<<< Προηγούμενη σελίδα

Θεραπεία ψωρίασης του τριχωτού της κεφαλής

ΑΓΓΕΛOΣ O. ΤΕΚΝΕΤΖΗΣ
Καθηγητής Δερματολογίας ΑΠΘ

Η ψωρίαση του τριχωτού της κεφαλής είναι πολύ συχνή. Όπως φαίνεται από τη βιβλιογραφία, το 50% των ασθενών με ψωρίαση παρουσιάζουν εντόπιση της πάθησης και στο τριχωτό, ενώ στο 25% των περιπτώσεων ψωρίασης, η εντόπιση στο τριχωτό είναι η μοναδική.
Το εξάνθημα μπορεί να είναι ασυμπτωματικό ή και έντονα κνησμώδες. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρείται αισθητή απώλεια τριχών, αλλά είναι συνήθως αναστρέψιμη.
Σε κάθε περίπτωση ψωρίασης του τριχωτού της κεφαλής, ο Δερματολόγος καλείται να αντιμετωπίσει δύο εμφανή, αλλά και ουσιαστικά δερματικά προβλήματα: α. την υπερκεράτωση και απολέπιση και β. την υποκείμενη φλεγμονή και κυτταρική διήθηση.
Η αντιμετώπισή τους γίνεται φυσικά με τοπικά θεραπευτικά μέσα και μόνο. Η συστηματική χρήση φαρμάκων (μεθοτρεξάτη, ασιτρετίνη, κυκλοσπορίνη, στεροειδή) προορίζεται μόνο στις συγκεκριμένες ειδικές περιπτώσεις ψωρίασης και όχι για κάθε καθημερινό περιστατικό, λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών αυτών των φαρμάκων, αλλά και λόγω της χρόνιας φύσης της ψωρίασης.
Η υπερκεράτωση αντιμετωπίζεται με κερατολυτικά, ενώ η φλεγμονή και διήθηση με στεροειδή, καλσιποτριόλη και άλλα φάρμακα. Δεν υπάρχει όμως μία και μοναδική θεραπευτική αγωγή, ούτε για την απολέπιση, αλλά ούτε και για τη διήθηση, αφού δεν παρουσιάζουν όλοι οι ασθενείς την ίδια εικόνα. Επίσης, στον ίδιο ασθενή, η εικόνα αυτή μπορεί να μεταβάλλεται, ακόμη και χωρίς θεραπεία, πολύ δε περισσότερο μετά από κάθε θεραπεία.
Έτσι λοιπόν, η εκτεταμένη απολέπιση θα πρέπει να απομακρυνθεί με κερατολυτικές ουσίες, όπως είναι η ουρία και τα α- ή β-υδροξυοξέα.
Η ουρία (της οποίας η κλασσική κερατολυτική πυκνότητα είναι 10%) μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πυκνότητα 15-20%. Στις υψηλές αυτές πυκνότητες παρουσιάζει έντονη κερατολυτική δράση, χωρίς να ερεθίζει, σε αντίθεση με τα υδροξυοξέα, όπου αυξανομένης της πυκνότητάς τους, αυξάνει βέβαια η κερατολυτική τους δράση, αλλά και ο ερεθισμός.
Επειδή δεν κυκλοφορεί (στη χώρα μας) σε μορφή ιδιοσκευάσματος, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί σε μορφή γαληνικού σκευάσματος, όπου, για τη δημιουργία όξινου περιβάλλοντος, θα πρέπει να συνδυασθεί με ένα υδροξυοξύ. Επιπλέον, ο συνδυασμός ουρίας με υδροξυοξύ αυξάνει τη διείσδυση και την αποτελεσματικότητά της. Έτσι, μπορεί να συνδυασθεί είτε με σαλικυλικό οξύ (β-υδροξυοξύ) σε πυκνότητα 3-5%, είτε με ένα α-υδροξυοξύ, στην κλασσική συνήθως κερατολυτική του πυκνότητα, όπως π.χ. με 10% γλυκολικό οξύ, ή με 5% γαλακτικό οξύ, ή με 12-14% γαλακτικό αμμώνιο. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν λίγο υψηλότερες πυκνότητες από τις παραπάνω, όχι όμως πολύ υψηλές, επειδή είναι βέβαιος ο ερεθισμός. Εξάλλου, είναι ήδη υψηλή η πυκνότητα της ουρίας και αυτό αρκεί.
Το σκεύασμα θα πρέπει να είναι κατά προτίμηση αλοιφή (π.χ. με ευσερίνη), σύμφωνα με τις βασικές αρχές της θεραπευτικής στη Δερματολογία. Η κρέμα είναι λιγότερο δραστική στην παχεία υπερκεράτωση και η λοσιόν περισσότερο ανεπαρκής. Αν μάλιστα η λοσιόν περιέχει και πτητικές ουσίες (π.χ. αλκοόλη), τότε είναι ευθύς εξ αρχής ερεθιστική λόγω των μικροδιαβρώσεων που δημιουργεί ο ασθενής κατά τον ξεσμό, είτε επειδή οι βλάβες του είναι κνησμώδεις, είτε για να «απομακρύνει» τα αντιαισθητικά λέπια.
Το κερατολυτικό σκεύασμα επαλείφεται κάθε βράδυ για λίγες ημέρες, μέχρι να πέσουν τα πολλά παχειά λέπια, ενώ το πρωί λούζεται ο ασθενής με ζεστό νερό και ένα σαπούνι ή shampoo με σαλικυλικό οξύ, λιθανθρακόπισσα, ιχθυόλη, θειάφι, ή α-υδροξυοξέα κ.ά.
Η συνέχιση όμως της θεραπείας μετά την απολέπιση με κερατολυτικά μόνο σκευάσματα, όχι μόνο δεν θα θεραπεύσει, αλλά θα ερεθίσει το ήδη φλεγμονώδες υποκείμενο ψωριασικό δέρμα και θα επιδεινώσει την εικόνα. Εξάλλου, η υποκείμενη φλεγμονή και διήθηση δεν αντιμετωπίζονται με κερατολυτικά.
Η αναστολή και ο έλεγχος τόσο του ταχέως και άμετρου πολλαπλασιασμού των επιδερμιδικών κυττάρων, όσο και της φλεγμονής, επιτυγχάνονται με τα τοπικά στεροειδή ή την καλσιποτριόλη, ή με συνδυασμό των δύο. Τόσο τα στεροειδή, όσο και η καλσιποτριόλη, αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των επιδερμιδικών κυττάρων, αλλά και τη φλεγμονή της ψωρίασης.

Τοπικά στεροειδή
Δρουν ταχέως και σε 3-4 εβδομάδες παρατηρείται το μέγιστο αποτέλεσμα. Βέβαια, οι ασθενείς τα χρησιμοποιούν για διάστημα μεγαλύτερο του διμήνου και δεν είναι γνωστό πόσο αποτελεσματικά και ασφαλή είναι όταν χρησιμοποιούνται μακροχρόνια.
Αποτελούν θεραπεία εκλογής στις οξείες καταστάσεις με έντονο ερύθημα και είναι αποτελεσματικότερα της καλσιποτριόλης στις περιπτώσεις αυτές. Χρησιμοποιείται συνήθως η βηταμεθαζόνη 0,1% (Betnovate*) σε μορφή λοσιόν. Μετά την αποδρομή όμως των οξέων φαινομένων, καλό θα είναι να συνεχισθεί η θεραπεία με λοσιόν καλσιποτριόλης, μόνης ή σε συνδυασμό με στεροειδές, αν δεν μας ικανοποιεί το αποτέλεσμα μετά από χρήση 1-2 εβδομάδων.
Στις συνήθεις όμως περιπτώσεις ψωρίασης του τριχωτού, η θεραπεία θα πρέπει να αρχίζει με λοσιόν καλσιποτριόλης και, αν δεν μας ικανοποιήσει το αποτέλεσμα μετά από μία εβδομάδα, μπορούμε να συνεχίσουμε με συνδυασμό καλσιποτριόλης και στεροειδούς, πρωί-βράδυ, για 2 συνήθως μήνες.
Βέβαια, η κορτιζόνη είναι γνωστή για τα ικανοποιητικά της αποτελέσματα, αλλά και τις ανεπιθύμητες ενέργειες μετά από πολύμηνη χρήση.
Για την αρκετά νεώτερη καλσιποτριόλη, αναφέρεται ότι είναι αποτελεσματική, ασφαλής, καλά ανεκτή και κοσμητικά αποδεκτή. Χρησιμοποιούνται λίγες σταγόνες της λοσιόν σε κάθε βλάβη, με καλή εντριβή, πρωί-βράδυ, για 8 εβδομάδες. Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε εβδομαδιαία βάση συνολική ποσότητα μεγαλύτερη των 50ml, δηλ. 1 φιαλίδιο (>50μg/ml). Ίσως να προκαλέσει ερεθισμό τις 2 πρώτες εβδομάδες. Δεν προκαλεί πάντως σημαντικές μεταβολές στο Ca++ του ορού, την παραθορμόνη, το Ca++ και την κρεατινίνη των ούρων, ακόμη και μετά από χρήση 52 εβδομάδων, όπως αναφέρεται.
Η συντήρηση του καλού αποτελέσματος γίνεται συνήθως μόνο με καλσιποτριόλη. Αν όμως πρέπει να χορηγηθεί και στεροειδές, θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε αραιότερα διαστήματα.
Αυτό που θα πρέπει να τονισθεί στον ασθενή είναι ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιεί επί μήνες τα στεροειδή. Η πείρα έδειξε ότι, επειδή είναι πιο σύντομα τα ικανοποιητικά αποτελέσματα των στεροειδών, τα χρησιμοποιεί επί μήνες και χρόνια, χωρίς να επισκέπτεται το Δερματολόγο, με απρόβλεπτες ανεπιθύμητες συνέπειες.
Αναφέρεται επίσης η χρήση λοσιόν προπιονικής κλομπεταζόλης 0,05% (Butavate*) τα Σαββατοκύριακα, ενώ τις υπόλοιπες 5 ημέρες της εβδομάδας, λοσιόν καλσιποτριόλης, με άριστα αποτελέσματα.
Στις συνήθεις επίσης περιπτώσεις ψωρίασης του τριχωτού, με ήπια υπερκεράτωση, όπου δεν προαπαιτείται κερατολυτική αγωγή, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί, αντί κορτιζόνης μόνης, γαληνικό σκεύασμα από λοσιόν κορτιζόνης σε συνδυασμό με ουρία και υδροξυοξέα. Μάλιστα, υπάρχει προσωπική ερευνητική μελέτη με βηταμεθαζόνη και 10% γλυκολικό οξύ, σε μορφή λοσιόν, για χρήση δύο φορές ημερησίως. Τα αποτελέσματα ήταν άριστα πριν από τη λήξη της δίμηνης χρήσης. Επίσης, υπάρχει προσωπική εμπειρία σχετικά με τη χρήση γαληνικών παρασκευασμάτων σε μορφή λοσιόν, όπου το στεροειδές υπάρχει σε πυκνότητα 50% της προβλεπόμενης συνήθους, ενώ τα υδροξυοξέα και η ουρία στις κλασσικές πυκνότητες. Η λοσιόν χρησιμοποιείται αρχικά πρωί-βράδυ, ενώ μειώνεται σταδιακά η εφαρμογή της, ανάλογα με τα αποτελέσματα. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιείται η λοσιόν αυτή μόνο το βράδυ, ενώ το πρωί λοσιόν καλσιποτριόλης.
Γενικά, τα θεραπευτικά αποτελέσματα από τη χρήση λοσιόν, όπου το στεροειδές υπάρχει σε πυκνότητα μέχρι 50% της συνήθους, ενώ στο υπόλοιπο 50% υπάρχουν ουρία και υδροξυοξέα, είναι πολύ ικανοποιητικά, όπως παρατηρείται εδώ και 20 χρόνια. Επίσης, δεν παρατηρήθηκε οποιοδήποτε ανεπιθύμητο αποτέλεσμα από τη χρήση του στεροειδούς (πολύμηνη μερικές φορές).
Η θεραπεία της ψωρίασης του τριχωτού συμπληρώνεται με τη χρήση shampoo με λιθανθρακόπισσα, ιχθυόλη, σαλικυλικό οξύ, α-υδροξυοξέα, με συνδυασμούς κερατολυτικών ουσιών με φυτικά εκχυλίσματα (που έχουν επίσης κερατολυτικές ή και αντφλεγμονώδεις - αντικνησμώδεις ιδιότητες) κ.ά. O ασθενής χρησιμοποιεί το shampoo δύο φορές την εβδομάδα. Η καθημερινή χρήση μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του δέρματος.
Τέλος, έχει μεγάλη σημασία να ενημερωθεί ο ασθενής για τη φύση της πάθησής του και για την ευνοϊκή (π.χ. ήλιος) ή την δυσμενή (π.χ. stress) επίδραση ορισμένων παραγόντων. Η χρόνια φύση της νόσου (δια βίου) δεν επιτρέπει υποσχέσεις για οριστική ίασή της, ενώ οι πολύμηνες εξάρσεις αποτελούν πρόβλημα για τον ασθενή, ο οποίος και «απαιτεί» την αποκατάσταση της υγείας του. Από την άλλη πάλι μεριά, ο Δερματολόγος θα πρέπει να εξασφαλίσει στον ασθενή ένα καλό θεραπευτικό αποτέλεσμα για μια αξιοπρεπή εμφάνιση, χωρίς να τον εκθέτει όμως σε κινδύνους, άμεσους ή απώτερους. Αυτό σημαίνει ότι ο ασθενής θα πρέπει να συνεργάζεται με τον ιατρό του και να εφαρμόζει κατά γράμμα τις οδηγίες του. Ακόμη, θα πρέπει να γνωρίζει ότι η αρχική συνταγή δεν συνιστάται για χρήση εφόρου ζωής και ότι θα μεταβάλλεται ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.

HOMEPAGE