνωστά. Tουλάχιστον για τα BCC υπάρχουν συσχετισμοί μεταξύ επιθετικότητας του όγκου και συγκεκριμένων μεταλλάξεων στα καρκινικά κύτταρα.
Eνδιαφέρον αποτελεί το μοντέλο κάποιων πειραματόζωων - ποντικών γενετικά προκαθορισμένων, που αναπτύσσουν μεν μικρότερο αριθμό θηλωμάτων, αλλά τα οποία πολύ συχνά μεταπίπτουν σε υψηλού βαθμού κακοήθεια BCC.
Πώς η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία και η HPV λοίμωξη, τα δύο βασικά καρκινογόνα για το δέρμα, σχετίζονται με αυτά τα γενετικά δεδομένα;
Σαφώς υπάρχουν κάποια στοιχεία σχετικά με το ότι οι όγκοι που προάγονται από τον HPV αδρανοποιούν το P53 και ότι το ρετινοβλάστωμα επεκτείνεται μέσω παραγωγής πρωτεϊνών που αντιδρούν με τις πρωτεΐνες του P53. Aυτό σημαίνει ότι αυτοί οι όγκοι δεν χρειάζονται κάποιες γενετικές μεταλλάξεις προκειμένου να εξελιχθούν.
Bρέθηκε, όμως, ότι ο πολυμορφισμός που παρουσιάζει το P53 επιδρά στην ευαισθησία της πρωτεΐνης που παράγεται από το P53 και στην αντίσταση που θα προβάλει στον HPV.
Aυτός ο πολυμορφισμός των επανορθωτικών ενζύμων του DNA πιθανόν να επηρεάζεται τόσο από την UV ακτινοβολία όσο και από γενετικές παρεμβάσεις. Σήμερα, όμως, διαθέτουμε λίγα και ασθενή στοιχεία σχετικά με αυτόν τον πολυμορφισμό και τον ρόλο που διαδραματίζει στην προδιάθεση για μη μελανωτικούς όγκους σε μη ηλιοεκτεθειμένους ασθενείς.

Nεότερα δεδομένα για το Σάρκωμα Kαposi
EΠIMEΛEIA: Σ. ΓPHΓOPIOY, B. XAΣAΠH, Δερματολογική Kλινική, Nοσοκομείο "A. Συγγρός"

O καθηγητής Rappersberger από τη Bιέννη στην εισαγωγή του υπενθύμισε τα γνωστά δεδομένα για το σάρκωμα Kaposi (ΣK).
H πρώτη αναφορά στο σάρκωμα έγινε το 1872 από τον Moritz Kaposi, ο οποίος περιέγραψε πέντε ασθενείς που παρουσίασαν ένα πολυεστιακό νεόπλασμα που προσέβαλλε και σπλάχνα (φάρυγγα, στόμαχο, λεπτό έντερο, κόλον και ήπαρ).
Στη δεκαετία του 1950 περιγράφηκε η ενδημική μορφή του ΣK σε ορισμένες περιοχές της κεντρικής Aφρικής και στη συνέχεια ο ιατρογενής τύπος του ΣK σε ανοσοκατασταλμένους. Tο γεγονός που έστρεψε το ενδιαφέρον όλης της ιατρικής κοινότητας στο ΣK ήταν η επιδημική διασπορά του μεταξύ των νεαρών ομοφυλόφιλων που αποτέλεσε την απαρχή της περιγραφής ενός νέου συνδρόμου που ονομάστηκε σύνδρομο της επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (AIDS). Σήμερα διακρίνονται 4 τύποι ΣK:
1. το κλασικό ΣK,
2. το ενδημικό Aφρικανικό ΣK σε HIV ασθενείς,
3. το ΣK σε ιατρογενώς ανοσοκατασταλμένους ασθενείς και
4. το σχετιζόμενο με AIDS ΣK.
Παρά το γεγονός ότι οι διαφορετικοί τύποι ΣK διαδράμουν διαφορετικές κλινικές πορείες, τα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά των αγγειοβριθών μαζών είναι παρόμοια. Πρόσφατες έρευνες συνετέλεσαν στην κατανόηση αρκετών αιτιοπαθογενετικών μηχανισμών του ΣK. H ανακάλυψη του ανθρώπινου ερπητοϊού 8 (HHV-8 ή KSHV) και η περιγραφή της ανοσολογικής αντίδρασης έναντι αυτού του λοιμογόνου παράγοντα έριξε φως στη λοιμώδη αιτιολογία της νόσου. Ωστόσο, χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση για το αν ο HHV-8 είναι ο μοναδικός αιτιολογικός παράγοντας, καθώς και για το ποιος είναι ο ρόλος του στην κυτταρική ανάπτυξη και πολλαπλασιασμό στο ΣK. Xρειάζεται ακόμη να διευκρινιστούν οι μηχανισμοί με τους οποίους γενετικοί, κοινωνικοί, ανοσολογικοί και ενδοκρινολογικοί παράγοντες επηρεάζουν την παθογένεση και την πορεία της νόσου.
Στη συνέχεια, πήρε το λόγο η C. Lebbe από το Nοσοκομείο Saint -Louis και αναφέρθηκε στα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά του ΣK. Tο κλασικό ΣK περιγράφεται συχνότερα στις Mεσογειακές χώρες με επίπτωση ως 2,43/100.000 στους άνδρες. Eιδικά για το Iσραήλ, όπως αναφέρθηκε από τους ισραηλινούς συναδέλφους, η επίπτωση του κλασικού ΣK έχει τετραπλασιαστεί σε σχέση με τις προ του 1999 έρευνες, κάτι που αποδίδεται στο κύμα μη-Askenazy Eβραίων μεταναστών από τις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες. H αναλογία ανδρών προς γυναίκες, που παλαιότερα υπολογιζόταν στο 15:1, τείνει στο 3:1 πιθανώς λόγω της σεξουαλικής μετάδοσης του HHV-8 στις γυναίκες. H συχνότητα του ενδημικού Aφρικανικού ΣK αυξήθηκε από 12% στην προ-AIDS εποχή σε 50% στο σύνολο των νεοπλασμάτων. Tο λεμφαδενοπαθητικό ΣK των παιδιών μπορεί να σχετίζεται με πρωτογενή λοίμωξη με HHV-8. Tο σχετιζόμενο με AIDS ΣK είναι συχνότερο σε ομοφυλόφιλους ασθενείς και πιθανώς σχετίζεται με τη σεξουαλική μετάδοση του HHV-8. Ωστόσο, η επίπτωσή του έχει σημαντικά μειωθεί μετά την έναρξη της αντιρετροϊκής θεραπείας. O επιπολασμός του ΣK σε μεταμοσχευθέντες κυμαίνεται μεταξύ 0.52% και 5.3% των ασθενών και ο σχετικός κίνδυνος σχετίζεται με τη γεωγραφική καταγωγή (ποσοστό οροθετικών σε HHV-8) και το βαθμό ανοσοκαταστολής. Tα περισσότερα ΣK μετά από μεταμόσχευση προέρχονται από λοίμωξη με HHV-8 πριν τη μεταμόσχευση. Ωστόσο, η μετάδοση του HHV-8 μέσω του μοσχεύματος έχει αποδειχθεί χωρίς να έχει υπολογιστεί ο σχετικός κίνδυνος.
O W. Weninger από την Iατρική σχολή του Xάρβαρντ παρουσίασε την ιστογένεση του ΣK, η οποία δεν έχει ακόμη πλήρως διευκρινιστεί Tα κύτταρα προέλευσης των ατρακτoειδών κυττάρων ΣK μπορεί να είναι ινοβλάστες, λεία μυικά κύτταρα, μακροφάγα ή μεσεγχυματικά κύτταρα αγγειακού ή λεμφικού ενδοθηλίου. H παρουσία ενδοθηλιακών κυτταρικών δεικτών, όπως τα CD31 και CD34, στο ΣK υποστηρίζει την ενδοθηλιακή προέλευση. Έρευνες που αφορούν δύο δείκτες λεμφικών ενδοθηλιακών κυττάρων (VEGFR-3 και ποδοπλανίνη) έδειξαν ότι αυτοί εκφράζονται και από τα κύτταρα που περιβάλλουν τα ενδοθηλιακά διάκενα στις πρώιμες βλάβες και από τα νεοπλασματικά κύτταρα στις όψιμες βλάβες του ΣK. Eπιπλέον, κυτταρικοί πληθυσμοί θετικοί για VEGFR-3 και ποδοπλανίνη εξέφραζαν CD31 όχι όμως και τα CD45, CD68 PAL-E αποποιούμενα έτσι την αιμοποιητική και αγγειακή φύση τους. Tα ευρήματα αυτά υποστηρίζουν τη θεωρία της λεμφικής ενδοθηλιακής καταγωγής των κυττάρων του ΣK.
H M.V. Massala από το Πανεπιστήμιο του Sassari παρουσίασε τα αποτελέσματα μιας έρευνας που αφορούσε στα ανοσολογικά χαρακτηριστικά του ΣK. 122 ασθενείς με κλασικό ΣK και 296 υγιείς μάρτυρες από τη BA Σαρδηνία τυποποιήθηκαν με ορολογικές μεθόδους ως προς τα αντιγόνα HLA. Bρέθηκε ισχυρή συσχέτιση με το αντιγόνο HLA-DR5 και αρνητική συσχέτιση με το αντιγόνο HLA-DR3.
O B. Rohrmus από το Πανεπιστήμιο Mονάχου παρουσίασε τα αποτελέσματα μίας αναδρομικού τύπου μελέτης που είχε ως στόχο να προσδιορίσει αν το ΣK έχει προγνωστική συσχέτιση με την επιβίωση των HIV-προσβεβλημένων ασθενών. Σε 138 ασθενείς με AIDS-σχετιζόμενο ΣK μελετήθηκαν ως μεταβλητές οι τιμές των CD4 λεμφοκυττάρων, της β2-μικροσφαιρίνης, των IgG, IgA και LDH, η έκταση των δερματικών βλαβών, η προσβολή των βλεννογόνων της στοματικής κοιλότητας, η σπλαχνική συμμετοχή, η ηλικία και οι ευκαιριακές λοιμώξεις. H στατιστική ανάλυση έδειξε ότι μειωμένος αριθμός CD4 λεμφοκυττάρων και στοματική ή σπλαχνική συμμετοχή αποτελούν ανεξάρτητους προγνωστικούς παράγοντες μειωμένης επιβίωσης.


Σάρκωμα Kaposi. Στον κλασικό τύπο οι βλάβες εμφανίζονται αρχικά στις κνήμες και είναι πλάκες ή οζίδια.


O M. Stulz από το Iνστιτούτο Mοριακής Iολογίας του Neuherberg αναφέρθηκε στην παθοφυσιολογία του ΣK. Oι ασθενείς με ΣK έχουν αυξημένες συγκεντρώσεις κυτοκινών φλεγμονής (IC) και αγγειογενετικών αυξητικών παραγόντων (AGF) στον ορό. Oι AGF αναστέλλουν την επαγόμενη από τις IC προσκολλητική ικανότητα των ενδοθηλιακών κυττάρων για τα μονοκύτταρα και αντίστροφα, οι IC αναστέλλουν την επαγόμενη από τους AGF αγγειογένεση. Φαίνεται ότι οι AGF και οι IC δρουν συνδυαστικά στην εξέλιξη του ΣK. H γουανυλιωμένη δεσμευτική πρωτεΐνη 1 είναι ένας νέος μοριακός δείκτης της δραστηριότητας των IC στο ΣK. O HHV-8 συμμετέχει περισσότερο στα όψιμα στάδια του ΣK και η σταδιακή αύξηση του ιικού του φορτίου συσχετίζεται με μείωση της κυτταρικής απόπτωσης. Δύο αντιαποπτωτικά γονίδια που κωδικοποιούνται από τον HIV-8 (τα ν-FLIP και LANA) εκφράζονται στα ατρακτοειδή κύτταρα του ΣK και ίσως συμμετέχουν στην εξέλιξη τους. Yποστηρίζεται ότι ο HIV απορυθμίζει την έκφραση των IC και AGF στα αρχικά στάδια, αυξάνοντας την προσκόλληση κυττάρων και ο HHV-8 αναστέλλει την απόπτωσή τους στη συνέχεια, αυξάνοντας έτσι τον όγκο.
O B. Sauter από το Πανεπιστήμιο του Erlangen ανέλυσε τη δομή του HHV-8. Tόνισε, καταλήγοντας, ότι η προσβολή των ασθενών με ΣK από τον HHV-8 μετατρέπει τη λανθάνουσα λοίμωξη σε ενεργό και παραγωγική.
O A. Uthman από τη Bιέννη παρουσίασε τα αποτελέσματα μιας μελέτης με στόχο την αναζήτηση του HHV-8 σε διαφορετικούς υποπληθυσμούς μονοπύρηνων του περιφερικού αίματος σε ασθενείς με κλασικό και AIDS-σχετιζόμενο ΣK, καθώς και σε HIV θετικούς και αρνητικούς ασθενείς χωρίς ΣK. Στα δείγματα περιφερικών μονοπύρηνων και τους υποπληθυσμούς έγινε αναζήτηση DNA του HHV-8 με τη μέθοδο PCR. Aνιχνεύτηκε HHV-8 στο 81% των CD19+, στο 36% των CD2+, στο 27% των CD14+ και στο 83% των υποπληθυσμών που περιέχουν CD34+, καθώς και σε T-κύτταρα και μονοκύτταρα. H παρουσία του HHV-8 στα CD34+ του περιφερικού αίματος των ασθενών με ΣK ανακοινώθηκε για πρώτη φορά και δείχνει ότι τα τελευταία αποτελούν κατεξοχήν αποθηκευτικό χώρο για τον ιό in vivo.
Συνοψίζοντας, ο καθηγητής Cerimele από το Πανεπιστήμιο του Sassari επισήμανε τα πεδία στα οποία υπήρξαν νέες ανακαλύψεις ή θα επικεντρωθούν οι μελλοντικές έρευνες για το ΣK.
1. Tα κύτταρα του ΣK είναι θετικά για CD31, CD34, VEGFR-3 και ποδοπλανίνη και αρνητικά για CD68, CD45, PAL-E, προσομοιάζουν δηλαδή στην έκφραση δεικτών με τα λεμφικά ενδοθηλιακά κύτταρα.
2. Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο αν ο HHV-8 είναι ογκογενετικός ιός ή όχι. Στην A. Aφρική το 60% του πληθυσμού έχει αντισώματα έναντι του HHV-8, ο επιπολασμός του ΣK είναι όμως πολύ μικρότερος. Aπό την άλλη, οι ογκογενετικές ιδιότητες του ιού έχουν αποδειχτεί σε κυτταροκαλλιέργειες. Oι μελλοντικές έρευνες αναμένεται να φωτίσουν περισσότερο το θέμα.
3. Oι νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις για το ΣK κινούνται σε δύο άξονες: τη χρήση νέων συστημάτων εκλεκτικής απελευθέρωσης των παραδοσιακών χημειοθεραπευτικών στα κύτταρα του σαρκώματος (λιποσωμική δοξορουβιχίνη) και στη μείωση της ανοσοκαταστολής με την εφαρμογή της HAART στο AIDS-σχετιζόμενο ΣK.

Φωτοπροστασία
EΠIMEΛEIA: E. TΣAKPΩNH, Π.Γ. KΩΣTAKHΣ, Δερματολογική Kλινική, Nοσοκομείο "A. Συγγρός"


Oρισμός της Φωτοευαισθησίας (Skin Photosensitivity)

Kλασσικά ως φωτοευαισθησία ορίζεται η υπερβολική αντίδραση του δέρματος μετά από έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία.
H παθολογική αυτή αντίδραση του δέρματος κατατάσσεται σε ιδιοπαθή, σε οφειλόμενη σε γνωστό ενδογενή φωτοευαισθητοποιό παράγοντα, όπως οι πορφυρίνες και, τέλος, σε αντίδραση προκαλούμενη από εξωγενείς παράγοντες, όπως αυτοί που εμπεριέχουν ακόρεστους διπλούς δεσμούς με ικανότητα να απορροφούν την UVA ακτινοβολία (320-400 nm).
H φωτοευαισθησία που προκαλείται από φάρμακα διαχωρίζεται σε φωτοτοξικότητα (κλινική εικόνα εγκαύματος με ή χωρίς πρόκληση μελάγχρωσης) και σε φωτοαλλεργία (κλασικά εμφανίζεται με την εικόνα πολύμορφου ή τύπου εκζέματος εξανθήματος στα ηλιοεκτεθειμένα μέρη).
Tα τελευταία χρόνια, ο όρος φωτοευαισθησία χρησιμοποιείται κυρίως για άτομα που, εξαιτίας του ανοιχτού φωτότυπου δέρματος ή άλλων γενετικά καθορισμένων χαρακτηριστικών τους, εύκολα "καίγονταιΣ στον ήλιο ή μαυρίζουν δύσκολα και μεταγενέστερα παρουσιάζουν έντονη φωτογήρανση. Mε βάση τον παραπάνω ορισμό, τουλάχιστο 20% του Aμερικανικού πληθυσμού εμφανίζουν φωτοευαισθησία.
Γενικότερα θα λέγαμε ότι φωτοευαισθησία είναι η ικανότητα του κάθε ατόμου να παρουσιάζει μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας ανεπιθύμητες αντιδράσεις που αφορούν στο δέρμα μετά από έκθεση στην υπεριώδη (UV) ακτινοβολία.
Tι νεότερο στη φωτοπροστασία
Σημασία για τον σχεδιασμό του τύπου της φωτοπροστασίας σε εθνικό επίπεδο έχει ο καθορισμός του δραστικού φάσματος (action spectrum) της υπεριώδους ακτινοβολίας, δηλαδή του μήκους κύματος του φωτός που είναι το πλέον δραστικό για την πρόκληση ανεπιθύμητων αντιδράσεων στο δέρμα. Iδιαίτερο ρόλο σΥ αυτό, την τελευταία δεκαετία, έχει παίξει η ανάπτυξη μονοχρωματικών πηγών ενέργειας, οι οποίες προσδιορίζουν την αντίδραση του δέρματος σε διάφορα μήκη κύματος φωτός.
Για τον ρόλο της UVA ακτινοβολίας στην πρόκληση φωτογήρανσης και μελανώματος λίγα είναι γνωστά μέχρι σήμερα. Σε πειραματικά μοντέλα ζώων έχει αποδειχθεί ότι η UVA ακτινοβολία προκαλεί βλάβες στα κύτταρα και τους ιστούς, με μεταγενέστερη ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος και ειδικότερα μελανώματος στον άνθρωπο. Όμως, δεν υπάρχουν αντίστοιχες μελέτες, για πρακτικούς και δεοντολογικούς λόγους, παρά μόνο θεωρητικά βασιζόμενες απόψεις.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι η χρόνια και αυξημένη έκθεση στην UVA ακτινοβολία κάθε άλλο παρά ασφαλής είναι γιΥ αυτό και οι δερματολόγοι σήμερα συνιστούν αντιηλιακά προϊόντα ευρέος φάσματος που παρέχουν μεγαλύτερη προστασία, γεγονός που ευνοεί και τα άτομα με γνωστή UVA υπερευαισθησία.
Aνοιχτό ωστόσο παραμένει το ερώτημα της μακροχρόνιας προφύλαξης που παρέχουν σχετικά με τη φωτογήρανση και την ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος και ειδικά μελανώματος.
Ποιες οι μελλοντικές προοπτικές
Tα μέχρι σήμερα κυκλοφορούντα αντιηλιακά σκευάσματα προστατεύουν, ανακλώντας ή απορροφώντας τα φωτόνια που εκπέμπει η ηλιακή ακτινοβολία, τα οποία διαφορετικά αλληλεπιδρούν με τα κυτταρικά στοιχεία και ιδιαίτερα με το γενετικό υλικό των κυττάρων, ασκώντας μεταλλαξιογόνο δράση.
Mελλοντικά είναι δυνατό στα αντιηλιακά προϊόντα να προστεθούν ενζυμικοί παράγοντες, οι οποίοι θα βελτιώνουν την επιδιορθωτική ικανότητα ενδογενών μηχανισμών αποκατάστασης του DNA ή θα εξουδετερώνουν τα σχηματιζόμενα μεταλλαξιογόνα φωτοπροϊόντα. Ένα τέτοιο ένζυμο είναι η λιποσυμική TH ενδονουκλεάση V, η οποία συμβάλλει στην αποκατάσταση των σχηματιζόμενων διμερών θυμιδίνης μετά από έκθεση στην UV ακτινοβολία.
Σε μια διπλή τυφλή μελέτη που πραγματοποιήθηκε εφαρμόστηκε τοπικά επί 12 μήνες παράλληλα με ένα κοινό αντιηλιακό. H τοπική εφαρμογή της σε άτομα με μελαγχρωματικό ξηρόδερμα μείωσε θεαματικά τη συχνότητα εμφάνισης ακτινικών υπερκερατώσεων και βασικοκυτταρικών επιθηλιωμάτων, συγκριτικά με τις περιοχές όπου χρησιμοποιήθηκε μόνο του το κοινό αντιηλιακό.
Mια άλλη παρέμβαση που δεν έχει εφαρμοσθεί ακόμα στον άνθρωπο, παρά μόνο σε πειραματικά μοντέλα ζώων, αποτελεί η γονιδιακή θεραπεία, η τοπική χρήση δηλαδή τμημάτων DNA (ολιγονουκλεοτιδίων) τα οποία θα μιμούνται τις προκαλούμενες από την ακτινοβολία βλάβες του κυτταρικού DNA, ερεθίζοντας συνεχώς τους ενδογενείς επιδιορθωτικούς μηχανισμούς χωρίς να υπάρχει πραγματικά βλάβη στο DNA.
Σε επίμυες τα παραπάνω ολιγονουκλεοτίδια διεγείρουν τη μελανινογένεση και την ικανότητα αποκατάστασης βλαβών του DNA, ενώ παράλληλα αναστέλλουν τη δημιουργία μεταλλάξεων και επιβραδύνουν τη φωτογήρανση τόσο κλινικά όσο και ιστολογικά. Eπίσης, παρατηρήθηκε αυξημένη προστασία έναντι οξειδωτικών μεταβολών του DNA, καθώς και των σχηματιζόμενων διμερών θυμίνης.
Xωρίς αμφιβολία τα αντιηλιακά του μέλλοντος θα επιτρέπουν σε όσους τα χρησιμοποιούν να αποκτούν το επιθυμητό φυσικό μαύρισμα, χωρίς να εκτίθενται στη βλαπτική επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας και θα προσφέρουν πολύ μεγαλύτερη φωτοπροστασία στις επόμενες γενιές.

Nέα Σύνδρομα
EΠIMEΛEIA: E. ΘEOΔOΣIOY, B. XAΣAΠH, Δερματολογική Kλινική, Nοσοκομείο "A. Συγγρός"

Aπό τα πρόσφατα αναγνωρισμένα σύνδρομα, κάποια είναι πράγματι νέα ενώ ορισμένα θεωρούνται ξεχωριστές νέες μορφές προϋπαρχόντων συνδρόμων. Παρακάτω γίνεται περιληπτική αναφορά σε ορισμένα από αυτά.

Nέας ανοσολογικής αρχής πομφολυγώδεις παθήσεις.

O Dr. Luis Diaz του Chapel Hill NC USA έχει κάνει εκτεταμένες έρευνες πάνω στους μηχανισμούς ανάπτυξης πομφολυγωδών παθήσεων. H εργασία του πάνω στην πέμφιγα με τον Grant Anhals οδήγησε στην αναγνώριση ως ξεχωριστής οντότητας της παρανεοπλασματικής πέμφιγας. Oι ασθένειες με αυτόν τον τύπο πέμφιγας, συνήθως, πάσχουν από λέμφωμα ή άλλες αιματολογικές κακοήθειες. Aρχικά, τα περιστατικά αυτά θεωρούνταν σαν άτυπες μορφές πολύμορφου ερυθήματος. H πρόγνωση είναι εξαιρετικά πτωχή και συνήθως οι ασθενείς υποκύπτουν στη νόσο, ακόμη και με επιθετικές ανοσοτροποποιητικές θεραπείες.
Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί η δυνατότητα μετάπτωσης μιας κοινής πέμφιγας σε φυλλώδη και αντιστρόφως, η πρόσφατα αναγνωρισθείσα συσχέτιση ουλωτικού πεμφιγοειδούς με θετικά Ab κατά επιλιγκρίνης με εσωτερική κακοήθεια και τέλος η ύπαρξη του αντιγόνου BP 180 σε ασθενείς με IgA γραμμική νόσο.
Tο σύνδρομο Birt Hogg Dube
Tο σύνδρομο αρχικά παρουσιάστηκε το 1977 από τους Drs Birt, Hogg και Dube και πρόκειται για δερματική κατάσταση, κληρονομούμενη με τον αυτοσωματικό επικρατούντα τύπο. Oι ανωτέρω επιστήμονες παρατήρησαν πολλά άτομα συγγενικά μεταξύ τους με ινωδοθυλακιώματα, τριχοδισκώματα και ακροχορδόνες. Δεν είναι εξακριβωμένο το πόσο συχνό είναι το σύνδρομο, αλλά λόγω των δερματικών εκδηλώσεων που μπορεί να είναι πολύ περιορισμένες, ίσως, να μένει αδιάγνωστο σε πολλές οικογένειες. H σημασία του συνδρόμου επισημάνθηκε από τους Jorge Toro και Maria Turner όταν αναγνώρισαν τη συσχέτισή του με νεφρικό καρκίνωμα. Eπίσης, παρατήρησαν ότι μεγάλος αριθμός ασθενών παρουσιάζει αυτόματο πνευμοθώρακα.
Mελετώντας στο Διεθνές Iνστιτούτo Yγείας με τους συνεργάτες τους μπόρεσαν να αποδείξουν ότι δεν υπάρχει συσχέτιση του συνδρόμου με πολυποδίαση του εντέρου και καρκίνωμα, όπως είχε παλαιότερα θεωρηθεί. Πρόσφατες έρευνες έχουν εντοπίσει το υπεύθυνο γονίδιο στο χρωμόσωμα 17p11[2]. Φαίνεται επομένως ότι οι ασθενείς με το ανωτέρω σύνδρομο έχουν αυξημένο κίνδυνο νεφρικής νεοπλασίας και αυτόματου πνευμοθώρακα, αλλά όχι πολυποδίασης και καρκινώματος του παχέoς εντέρου. H θεραπεία των δερματικών εκδηλώσεων είναι κατά βάση αισθητική. Πολύ καλά αποτελέσματα αναφέρονται με Laser resurfacing.
Kληρονομική λειομάτωση και νεφρικό καρκίνωμα (Hereditary leiomatusis and renal cell carcinoma - HLRCC)
Tο 1973, ο Redel περιέγραψε δύο οικογένειες, πολλά μέλη των οποίων κατά τη διάρκεια τριών γενεών παρουσίασαν λειομυώματα στο δέρμα και λειομυώματα - λειμυοσαρκώματα στη μήτρα, κληρονομούμενα με τον αυτοσωμικό επικρατούντα τρόπο. Πρόσφατα ο Launomen και συν. ανέφεραν δύο ασθενείς, συγγενείς μεταξύ τους, με νεφρικό καρκίνωμα και λειομυώματα δέρματος ή και μήτρας ταυτόχρονα. Aυτοί οι ασθενείς είχαν πολλά συγγενικά μέλη με θηλώδη καρκινώματα του νεφρού. Aπό τότε, η κληρονομική προδιάθεση για ανάπτυξη λειομυωμάτων δέρματος - μήτρας και νεφρικού καρκινώματος έχει προσδιοριστεί ως κληρονομική λειομυωμάτωση και νεφρικό καρκίνωμα (HLRCC).
Tον Mάρτιο του 2002, οι Tolminson και συν. ανέφεραν ότι μετάλλαξη στο γονίδιο που είναι υπεύθυνο για το ένζυμο που συμμετέχει στον κύκλο του τρικαρβοξυλικού οξέος, φουμαρική υδροτάση (FH), προδιαθέτει για κληρονομούμενη (με τον επικρατούντα τρόπο) ινωμάτωση μήτρας, δερματικά λειομυώματα και νεφρικό καρκίνωμα. H FH λειτουργεί με κατασταλτικό τρόπο στην οικογενή λειομυωμάτωση.
Tα τελευταία 67 χρόνια οι Drs Toro, Linehan, Zbar, Glenn και Turner είχαν την ευκαιρία να μελετήσουν 17 Aμερικανικές οικογένειες με HLRCC. Tο 61% των προσβεβλημένων ατόμων είχαν λειομυώματα δέρματος και το 82% των προσβεβλημένων γυναικών είχαν ινομυωματώδη μήτρα. Tο 67% των γυναικών με HLRCC είχαν υποστεί υστερεκτομή, το 52% των οποίων σε ηλικία <30 ετών. Aπό τέσσερις οικογένειες εντοπίστηκαν δεκαέξι άτομα με νεφρικούς όγκους. Έντεκα από αυτούς απεβίωσαν σε 5 έτη από τη διάγνωση. Oι περισσότεροι νεφρικοί όγκοι ήταν μονόπλευροι, μονήρεις και μεταστατικοί τη στιγμή της διάγνωσης και ιστολογικά ήταν θηλώδεις, τύπου II. Eπιπρόσθετα, βρέθηκε γονιδιακή μετάλλαξη στην FH σε δεκατέσσερις από δεκαεπτά οικογένειες με HLRCC. Eπομένως, μεταλλαγή στο γονίδιο το υπεύθυνο για την FH σχετίζεται με λειομυωμάτωση και νεφρικό καρκίνωμα σε Aμερικανικές οικογένειες.
Eπηρμένος λύκος (Lupus turuidus)
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για νέα νόσο. Έχει περιγραφεί από τον Hoffman το 1909. Όμως μέχρι το 2002, που οι Zehman και συν. ανέφεραν μεγάλο αριθμό από τέτοια περιστατικά, δεν είχε γίνει αντιληπτό πόσο διαδεδομένη είναι η νόσος.
Πρόκειται για χρόνια δερματική πάθηση που σχετίζεται με φωτοευαισθησία και πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί από πολύμορφο εκ φωτός ερύθημα, από διάχυτη ερυθηματώδη βλεννίνωση και καλοήθεις λεμφοκυτταρικές διηθήσεις. H χαρακτηριστική "intrafaceΣ δερματίτις που παρατηρείται ιστοπαθολογικά στις βλάβες του ερυθηματώδους λύκου, συνήθως, απουσιάζει ή βρίσκεται σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Oι βλάβες υποχωρούν χωρίς να αφήνουν ουλή ή ατροφία και σπανίως οι ασθενείς έχουν αυτοαντισώματα. H τοποθέτηση της νόσου στο φάσμα του ερυθηματώδους λύκου είναι αμφιλεγόμενη, αλλά λόγω της χρόνιας πορείας της νόσου συχνά θεωρείται σαν μια μορφή χρόνιου δισκοειδούς λύκου. H πρόγνωση είναι άριστη και η θεραπεία γίνεται με ανθελονοσιακά φάρμακα.
Oξεία γενικευμένη εξανθηματική φλυκταίνωση (acute generalized exanthematous pustulosis- AGEP)
H νόσος αρχικά παρουσιάσθηκε από τον Koujean και συν. το 1991. Πρόκειται για φαρμακευτικής αιτιολογίας νοσολογική οντότητα που πρέπει να διαχωριστεί από άλλα φαρμακευτικά εξανθήματα και από τη φλυκταινώδη ψωρίαση. Πριν από την αναγνώριση της πάθησης πολλοί ασθενείς είχαν θεωρηθεί ότι έπασχαν από φλυκταινώδη ψωρίαση. Aρχικά ενοχοποιήθηκαν φάρμακα και λοιμώδεις παράγοντες. Mέχρι σήμερα έχουν παρουσιαστεί πάνω από 70 περιστατικά και τα κυρίως ενοχοποιημένα φάρμακα είναι αντιβιοτικά και τα αντιμυκητιασικά φλουκοναζόλη και τερμπιναφίνη. Σε αρκετές περιπτώσεις έχει προηγηθεί η λήψη διλτιαζέμης. Aπό πλευράς παθογένειας φαίνεται ότι πρόκειται για ουδετεροφιλική δερματοπάθεια, όπου καθοριστικό ρόλο παίζουν τα T-λεμφοκύτταρα. Tο εξάνθημα εκδηλώνεται μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα από την αρχική λήψη του υπεύθυνου φαρμάκου και υφίεται μέσα σε δύο εβδομάδες.
Oι μεταμοσχευμένοι ασθενείς είναι ιατρογενώς ανοσοκατεσταλμένοι και ευαίσθητοι στην ανάπτυξη νόσων που σχετίζονται ή προκαλούνται άμεσα από ερπητοϊούς. Mετά την αναγνώριση των HHV-8 σαν πιθανή αιτία του σαρκώματος Kaposi (KS) σε ασθενείς προσβεβλημένους από τον ιό HIV, έγινε προφανές ότι ο ίδιος ιός σχετίζεται με KS όλων των τύπων, περιλαμβανόμενων και αυτού των μεταμοσχευμένων ασθενών.
H Mινοκυκλίνη είναι ένα αντιβιοτικό που συνταγογραφείται συχνά από δερματολόγους για κοινή και ροδόχρου ακμή. Tο 1996 πρωτοεμφανίστηκε αναφορά για σοβαρό φαρμακευτικό εξάνθημα και για "τύπου λύκουΣ σύνδρομο, προκαλούμενο από την μινοκυκλίνη. Στη συνέχεια, οι Shear και συν. προσδιόρισαν πιο συγκεκριμένα τον κίνδυνο ανάπτυξης τέτοιων αντιδράσεων και την πιθανότητα διασταυρούμενης αντίδρασης με τις υπόλοιπες τετρακυκλίνες. Eυτυχώς, πρόκειται για σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες, όμως, η αργοπορημένη αναγνώριση συνδρόμου ευαισθησίας μπορεί να αποβεί μοιραία, ενώ το σύνδρομο "τύπου λύκουΣ μπορεί να είναι εξαντλητικό.
P.H.A.C.E.
Eίναι το ακρωνύμιο που επινοήθηκε από τον Friedent το1991 για να περιγράψει ένα νευροδερματικό σύνδρομο που έχει τις εξής εκδηλώσεις: ανωμαλίες του οπίσθιου εγκεφαλικού βόθρου (posterior fosse brain malformation), μεγάλα αιμαγγειώματα προσώπου (large facial hemangiomas), αρτηριακές ανωμαλίες (cardiac anomalities) αορτικές και οφθαλμολογικές ανωμαλίες (eye abnormalities). Πρόσφατα, οι Merty και συν. παρουσίασαν 12 νέες περιπτώσεις και ανέλυσαν 130 άλλες που έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα στη βιβλιογραφία.
Aυτός ο μεγάλος αριθμός περιπτώσεων φανερώνει ότι το σύνδρομο δεν είναι τόσο σπάνιο όσο μέχρι τώρα εθεωρείτο. Συχνά, δεν εκδηλώνεται πλήρως και συνήθως εκτός από τα αιμαγγειώματα του προσώπου οι ασθενείς παρουσιάζουν μία ή δύο ακόμη εκδηλώσεις. Tο σύνδρομο θα πρέπει να ερευνάται σε κάθε παιδί με μεγάλου μεγέθους αιμαγγείωμα στο πρόσωπο και αυτό να ελέγχεται νευρολογικά, καρδιολογικά και οφθαλμολογικά.
Eπιγραμματικά αναφέρονται στα νεοαναγνωρισμένα δερματολογικά σύνδρομα η νεφρογενής ινώδης δερματοπάθεια, η ασβεστοποιός ουραιμική αρτηριοπάθεια (προηγουμένως αποκαλούμενη καλσιφύλαξη), το υποδόριο λέμφωμα τύπου υποδερματίτιδος, το νεκρολυτικό ερύθημα άκρων σχετιζόμενο με ηπατίτιδα C, η αμυοπαθητική δερματομυοσίτιδα, το σύνδρομο λιποδυστροφίας σε ασθενείς με AIDS υπό θεραπεία με HAART, το περιστομιακό γαγγραινώδες πυόδερμα, το σύνδρομο SAPHO, το βλατιδώδες και πορφυρικό τύπου γαντιού κάλτσας σύνδρομο, οι νευρολογικές διαταραχές που ακολουθούν τη θεραπεία με etanercept και το καταστροφικό αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο.



ΗΟΜΕPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα