<<< Προηγούμενη σελίδα

Laser αποτρίχωσης
Παρόν και μέλλον

ΛΙΛΑ ΠΙΣΣΑΛΙΔΟΥ
Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος

Η ανάγκη για γρήγορη και μη τραυματική αποτρίχωση με μακροχρόνια αποτελέσματα, οδήγησε στην ανάπτυξη διαφόρων συστημάτων laser και πηγών παλμικού φωτός, που προκαλούν βλάβη των τριχικών θυλάκων, βάσει του μηχανισμού της επιλεκτικής φωτοθερμόλυσης, χρησιμοποιώντας ως χρωμοφόρο τη μελανίνη. O χρόνος θερμικής χαλάρωσης του ανθρώπινου τελικού τριχικού θύλακα υπολογίζεται μεταξύ 10-100msec.Τα συστήματα, λοιπόν, αποτρίχωσης χρησιμοποιούν χρόνους παλμού της τάξεως των milliseconds.
Επειδή οι τριχικοί θυλακες βρίσκονται βαθιά στο χόριο, πρέπει να επιλέξουμε ένα μήκος κύματος αρκετά μεγάλο προκειμένου να διεισδύει στο κυρίως δέρμα, ενώ συγχρόνως πρέπει να απορροφάται και από τη μελανίνη, όπως π.χ. του Ruby. Σε ασθενείς με σκουρότερους φωτότυπους, η απορρόφηση της ενέργειας από τη μελανίνη της επιδερμίδας, οδηγεί στην επιλογή μηκών κύματος που απορροφώνται λιγότερο από τη μελανίνη, ενώ συγχρόνως έχουν μεγαλύτερη σε βάθος διεισδυτικότητα και άρα προκαλούν λιγότερη επιδερμική βλάβη, όπως π.χ. του ND-Yag.
Η επαρκής ψύξη της επιδερμίδας βοήθησε επίσης στην ελαχιστοποίηση της επιδερμικής βλάβης.
Η ψύξη αυτή αρχικά γινόταν με κρύο gel. Σήμερα όμως, τα περισσότερα συστήματα διαθέτουν κάποιο είδος ψύξης, όπως το Dynamic cooling της Candela, όπου τετραφλουοροεθάνη εκτοξεύεται πριν από κάθε παλμό. Προσφέρει ικανοποιητική ψύξη, αλλά έχει το μειονέκτημα της χρήσης ενός τοξικού αερίου. Άλλα συστήματα διαθέτουν ψύξη μέσω επαφής, δηλ. η ίδια η κεφαλή είναι ψυχόμενη στους 0°C, όπως στο Epilight. Έχει ως μειονέκτημα την ανάγκη αντισηψίας της κεφαλής σε κάθε ασθενή. Τέλος, υπάρχουν τα συστήματα όπου ψύχεται ατμοσφαιρικός αέρας, όπως το σύστημα Smart Cool της Cynosure, που ψύχει τον αέρα στους -4°C, και το ελληνικής κατασκευής σύστημα Eco Cool, που χρησιμοποιεί ατμοσφαιρικό αέρα, ο οποίος ψύχεται στους -20°C. Και τα δύο παρέχουν συνεχή ροή καθ' όλη τη διάρκεια της θεραπείας.
Προεπεμβατικά, δίνονται οδηγίες στους ασθενείς να μην χρησιμοποιήσουν αποτρίχωση με κερί για 6 περίπου εβδομάδες και να αποφύγουν την ηλιοθεραπεία. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας πρέπει να αποφεύγουμε την επικάλυψη πάνω από 30% και χρησιμοποιείται η μέγιστη ανεκτή πυκνότητα ενέργειας (fluence, J/cm²), καθότι η πυκνότητα ενέργειας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα της μεθόδου, αλλά και από την άλλη μεριά, την επιδερμική βλάβη που προκαλείται.
Η επόμενη θεραπεία ορίζεται ανάλογα με το χρόνο επανέκφυσης των τριχών. Τα μεσοδιαστήματα επανάληψης της θεραπείας παίζουν σημαντικό ρόλο, διότι η επέμβαση πρέπει να γίνεται όταν οι τριχικοί θύλακες βρίσκονται στο πρώιμο αναγενές στάδιο. Λόγω του ότι η διάρκεια του τελογενούς σταδίου είναι μικρότερη στο πρόσωπο, οι συνεδρίες συνήθως γίνονται ανά μήνα, σε αντίθεση με τον κορμό, όπου το τελογενές στάδιο είναι μεγαλύτερο και έτσι οι συνεδρίες γίνονται συνήθως ανά δίμηνο.
Παρενέργειες υπάρχουν και πρέπει να εξηγούνται αναλυτικά στους ασθενείς. Ένα περιθυλακικό ερύθημα και οίδημα παρατηρείται σε όλους σχεδόν τους ασθενείς και είναι ανάλογο του χρώματος και του πάχους του τριχικού θύλακα, της πυκνότητας της τριχοφυίας και της πυκνότητας ενέργειας που χρησιμοποιείται. Αν χρησιμοποιηθεί μεγάλη πυκνότητα ενέργειας σε σχέση με το φωτότυπο του ασθενούς μπορεί να υπάρξει επιδερμική βλάβη, με έντονο ερύθημα και οίδημα, ή και εμφάνιση φυσαλίδων και εφελκίδων. Η εμφάνιση απλού έρπητα μετά από laser αποτρίχωσης είναι σπάνια και είναι πιο πιθανή στην περιστοματική και μηρογεννητική περιοχή. Η πιθανότητα βακτηριδιακής λοίμωξης είναι εξαιρετικά σπάνια, παρά ταύτα υπαρκτή, αν υπάρξει φυσαλιδοποίηση. Παροδικές δυσχρωμίες, είτε με την έννοια της υπέρχρωσης είτε με την έννοια της υποχρωμίας, μπορούν να παρατηρηθούν, ιδιαίτερα σε σκουρόχρωμους ασθενείς. Oι μόνιμες δυσχρωμίες είναι σπανιότατες, εκτός αν πρόκειται για ασθενείς με πολύ σκούρους φωτότυπους. Oι ουλές επίσης είναι σπανιότατες, εκτός και αν χρησιμοποιηθεί εξαιρετικά μεγάλη πυκνότητα ενέργειας χωρίς επαρκή ψύξη ή υπάρχει λοίμωξη. Προσοχή πρέπει να δοθεί στους υπάρχοντες σπίλους ή σε άλλες μελαχρωματικές βλάβες της περιοχής, οι οποίες μπορεί να χάσουν ένα ποσοστό από το χρώμα τους. Το ίδιο ισχύει και για τα τατουάζ, εκτός και αν αυτά περιέχουν χρωστικές με σίδηρο ή οξείδιο του τιτανίου, οπότε μπορεί να παρατηρηθεί αντίθετα αύξηση της χρώσης τους. Τέλος, πρέπει να αναφερθούν οι περιπτώσεις εμφάνισης αντιδραστικής υπερτρίχωσης, στην ίδια ή σε γειτονική περιοχή. Κάποιες περιπτώσεις αντιστοιχούν σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ανεπαρκή θεραπεία με χαμηλή πυκνότητα ενέργειας, έχοντας σκούρο φωτότυπο ή και ανοικτόχρωμες χνοώδεις τρίχες, ή σε ασθενείς που έχουν διαταραγμένο ορμονικό προφίλ. Παρά ταύτα, κάποιες περιπτώσεις εμφανίζονται χωρίς προφανή λόγο, με ασαφή αιτιοπαθογένεια.
Σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα, όλα τα συστήματα που υπάρχουν μπορούν να προκαλέσουν μείωση της πυκνότητας της τριχοφυίας, αλλά όχι πλήρη εξάλειψη των τριχικών θυλάκων.
Η θεραπεία με laser ουσιαστικά προκαλεί πλήρη, αλλά παροδική αποτρίχωση, για ένα έως τρεις μήνες, που ακολουθείται από μερική αλλά μόνιμη μείωση των τριχικών θυλάκων. Ιστολογικά, παρατηρείται βλάβη κυρίως στους τριχικούς θύλακες με σκουρόχρωμα και μεγάλης διαμέτρου στελέχη. Αμέσως μετά τη θεραπεία με laser, ο θύλακας παρουσιάζει κατάτμηση με εστιακή ρήξη μέσα στο τριχικό επιθήλιο και θερμική βλάβη γύρω από αυτό. Ένα μήνα αργότερα, οι περισσότεροι θύλακες βρίσκονται στην τελογενή φάση, ενώ κάποιοι έχουν αντικατασταθεί από ινώδη ιστό. Σ' ένα χρόνο, οι περισσότεροι θύλακες έχουν αντικατασταθεί από άλλους, πολύ μικρού μεγέθους και διαμέτρου, και κάποιοι από ινώδη ιστό. Και τα δύο αυτά ευρήματα αντιστοιχούν σε μόνιμη μείωση των τριχών, κλινικά.
Όπως φαίνεται λοιπόν, τα περισσότερα συστήματα laser είναι ικανά να μειώσουν τον αριθμό των τριχών και να μετατρέψουν σταδιακά τους τελικούς θύλακες σε πιο ανοιχτόχρωμους και χνοώδεις. Το ποσοστό επιτυχίας, εξαιρουμένων των ορμονικών προβλημάτων, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το χρώμα, το πάχος της τρίχας και από το φωτότυπο του ασθενούς. Αν δηλαδή έχουμε έναν ασθενή με ανοικτό φωτότυπο και σκούρους τελικούς θύλακες μεγάλης διαμέτρου, όλα τα συστήματα μπορούν να δώσουν καλό αποτέλεσμα. Ακόμα όμως και σε αυτήν την περίπτωση όπως προαναφέρθηκε, σημαντικός παράγοντας είναι η πυκνότητα ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε και επίσης το μέγεθος του spot. Oι εταιρείες δημιούργησαν μεγαλύτερα spot για ευκολία χρήσης και αύξηση της ταχύτητας εφαρμογής, φαίνεται όμως ότι το μέγεθος του spot παίζει ρόλο και στην αποτελεσματικότητα, λόγω του ότι ένα μικρό spot χάνει την ενέργεια πολύ πιο γρήγορα και έχει μικρότερη διεισδυτικότητα από ένα μεγαλύτερο spot.
Τα σημαντικά προβλήματα της μεθόδου είναι η αντιμετώπιση των περιστατικών με σκούρους φωτότυπους, ή με λεπτές και ανοιχτόχρωμες τρίχες. Είναι σημαντικό προκειμένου να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητα αλλά και την ασφάλεια της μεθόδου, να επιλέξουμε το σωστό μήκος κύματος και χρόνο παλμού για κάθε τύπο δέρματος και είδος τριχικού θυλάκου.
Σύμφωνα με ένα γενικό κανόνα, τα laser που έχουν μεγαλύτερο μήκος κύματος, όπως τα διοδικά και τα ND-Yag, είναι πιο ασφαλή για σκούρα δέρματα, επειδή αυτό το μήκος κύματος δεν απορροφάται τόσο καλά από τη μελανίνη όσο αυτό του Αλεξανδρίτη ή του Ruby. Αυτό προσφέρει το πλεονέκτημα της μικρότερης επιδερμικής βλάβης αλλά μειώνει την αποτελεσματικότητα της αποτρίχωσης. Αν θέλουμε να έχουμε το ίδιο καλό αποτέλεσμα με ένα laser μεγάλου μήκους κύματος όσο με ένα μικρού μήκους κύματος, θα πρέπει να αυξήσουμε την πυκνότητα ενέργειας. Η αύξηση της πυκνότητας ενέργειας, όμως, αυξάνει την επιδερμική βλάβη και τον προκαλούμενο πόνο, ανεπιθύμητες ενέργειες που προσπαθεί εν μέρει να αντιμετωπίσει η ψύξη της επιδερμίδας. Τα μεγάλα μήκη κύματος μπορεί να αντιμετωπίζουν τα σκουρότερα δέρματα με μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά, αντίθετα με τα laser μεγάλου μήκους κύματος, είναι αναποτελεσματικά σε λεπτές και ανοιχτόχρωμες τρίχες. Oι πηγές παλμικού φωτός, εξάλλου, προσφέρουν μεν το πλεονέκτημα της ρύθμισης του μήκους κύματος ανάλογα με το φωτότυπο ή το είδος της τριχοφυίας του ασθενούς, όμως είναι συγκριτικά πιο δύσχρηστα και πιο δύσκολα στην εκμάθησή τους συστήματα και τα αποτελέσματά τους δεν είναι πάντα αναπαραγώγιμα.
Επίσης, ο χρόνος παλμού παίζει σημαντικό ρόλο. Ένα laser με μικρό χρόνο παλμού είναι καλύτερο για τρίχες με μικρή διάμετρο, διότι ο χρόνος θερμικής χαλάρωσής τους είναι μικρότερος, όμως προκαλεί μεγαλύτερη επιδερμική βλάβη, διότι ο χρόνος θερμικής χαλάρωσης της επιδερμίδας είναι επίσης μικρός, της τάξεως των 3-10msec. Μεγαλύτεροι χρόνοι παλμού, πάνω από 10msec, είναι καλύτεροι για τρίχες με μεγάλη διάμετρο και συγχρόνως ελαχιστοποιούν τις ανεπιθύμητες ενέργειες σε ό,τι αφορά την επιδερμίδα. Έτσι, σχετικά με την αντιμετώπιση των λεπτών και ανοικτόχρωμων τριχών, ο καλύτερος μέχρι τώρα τρόπος αντιμετώπισής τους είναι ο συνδυασμός των μικρών μηκών κύματος, π.χ. Ruby ή Alexandrite και μικρών χρόνων παλμού, π.χ. 3-5msec, συνδυασμός όμως που προκαλεί μεγαλύτερη επιδερμική βλάβη. Κάποιες νέες τεχνικές, όπως η χρήση χρωστικής ή η φωτοδυναμική θεραπεία, ίσως βοηθήσουν στην αντιμετώπιση αυτών των δύσκολων περιστατικών.
Σε ό,τι αφορά τη χρώση των τριχών, η τεχνική είναι ακόμα υπό έρευνα, κάποια αποτελέσματα όμως που παρουσιάστηκαν στο IMCAS, τον Ιανουάριο του 2003, ήταν ενθαρρυντικά ακόμα και σε λευκές τρίχες.
Σχετικά με τη φωτοδυναμική θεραπεία, χρησιμοποιείται αμινολεβουλινικό οξύ σε περιεκτικότητα 20%. Παρά το γεγονός ότι η φωτοδυναμική θεραπεία έχει καλά αποτελέσματα, χρησιμοποιείται τελικώς σπάνια, λόγω του ότι είναι επώδυνη, χρονοβόρα (χρειάζεται 14-18 ώρες εφαρμογής κλειστής περίδεσης προκειμένου το αμινολεβουλινικό οξύ να μετατραπεί σε πρωτοπορφυρίνη) και τέλος, προκαλεί παροδική υπέρχρωση.
Για την αντιμετώπιση των δύσκολων περιστατικών έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί κρέμες που προκαλούν μείωση της παραγωγής των τοπικών ανδρογόνων, όπως η γνωστή μας H-Ogel, ή κρέμες όπως η Vaniqa που περιέχει 13,9% eflornithine, στις ΗΠΑ.
Τέλος, για την αντιμετώπιση των λευκών και ανοιχτόχρωμων τριχών, έχει προταθεί σύστημα συνδυασμού παλμικού φωτός με ραδιοσυχνότητες, με το εμπορικό όνομα Aurora. Παρόλο που οι σχετικές μελέτες της εταιρείας είναι πολύ ενθαρρυντικές, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή καμία μελέτη από ανεξάρτητο ερευνητή, που να αποδεικνύει ότι ένας τέτοιος συνδυασμός είναι όντως αποτελεσματικός.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι διαφορές που προκύπτουν μεταξύ των διαφόρων εφαρμογών αφορούν περισσότερο την αποτελεσματικότητα σε σκούρα δέρματα και ανοιχτόχρωμες τρίχες. Για να έχει πιθανόν κανείς το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα θα πρέπει να διαθέτει παραπάνω από 1 σύστημα laser, κάτι που αυξάνει πολύ τον προϋπολογισμό. Παρά ταύτα, η σωστή εφαρμογή ενός συστήματος στη μέγιστη απόδοσή του, μπορεί να έχει πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Συμπερασματικά, οι θεραπείες με laser δεν είναι πανάκεια και θα χρειαστεί αρκετές φορές να συνδυαστούν και με άλλες μεθόδους, ακόμα κι αν αυτές είναι πολύ παλιές, όπως η ηλεκτρόλυση.

 

HOMEPAGE