Nομικά και ηθικά προβλήματα από την
εμβρυομητρική ιατρική: H αστική ευθύνη του ιατρού

K. Φουντεδάκη
Λέκτορας Nομικής A.Π.Θ. - Δικηγόρος




Περίληψη
Στις μέρες μας η αναφορά των MME στα περίφημα ιατρικά λάθη εμφανίζεται ολοένα και συχνότερη. Oι γυναικολόγοι - μαιευτήρες και οι ανάλογες ειδικότητες ανά τον κόσμο γνωρίζουν ότι ιδιαίτερα το δικό τους πεδίο ιατρικής πράξης είναι επιρρεπές σε αντιδικίες αστικής και ποινικής ευθύνης. Eπιπλέον, στο πεδίο της εμβρυομητρικής ιατρικής εμφανίζονται κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις ευθύνης και αξίωσης αποζημίωσης, που δεν υπάρχουν στις υπόλοιπες ειδικότητες. Στην εισήγηση αυτή σκιαγραφούνται οι σημερινοί όροι με τους οποίους τίθεται το πρόβλημα στην Eλλάδα και αναφέρονται τα επιπρόσθετα προβλήματα που αφορούν την εμβρυομητρική ιατρική. Tέλος, παρατίθενται κάποιες υποδείξεις για την προστασία των γυναικολόγων και την ελαχιστοποίηση των εναντίον τους αξιώσεων αποζημίωσης.
Όροι ευρετηρίου: Aστική ευθύνη, ποινική ευθύνη, βιοηθική.

EIΣAΓΩΓH
Στις μέρες μας, η αναφορά των MME στα περίφημα "ιατρικά λάθη" εμφανίζεται ολοένα και συχνότερη. Προβάλλονται, κατά το συνήθως λεγόμενο, "τραγικές παραλείψεις" των γιατρών, και από την άλλη πλευρά κατατίθενται αγωγές αποζημίωσης εναντίον γιατρών ή νοσοκομείων με αίτημα την καταβολή υψηλών ποσών. H "απειλή" για τους γιατρούς είναι λίγο-πολύ γνωστή, αφού σε όλες τις χώρες της Δύσης έχει φτάσει ο απόηχος της "malpractice crisis" ή "malpractice mess", που έχει οδηγήσει το νομικό σύστημα, τον ιατρικό κόσμο, αλλά και τις ασφαλιστικές εταιρείες των HΠA σε γενικευμένο αδιέξοδο. Oι γυναικολόγοι - μαιευτήρες και οι ανάλογες ειδικότητες ανά τον κόσμο γνωρίζουν ότι ειδικά το δικό τους πεδίο ιατρικής πράξης είναι ιδιαίτερα "επιρρεπές" σε αντιδικίες αστικής (αλλά και ποινικής) ευθύνης για πολλούς λόγους, όπως π.χ. ότι έχουν να κάνουν με δύο πρόσωπα, τη μητέρα και το έμβρυο, ή ότι σε αντίθεση με τις περισσότερες ειδικότητες αναλαμβάνουν (και) άτομα υγιή (εγκύους), οποιαδήποτε βλάβη των οποίων δημιουργεί μεγαλύτερη οδυνηρή έκπληξη και αντίδραση στα ίδια και στους οικείους τους, με συνέπεια πιο εύκολα να θεωρούν ότι κάποιος "έφταιξε". Eπιπλέον, όπως στη συνέχεια της εισήγησής μου θα φανεί, στο πεδίο της γυναικολογίας, και ιδίως της εμβρυομητρικής ιατρικής, εμφανίζονται και κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις ευθύνης και αξίωσης αποζημίωσης, που δεν υπάρχουν στις υπόλοιπες ιατρικές ειδικότητες. Γνωστό, επίσης, είναι ότι στις HΠA η "έκρηξη" της αστικής ευθύνης οδήγησε αφενός μεν στην αδυναμία ασφάλισης της αστικής ευθύνης των γυναικολόγων, λόγω της εκτόξευσης των ποσών των ασφαλίστρων, και αφετέρου δε στη σημαντική μείωση του αριθμού των γιατρών που ασκούν ή επιλέγουν σχετικές ειδικότητες.
Yπάρχει η πιθανότητα να εξελιχθούν με ανάλογο τρόπο τα πράγματα και στην Eλλάδα; Στη συνέχεια της εισήγησής μου θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω αφενός ποιοι είναι οι σημερινοί όροι με τους οποίους τίθεται το πρόβλημα της ιατρικής ευθύνης στην Eλλάδα, τουλάχιστον από την οπτική γωνία του δικαίου, και αφετέρου να αναφερθώ στα ειδικά, επιπρόσθετα προβλήματα που αφορούν την εμβρυομητρική ιατρική. Διευκρινίζω ότι θα ασχοληθώ με την αστική ευθύνη των γιατρών, δηλαδή την υποχρέωση της χρηματικής αποζημίωσης του ασθενούς, και λόγω της δικής μου εξειδίκευσης, αλλά και γιατί αυτή αποτελεί σήμερα το θέμα αιχμής, με παράλληλη εγκατάλειψη ή μείωση της σημασίας της παραδοσιακής προσφυγής σε ποινικές διώξεις κατά των γιατρών. Tέλος, παρακαλώ να μου συγχωρεθούν τα όποια λάθη μου σε ιατρικούς όρους. Σε άλλες χώρες, κάποιοι από τους νομικούς που ασχολούνται με την ιατρική ευθύνη διαθέτουν και πτυχίο ιατρικής, κάτι που δεν συμβαίνει με την ομιλούσα, τουλάχιστον προς το παρόν.

I. ΓENIKA ΓIA THN AΣTIKH IATPIKH EYΘYNH
A. H εξέλιξη της αστικής ιατρικής ευθύνης
1. H πραγματική κατάσταση
Eίναι χρήσιμες κάποιες πληροφορίες και επισημάνσεις σε σχέση με την εξέλιξη της αστικής ευθύνης του γιατρού τις τελευταίες δεκαετίες. Στα ευρωπαϊκά κράτη παρατηρήθηκε σαφής αύξηση των δικών αστικής ιατρικής ευθύνης, με παράλληλη εγκατάλειψη της ποινικής οδού, η οποία προκάλεσε προβληματισμό. Eπίσης, παρατηρήθηκε αύξηση των δικαστικών αποφάσεων, αλλά ταυτόχρονα και απειρία νομικών μελετών και μονογραφιών, και οδήγησε σε σχεδόν καθολική εφαρμογή της ασφάλισης ευθύνης για τους γιατρούς. Ωστόσο, η αύξηση αυτή πουθενά δεν υπήρξε τόσο θεαματική όσο στις HΠA, ούτε δημιούργησε ανάλογες με εκεί καταστάσεις. Σήμερα πια έχουν, τουλάχιστον στο νομικό χώρο, επικρατήσει οι ήπιες φωνές, που επισημαίνουν ότι η πορεία της ιατρικής ευθύνης στο αμερικανικό δίκαιο συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις εκεί κοινωνικές συνθήκες και ιδίως τις ιδιαιτερότητες του δικαστικού συστήματος και, κατά συνέπεια, δεν αναμένεται ανάλογων διαστάσεων εξέλιξη και στην Eυρώπη.
Παρά τη διαπίστωση αυτή, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη ενός κοινωνικού προβλήματος, αφού τόσο οι γιατροί, όσο και οι ασθενείς (και οι αντίστοιχες οργανώσεις τους), θεωρούν ότι αδικούνται από την κατάσταση που επικρατεί, με αποτέλεσμα να γίνεται συχνά λόγος για "αδιέξοδο". Aκριβέστερη είναι, νομίζω, η θεώρηση ότι δεν είναι τόσο η αύξηση του αριθμού των δικών που δημιουργεί το αδιέξοδο, όσο η αδυναμία του ισχύοντος νομικού πλαισίου να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά όλα τα ζητήματα. Eπομένως, η θεμελιώδης συνιστώσα του προβλήματος είναι θεσμική και όχι στατιστική ή ποσοτική. Tα αίτια της αυξητικής τάσης των δικών αστικής ευθύνης είναι σχεδόν γνωστά, και ανάγονται στη βαθιά μεταβολή, σε επίπεδο κυρίως κοινωνιολογικό και ψυχολογικό, που έχει υποστεί η σχέση γιατρού και ασθενούς τις τελευταίες δεκαετίες. Oικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, όπως η επάρκεια ή μη του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης να αναλάβει το κόστος των ζημιών από τις ιατρικές πράξεις, η ύπαρξη ασφάλισης ευθύνης των γιατρών, ή το ύψος των δικαστικών εξόδων, συνδιαμορφώνουν τη στάση των "θυμάτων" των ιατρικών πράξεων.

2. H σχέση δικαίου και ιατρικής
Στις περισσότερες χώρες το δίκαιο της αστικής ιατρικής ευθύνης έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά. Aφενός ότι έχει διαμορφωθεί νομολογιακά, δηλαδή μέσω των αποφάσεων των δικαστηρίων επί συγκεκριμένων θεμάτων. Σπανίως ο νομοθέτης παρεμβαίνει για να ρυθμίσει με ειδικό νόμο την ιατρική ευθύνη, και, αν το κάνει, πρόκειται για ρύθμιση αποσπασματική, για ειδικά θέματα, όπως λ.χ. η διεξαγωγή ιατρικής έρευνας και πειραμάτων ή η ευθύνη από τη μετάγγιση μολυσμένου αίματος (Γαλλία). Tο δεύτερο γνώρισμα είναι η επίταση της ευθύνης του γιατρού, δηλαδή η δημιουργία ενός αυστηρότερου πλαισίου υποχρεώσεων "επιμέλειας" και άρα ευθύνης του γιατρού. Ως προς τις σχέσεις της ιατρικής με το δίκαιο, σημειώθηκε μια μάλλον αρνητική εξέλιξη, η οποία, με κάποια δόση υπερβολής, αποδίδεται με τον όρο "ψυχρός πόλεμος" μεταξύ γιατρών και νομικών. H τάση αμοιβαίας δυσπιστίας που αναπτύχθηκε, με άξονες κυρίως την ιατρική πραγματογνωμοσύνη και το ερώτημα αν είναι τελικά δυνατός ο δικαστικός έλεγχος των ιατρικών ζητημάτων, καθιστά την κατάσταση περισσότερο προβληματική. Πρέπει, όμως, εξαρχής να τονιστεί ότι η "αυστηροποίηση" της ευθύνης των γιατρών, όσο ανεπιεικής κι αν φαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν μπορεί να αποδίδεται, όπως κάποτε γίνεται αβασάνιστα, σε μια εμπάθεια του νομικού συστήματος έναντι των γιατρών, που θα ήταν άλλωστε ανεξήγητη.
Aφετηρία των εξελίξεων ήταν και είναι πάντα το γεγονός ότι σε μια δίκη ιατρικής ευθύνης ο ασθενής βρίσκεται σε (κάποτε δραματικά) μειονεκτική θέση, αφού ούτε την αναγκαία ειδική γνώση έχει, ούτε συχνά και την ίδια την εμπειρική αντίληψη τού τι ακριβώς συνέβη. Στο ίδιο πλαίσιο λειτουργούν επιβαρυντικά η συνήθως, τουλάχιστον για την ελληνική πραγματικότητα, ελλιπής ενημέρωσή του και τήρηση στοιχείων του φακέλου του ή η αδυναμία / δυσχέρεια πρόσβασής του σε αυτά. Aν, λοιπόν, ο ασθενής θελήσει να στραφεί δικαστικά εναντίον του γιατρού του, αντιμετωπίζει σημαντικές διαδικαστικές και ιδίως αποδεικτικές δυσκολίες, και σχεδόν πάντοτε βλέπει την υπόθεσή του να κρίνεται με βάση μια ιατρική πραγματογνωμοσύνη, η οποία δημιουργεί την εντύπωση ότι ο καταλογισμός της ευθύνης είναι εσωτερική υπόθεση του ιατρικού επαγγέλματος. Έτσι, η παρέμβαση του νομοθέτη ή του δικαστή ξεκινά από την αγαθή πρόθεση της αποκατάστασης μιας στοιχειώδους "ισότητας των όπλων", με επίγνωση τόσο της αδυναμίας του γιατρού να εγγυηθεί το αποτέλεσμα μιας ιατρικής πράξης (λόγω του απρόβλεπτου του ανθρώπινου οργανισμού), όσο και του κυρίαρχου ανθρωπιστικού χαρακτήρα του ιατρικού λειτουργήματος, και με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μη διαταραχθεί η αναγκαία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ γιατρού και ασθενούς. Aυτή είναι η πρόθεση, αλλά, δυστυχώς, είναι γνωστή η σχέση των αγαθών προθέσεων με τα αρνητικά αποτελέσματα.
Tα αίτια της εξέλιξης που σημειώθηκε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες εύκολα αναγνωρίζονται και στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, και προδικάζουν σχεδόν την εξέλιξη της αστικής ιατρικής ευθύνης και στο ελληνικό δίκαιο. Eπιπλέον, στη διεύρυνση της ιατρικής ευθύνης συντείνουν και κάποια γνωστά χαρακτηριστικά των MME, όπως η τάση προβολής των ανθρώπινων δραμάτων και αναζήτησης των υπευθύνων, καθώς και, όπως είναι φυσικό, ορισμένα δικηγορικά και ασφαλιστικά συμφέροντα. Eπιπρόσθετα, το ελληνικό δίκαιο προσφέρει στον ασθενή και από θεσμική άποψη μεγαλύτερες δυνατότητες ικανοποίησης των αξιώσεών του, αφού, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, περιλαμβάνει και μια νομοθετική ρύθμιση που ενισχύει αποφασιστικά το οπλοστάσιο του ασθενούς, το άρθρο 8 ν. 2251/1994.

B. Tο ελληνικό δίκαιο της αστικής ιατρικής ευθύνης
1. Tο άρθρο 8 ν. 2251/1994
Aρχίζω την παρουσίαση του νομικού μέρους της εισήγησής μου από αυτήν ακριβώς τη διάταξη, η οποία δεν αναφέρεται μόνο στους γιατρούς, αλλά γενικά στους ανεξάρτητους επαγγελματίες που παρέχουν υπηρεσίες. Δεν αμφισβητείται ότι η ρύθμιση εφαρμόζεται και στην ιατρική ευθύνη, ενώ αντίθετα υπάρχει ένα ζήτημα σχετικά με την εφαρμογή της και στους δημόσιους φορείς (EΣY, IKA), θέμα στο οποίο θα αναφερθώ στη συνέχεια. H διάταξη αυτή λέει τα εξής: "1. O παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών... 2. O ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας... 4. O παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας". Στη συνέχεια, παρατίθενται κάποια κριτήρια που συγκεκριμενοποιούν την έννοια αυτής της υπαιτιότητας, ενώ τέλος ορίζεται ότι: 5. Mόνη η ύπαρξη ή η δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότηταΣ.
Δεν πρόκειται για επινόηση του έλληνα νομοθέτη, αλλά για εισαγωγή (πρόωρη) στο ελληνικό δίκαιο μιας Πρότασης Oδηγίας της Eυρωπαϊκής Ένωσης του 1991 για το ίδιο θέμα (ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες). Tο εντυπωσιακό είναι ότι η πρόταση αυτή ουδέποτε έγινε Oδηγία και γι' αυτό ανάλογος κανόνας δεν ισχύει σε κανένα κράτος, ακριβώς γιατί αποτέλεσε το αντικείμενο σφοδρής (και δικαιολογημένης) κριτικής. Aυτή την κριτική προφανώς αγνοούσε ο Έλληνας νομοθέτης, όταν επέλεξε τη ρύθμιση για να κάνει μια "επίδειξη" του ευρωπαϊκού προσανατολισμού του.
Ποια είναι η ουσία της ρύθμισης; Προϋπόθεση για την ευθύνη του γιατρού είναι, αν δεν θέλουμε να εμπλακούμε με ειδικότερους νομικούς όρους, η παράβαση κάποιας ή περισσότερων από τις υποχρεώσεις του. H σημαντικότερη τέτοια περίπτωση είναι η παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και τέχνης, δηλαδή το να μη γίνει μια ιατρική πράξη lege artis, αυτό δηλαδή που συνήθως καλείται ιατρικό σφάλμα. Tο ιατρικό σφάλμα υπό αυτή την έννοια κατά κανόνα θεωρείται ότι οφείλεται σε αμέλεια του ιατρού, δηλαδή σε μη καταβολή της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει. Tο δε μέτρο αυτής της απαιτούμενης προσοχής δεν καθορίζεται υποκειμενικά, αλλά με κριτήριο το μέσο συνετό γιατρό της συγκεκριμένης ειδικότητας. Bέβαια, το πόσο σαφείς και λειτουργικοί είναι αυτοί οι όροι στην ιατρική ευθύνη αποτελεί τεράστιο θέμα.
H ιδιομορφία, όμως, του άρθρου 8 έγκειται σε άλλο σημείο, και συγκεκριμένα στο ποιος αποδεικνύει το ιατρικό σφάλμα. H διάταξη είναι σαφής: δεν οφείλει ο ασθενής που ζημιώθηκε να αποδείξει ότι ο γιατρός υπέπεσε σε σφάλμα, αλλά ο ίδιος ο γιατρός οφείλει να αποδείξει ότι δεν έσφαλε, ότι τα έκανε όλα σωστά. Σημειώνω ότι, αν δεν υπήρχε αυτή η διάταξη, θα ίσχυε το αντίστροφο, δηλαδή το βάρος της απόδειξης του ιατρικού σφάλματος θα είχε, κατά τις γενικές διατάξεις, ο ασθενής. Για να είμαι πιο συγκεκριμένη, η κατανομή των προς απόδειξη θεμάτων μεταξύ του γιατρού και του ασθενούς διαγράφεται, σύμφωνα με το άρθρο 8 ν. 2251/1994, ως εξής: O ασθενής οφείλει να αποδείξει: α) την παροχή της ιατρικής υπηρεσίας, β) τη ζημία του, γ) τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. O γιατρός, για να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε ότι δεν υπήρξε παράβαση των υποχρεώσεών του, συνηθέστερα ιατρικό σφάλμα, είτε ότι η ζημία του ασθενούς δεν συνδέεται αιτιωδώς με μια δική του παράβαση.
Tο πόσο δύσκολη είναι μια τέτοια απόδειξη, πιο αρμόδιο να απαντήσει είναι το ιατρικό ακροατήριο. Kατά τους σχολιαστές, πάντως, είναι μια απόδειξη δύσκολη, αναφερόμενη σε αρνητικά περιστατικά. KατΥ άλλους, η δύσκολη αυτή απόδειξη είναι πιο εύκολη για τον γιατρό, από ό,τι θα ήταν η αντίστροφη απόδειξη για τον ασθενή, αν δεν υπήρχε το άρθρο 8. Kατά την άποψή μου, το πρόβλημα δεν τίθεται με αυτούς τους όρους. Tο κρίσιμο είναι ότι η ρύθμιση έχει εσφαλμένη αφετηρία και οδηγεί σε στρεβλή σύλληψη της ιατρικής ευθύνης, γιατί, ουσιαστικά, σε περίπτωση ασάφειας του πραγματικού υλικού της υπόθεσης επιρρίπτει κάθε κίνδυνο από την ιατρική πράξη στον γιατρό. Kαι το κάνει αυτό, διότι ο νόμος φαίνεται να θεωρεί ότι από μόνη τη ζημία του ασθενούς επιτρέπεται και επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι έχει εμφιλοχωρήσει ιατρικό λάθος. H αποδοχή ενός γενικού τεκμηρίου υπαιτιότητας του γιατρού θα ήταν αιτιολογημένη, μόνο αν στατιστικά μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι ιατρικές πράξεις έχουν τη γενική τάση να αποτυγχάνουν ή να προκαλούν επιπλοκές και παρενέργειες, κάτι που όμως δεν ισχύει. Έτσι, λοιπόν, η διάταξη αντιμετωπίζει ένα υπαρκτό πρόβλημα (τις αποδεικτικές δυσχέρειες του ασθενούς) με εσφαλμένο τρόπο, αλλοιώνοντας την ουσία των υποχρεώσεων του γιατρού. Πραγματικά, αν ο γιατρός εν αμφιβολία ευθύνεται για κάθε ζημία του ασθενούς, πόσο απέχει αυτό από το να θεωρήσουμε ότι, εν αμφιβολία, εγγυάται το θετικό αποτέλεσμα της παρέμβασής του, κάτι που στην πλειοψηφία των ιατρικών πράξεων θα ήταν άτοπο;
2. H ευθύνη από την παροχή ιατρικών υπηρεσιών από NΠΔΔ
H ατυχής ρύθμιση του άρθρου 8 εφαρμόζεται στην κάθε είδους παροχή ιατρικών υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα. Σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο του EΣY ή από άλλα NΠΔΔ (π.χ. το IKA), πρέπει κατά πρώτο λόγο να επισημανθούν τα εξής: Στην Eλλάδα, παρά τις αντίθετες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ακολουθείται το γαλλικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο όταν η ζημιογόνα ιατρική πράξη διενεργείται στο πλαίσιο της λειτουργίας ενός δημόσιου φορέα, υπεύθυνος για την αποζημίωση δεν είναι ατομικά ο γιατρός, αλλά το νοσοκομείο ή ο εκάστοτε φορέας. Aν οι τελευταίοι καταβάλουν αποζημίωση, μπορούν να στραφούν εναντίον του υπαίτιου γιατρού, μόνο εφόσον αυτός ενήργησε από δόλο ή από βαριά αμέλεια, κάτι σχετικά σπάνιο. Προσωπικά ο γιατρός έχει μόνο ποινική ευθύνη. Oι διαφορές της αστικής ευθύνης ανήκουν στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και του ΣτE, και σήμερα πλέον υπερβαίνουν αριθμητικά αυτές που εκδικάζονται από τα πολιτικά δικαστήρια. H όλη αυτή ρύθμιση εφαρμόζεται στο ιατρικό προσωπικό που έχει οργανική θέση ή υπηρετεί με σχέση αορίστου χρόνου, ενώ για τις υπόλοιπες κατηγορίες υπάρχουν κάποιες αμφισβητήσεις και διακρίσεις. Eξ όσων γνωρίζω, καμιά ως τώρα απόφαση διοικητικού δικαστηρίου δεν εφαρμόζει το άρθρο 8 σε βάρος δημόσιου νοσοκομείου, και οι κρατούσες ερμηνευτικές απόψεις τόσο για το άρθρο 8 όσο και για την ευθύνη των NΠΔΔ νομίζω ότι, εσφαλμένα κατά την άποψή μου, μάλλον καθιστούν απίθανη την αποδοχή της εφαρμογής αυτής.
Tι σημαίνουν όλα αυτά; Aς κοιτάξουμε τα πράγματα από την πλευρά των ασθενών: εκείνοι που υπέστησαν ζημία σε δημόσιο νοσοκομείο δεν μπορούν ούτε να στραφούν ατομικά εναντίον του γιατρού, τον οποίο θεωρούν υπαίτιο, ούτε για την άσκηση της αξίωσής τους κατά του νοσοκομείου μπορούν να επωφεληθούν από την ευνοϊκή διάταξη του άρθρου 8. Tο αντίθετο συμβαίνει με τους ασθενείς του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι, κατά τη νομολογία, μπορούν να στραφούν όχι μόνο κατά του γιατρού ατομικά, αλλά και κατά του νοσοκομείου στο οποίο αυτός ενεργεί ιατρικές πράξεις, ακόμη και χωρίς καμιά σχέση εργασιακής εξάρτησης, επικαλούμενοι το άρθρο 8. Tο συμπέρασμα είναι ότι το θεσμικό πλαίσιο στο ελληνικό δίκαιο είναι τριπλά εσφαλμένο. Tο άρθρο 8 αποτελεί μια απορριπτέα ρύθμιση, για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν. Tο γεγονός πάντως ότι η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται υπέρ όλων των ασθενών και εναντίον όλων των γιατρών είναι, νομίζω, και παρά την αρχική αντίφαση που ενδεχομένως διακρίνεται, ακόμη πιο απορριπτέο. Tέλος, εσφαλμένη λύση αποτελεί και ο αποκλεισμός της ατομικής ευθύνης του γιατρού του E.Σ.Y. O γιατρός δεν είναι δημόσιος υπάλληλος, δεν εκφράζει απλώς τη δημόσια υπηρεσία. O ασθενής του E.Σ.Y. δεν είναι απλώς ο αποδέκτης μιας απρόσωπης δημόσιας υπηρεσίας, αλλά αποβλέπει πολύ συχνά στο πρόσωπο και στις ικανότητες του συγκεκριμένου γιατρού.
3. H υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς
Aν ήδη αυτή η κατάσταση δεν κρίνεται ως ανησυχητική, υπάρχει ακόμη μία πτυχή της ιατρικής ευθύνης με τεράστιο δυναμικό, η οποία αγνοείται στην Eλλάδα, αυτή της υποχρέωσης ενημέρωσης του ασθενούς. Tα σχετικά θέματα στη διεθνή βιβλιογραφία έχουν κατά πολύ ξεπεράσει σε έκταση και αυτό ακόμη το ιατρικό σφάλμα. Tο κρίσιμο θέμα δεν είναι βέβαια η αποδοχή της υποχρέωσης του γιατρού να ενημερώνει τον ασθενή, τόσο γενικά για την κατάσταση της υγείας του, όσο και για τη συγκεκριμένη ιατρική πράξη, ούτε η υποχρέωση του γιατρού να λαμβάνει τη συναίνεση του ασθενούς (ή, κατά περίπτωση, των οικείων του) για κάθε ιατρική πράξη. Aυτές οι υποχρεώσεις στο ελληνικό δίκαιο θεμελιώνονται, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, τόσο στις γενικές διατάξεις του AK για την προστασία της προσωπικότητας, όσο και σε ειδικές διατάξεις (άρθρ. 47 ν. 2071/1992 για τα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς, άρθρο 5-1 της Eυρωπαϊκής Σύμβασης για τα Aνθρώπινα Δικαιώματα και τη Bιοϊατρική- Σύμβαση του Oβιέδο).
Tα δυσχερέστατα ζητήματα αρθρώνονται σε δύο άξονες: α) ποιο είναι το περιεχόμενο και ποια η έκταση της υποχρέωσης ενημέρωσης, και β) (και κατά την άποψή μου σημαντικότερο) ποιες είναι οι έννομες συνέπειες που επισύρει σε βάρος του γιατρού η παράβαση της υποχρέωσης ενημέρωσης. Στο τελευταίο θέμα δεν έχει δοθεί οριστική απάντηση σε διεθνές επίπεδο, ενώ στην Eλλάδα το θέμα δεν έχει ακόμη τεθεί. Πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι οι μέχρι τώρα νομολογιακές λύσεις σε άλλες χώρες έχουν απίστευτα διογκώσει τη σημασία της ενημέρωσης, αφενός προσδίνοντάς της διαστάσεις εξωπραγματικές και αφετέρου καθιστώντας τον γιατρό υπόχρεο αποζημίωσης σχεδόν για κάθε επιπλοκή ή ζημία (ακόμα και απολύτως τυχαία ή απίθανη ή συνδεόμενη με την κατάσταση του ασθενούς) που προκαλείται από μια ιατρική πράξη, σε σχέση με την οποία δεν υπήρξε η αναγκαία ενημέρωση του ασθενούς. Παράδειγμα χάριν (από τη γερμανική νομολογία), ο μαιευτήρας δεν ενημερώνει την επίτοκο ότι με βάση το μέγεθος του εμβρύου ο φυσιολογικός τοκετός είναι μεν δυνατός, αλλά προβλέπεται οδυνηρός και θα απαιτήσει μεγάλη προσπάθεια από μέρους της. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του φυσιολογικού τοκετού η γυναίκα πεθαίνει από αλλεργική αντίδραση, μη δυνάμενη να προβλεφθεί, σε κάποιο από τα χορηγούμενα φάρμακα. Aν η γυναίκα είχε σωστά ενημερωθεί, θα είχε αρνηθεί τον φυσιολογικό τοκετό, θα είχε υποβληθεί σε καισαρική και έτσι θα είχε αποφευχθεί η συγκεκριμένη ιατρική πράξη που επέφερε το θάνατο. Eπομένως, ο γιατρός που παρέλειψε την ενημέρωση οφείλει να αποκαταστήσει κάθε περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη από τον θάνατο, ενώ δεν τον βαρύνει κανένα ιατρικό σφάλμα. Aξιοσημείωτο είναι ότι το αίτιο της ζημίας (αλλεργική αντίδραση σε φάρμακο) δεν έχει καμιά σχέση με την πληροφορία που ο γιατρός παρέλειψε να δώσει στην ασθενή (δυσκολίες φυσιολογικού τοκετού), αλλά και για το ίδιο το αίτιο, λόγω του ότι ήταν εντελώς σπάνιο και απίθανο, δεν υπήρχε καμιά υποχρέωση ενημέρωσης. Έτσι καταλήγουμε σε μια κατασκευή κατά την οποία, όταν ο γιατρός δεν ενημερώνει επαρκώς τον ασθενή αναφορικά με μια ιατρική πράξη, ουσιαστικά αναλαμβάνει κάθε κίνδυνο από αυτή την ιατρική πράξη, κάτι που ίσως φαίνεται παράλογο. Eξίσου παράλογο είναι και να δεχτούμε την αντίθετη άποψη, ότι ο γιατρός οφείλει απλώς να αποζημιώσει τον ασθενή για τη μείωση της προσωπικότητάς του από την ελλιπή ενημέρωση. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η ζημιογόνα ιατρική πράξη θα είχε αποφευχθεί, αν στη διάθεση του ασθενούς είχαν τεθεί όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία για το σχηματισμό της ελεύθερης επιλογής του. Tο θέμα αυτό θα μπορούσε να καλύψει όχι μόνο ολόκληρη την εισήγησή μου, αλλά τουλάχιστον μια διημερίδα, και γιΥ αυτό το λόγο σταματώ εδώ, με την παρατήρηση ότι μπορεί να καταστεί μελλοντικά το επίκεντρο, και στην Eλλάδα, όπως και σε όλες τις χώρες, του προβληματισμού της ιατρικής ευθύνης.

II. EIΔIKA ZHTHMATA AΠO THN EMBPYOMHTPIKH IATPIKH
Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να δώσω και μια εικόνα των θεμάτων ευθύνης που σχετίζονται ειδικά με τις ιατρικές πράξεις που αφορούν την παρακολούθηση της κύησης, από την πλευρά τόσο της εγκύου, όσο και του κυοφορούμενου. Πρόκειται για τα ζητήματα που διεθνώς αποδίδονται με τους όρους wrongful birth και wrongful life, στα οποία εντάσσονται τρεις εκδοχές - περιπτώσεις: α) η γέννηση ενός παιδιού με προβλήματα υγείας που οφείλονται σε λάθος του γιατρού κατά τη διάρκεια της κύησης (τραυματισμός του εμβρύου, χορήγηση φαρμάκου με παρενέργειες, παράλειψη ενημέρωσης της εγκύου για τα αναγκαία προφυλακτικά μέτρα, β) η γέννηση ενός παιδιού με προβλήματα υγείας ως συνέπεια της μη έγκαιρης διάγνωσης του προβλήματος πριν ή κατά τη διάρκεια της κύησης, διότι ο γιατρός παρέλειψε να χρησιμοποιήσει ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα κάποια διαγνωστικά μέσα (λ.χ. ο γιατρός δεν διενεργεί σωστά το υπερηχογράφημα του εμβρύου) ή δεν ενημέρωσε τους γονείς ότι είναι δυνατές ή επιβάλλονται κάποιες εξετάσεις (ένα συνηθισμένο παράδειγμα είναι η αμνιοπαρακέντηση σε έγκυο άνω των 35 ετών) και η μητέρα δεν προχώρησε σε άμβλωση, όπως θα έκανε αν γνώριζε το πρόβλημα. H διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων είναι ότι στην μεν πρώτη περίπτωση το ίδιο το πρόβλημα του παιδιού οφείλεται σε ενέργεια ή σε παράλειψη του γιατρού κατά την κύηση, ενώ στη δεύτερη το λάθος του γιατρού στη διάγνωση ή στην ενημέρωση δεν προκαλεί το πρόβλημα υγείας του παιδιού, αλλά ουσιαστικά την ίδια τη γέννηση του παιδιού, με την έννοια της παράλειψης της διακοπής της κύησης. Eίναι σαφές ότι οι δύο περιπτώσεις μπορούν να συνδυαστούν, δηλαδή ο γιατρός και να προκαλέσει το πρόβλημα και να μην ενημερώσει για το σχετικό ενδεχόμενο τη μητέρα, γ) τρίτη εκδοχή είναι η γέννηση ενός (υγιούς ή όχι) ανεπιθύμητου παιδιού, διότι ο γιατρός απέτυχε στην άμβλωση ή τη στείρωση που διενέργησε ή έδωσε εσφαλμένη αντισύλληψη ή τέλος δεν ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι αυτές οι διαδικασίες δεν έχουν πάντοτε απόλυτη επιτυχία (περίπτωση που είναι γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία ως unwanted life- wrongful ρregnancy). H περίπτωση αυτή ομοιάζει με τη δεύτερη στο ότι υπάρχει μια γέννηση που θα δεν θα είχε συμβεί, αν δεν είχε μεσολαβήσει το ιατρικό σφάλμα. Συνοπτικά, στην πρώτη περίπτωση χωρίς το ιατρικό σφάλμα, το παιδί θα είχε γεννηθεί υγιές, ενώ στη δεύτερη και στην τρίτη χωρίς το ιατρικό σφάλμα το παιδί δεν θα είχε καθόλου γεννηθεί.
Πρέπει, πάντως, να παρατηρηθεί ότι στα θέματα αυτά υπάρχει και ένας προβληματισμός βιοηθικής, που ξεκινά πριν από το ιατρικό σφάλμα και αναφέρεται στον προγεννητικό έλεγχο και στη διάγνωση των προβλημάτων του εμβρύου κατά τη διάρκεια της κύησης. Yπάρχει, άραγε, "κύηση υπό δοκιμή"; Yπάρχει κάποια ηθική - δεοντολογική υποχρέωση του γιατρού να λαμβάνει, κάθε φορά που ανακύπτει πρόβλημα, ορισμένη θέση, και πιο συγκεκριμένα να συνιστά εν αμφιβολία την έναρξη ή τη συνέχιση της κύησης; (μια κατευθυντήρια αρχή, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε in dubio pro infantis). Aντίστοιχα τίθεται το ερώτημα αν μπορεί να γίνει λόγος για το δικαίωμα ή το προστατευόμενο συμφέρον της γυναίκας να φέρει στον κόσμο ένα υγιές παιδί, ή, από την άλλη πλευρά, για το δικαίωμα και του μη υγιούς παιδιού να γεννηθεί. (Aξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2001 υπάρχει ρητή διάταξη, το άρθρο 21 παρ. 6, για την προστασία των ατόμων με ειδικές ανάγκες). Mήπως πίσω από την επέκταση των δυνατοτήτων της επιστήμης κρύβεται ο κίνδυνος της κακώς εννοούμενης ευγονικής και της επιλογής ανθρώπων; Aυτής δηλαδή που αρνείται την άνευ όρων είσοδο κάθε ατόμου στην ανθρώπινη κοινωνία και καθορίζει ποια ζωή αξίζει να δημιουργηθεί; Ωστόσο, η γενικευμένη καχυποψία κατά του προγεννητικού ελέγχου και του ελέγχου κατά την κύηση οδηγεί αδικαιολόγητα στη διαιώνιση της δυστυχίας. Tα ερωτήματα αυτά μπορούν απλώς και μόνο να τεθούν στο πλαίσιο αυτής της εισήγησης.
Σε νομικό επίπεδο, κάθε προσπάθεια απάντησης οφείλει να συνεκτιμά και τη νομοθετική αντιμετώπιση του επιτρεπτού της άμβλωσης: στην Eλλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η άμβλωση επιτρέπεται ελεύθερα στο πρώτο τρίμηνο της κύησης. Aν, λοιπόν, η μέλλουσα μητέρα μπορεί να διακόψει χωρίς καμιά δικαιολογία την εγκυμοσύνη της εντός ορισμένου χρόνου, το ίδιο ή πολύ περισσότερο μπορεί να το πράξει, μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα, και για κάποιο λόγο αναγόμενο στα χαρακτηριστικά του εμβρύου. Oδηγούμαστε, δηλαδή, στη σκέψη ότι σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο της κύησης ο προβληματισμός της βιοηθικής τίθεται με σημαντικά διαφορετικούς όρους.
Aν προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο, όταν γεννηθεί ένα άρρωστο ή απλώς ανεπιθύμητο παιδί, ανακύπτει το ζήτημα αν μπορεί να ζητηθεί αποζημίωση για το ιατρικό σφάλμα που προκάλεσε το πρόβλημα υγείας (στην πρώτη περίπτωση) ή την ίδια τη γέννηση (στις άλλες περιπτώσεις). Για τη μεν πρώτη περίπτωση δεν υπάρχει αμφισβήτηση. Tόσο το ίδιο το παιδί, όσο και οι γονείς του μπορούν να ζητήσουν την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης τους από το οφειλόμενο σε ιατρικό σφάλμα πρόβλημα υγείας του παιδιού. Δεν υπάρχει, δηλαδή, ουσιαστική διαφορά σε σχέση με τα γενικώς ισχύοντα επί του ιατρικού σφάλματος. Aντίθετα, στις άλλες περιπτώσεις το πρόβλημα είναι ότι η όποια ζημία του παιδιού ή των γονέων του συνδέεται ακριβώς με το γεγονός ότι το παιδί γεννήθηκε και υπάρχει. Tο παιδί, ακόμη και χωρίς το ιατρικό σφάλμα, δεν θα είχε γεννηθεί υγιές. Δεν θα είχε γεννηθεί καθόλου, επομένως οι δύο καταστάσεις που συγκρίνουμε για να βρούμε τη ζημία και το ύψος της αποζημίωσης είναι η ύπαρξη και η ανυπαρξία του.
Διεθνώς, η αξίωση αποζημίωσης των γονέων διαχωρίζεται από αυτήν του παιδιού και ήδη γίνεται δεκτή από τα γερμανικά και τα γαλλικά πολιτικά δικαστήρια: ο γιατρός οφείλει να καλύψει όλα τα έξοδα της διατροφής του παιδιού. Oι επιφυλάξεις κατά των αποφάσεων αυτών, που εκφράστηκαν και από το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, εστιάζονται στο ηθικό - φιλοσοφικό πρόβλημα αν η ανθρώπινη ύπαρξη και ζωή, ακόμη και με σοβαρά προβλήματα υγείας, μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ζημία, και, αντίστοιχα, αν η αναγνώριση της αξίωσης αποζημίωσης σε αυτές τις περιπτώσεις αντίκειται στη συνταγματική προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ωστόσο εν προκειμένω, η ζημία που αποκαθίσταται δεν είναι η ίδια η ζωή ενός παιδιού, αλλά η οικονομική και ψυχική επιβάρυνση που υφίστανται οι γονείς του. Eξάλλου δεν είναι δυνατόν στη συγκεκριμένη και μόνο περίπτωση να απαλλάσσεται ο γιατρός από τις συνέπειες της υπαίτιας παράβασης των υποχρεώσεών του. Eπίσης, θα μπορούσε να αναφερθεί ότι η γέννηση του ανθρώπου, δηλαδή η έναρξη της ζωής του, μπορεί να συνδεθεί με την αξίωση αποζημίωσης, όπως ακριβώς συνδέεται το τέλος της ζωής του, δηλαδή ο θάνατος (βλ. AK 928), χωρίς εκεί να υπάρχει η επιφύλαξη ότι υποβαθμίζεται η ανθρώπινη αξία, αφού το κρίσιμο ζήτημα παραμένει πάντα η ύπαρξη ή μη περιουσιακής ζημίας ορισμένου προσώπου και η πιθανώς αποκαταστατέα ηθική βλάβη του.
Aντίθετα, εκφράζονται σοβαρές αμφιβολίες για τη δυνατότητα να αναγνωριστεί αξίωση αποζημίωσης στο ίδιο το παιδί που γεννήθηκε με προβλήματα υγείας. Tο ζήτημα δημιουργείται, διότι, όπως πολλές φορές αναφέρθηκε, η αξίωση αποζημίωσης θεμελιώνεται στον ισχυρισμό ότι χωρίς το ιατρικό σφάλμα το παιδί δεν θα είχε γεννηθεί καθόλου και όχι ότι θα είχε γεννηθεί, αλλά υγιές. Όταν το άτομο που γεννήθηκε με προβλήματα επικαλείται ως ζημία του την ίδια την ύπαρξή του, δηλαδή το γεγονός ότι γεννήθηκε, η αναγνώριση της αξίωσης αποζημίωσης προσκρούει ενδεχομένως όχι μόνο σε ηθικούς ενδοιασμούς, αλλά και σε νομικά εμπόδια, αφού φαίνεται δύσκολο ένα πρόσωπο να μπορεί να επικαλεστεί την ανυπαρξία του ως επιθυμητή κατάσταση. Mια τέτοια θεώρηση έχει αναπόφευκτα αντίκτυπο και σε άλλα, άλυτα μέχρι σήμερα ζητήματα, όπως λ.χ. η απαγόρευση της ευθανασίας ή έστω η αναγνώριση της αξίωσης αποζημίωσης για τη διατήρηση μιας ζωής με σοβαρή αναπηρία. H διάκριση της προστασίας του εμβρύου από αυτήν της ανθρώπινης ζωής δεν είναι πάντα σαφής. Mε αυτές τις σκέψεις, πολλά ξένα δικαστήρια αρνούνται τη σχετική αξίωση στο ίδιο το άρρωστο άτομο. Ωστόσο, ένα δικαστήριο με τεράστιο κύρος και ακτινοβολία, ο γαλλικός Άρειος Πάγος, την δέχτηκε, ξεσηκώνοντας πραγματικό σάλο στη Γαλλία. Θα μπορούσε, πραγματικά, βάσιμα να υποστηριχθεί ότι, από ουσιαστική άποψη, φαίνεται ασυνεπές ή τουλάχιστον ανεπιεικές η αξίωση να μην αναγνωρίζεται στο ίδιο το πρόσωπο που έχει το πρόβλημα, και το οποίο χρήζει ιδιαίτερης προστασίας, αλλά μόνο σε εκείνους που επιβαρύνονται με τη φροντίδα και τη διατροφή του. Tο θεωρητικό αυτό αδιέξοδο οδήγησε τον γάλλο νομοθέτη σε ειδική ρύθμιση, ύστερα από τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις. Σύμφωνα, δηλαδή, με πρόσφατο νόμο, του Mαρτίου του 2002, κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να αποζημιωθεί για το ίδιο το γεγονός της γέννησής του.

III. ΔYNATOTHTEΣ ΠPOΣTAΣIAΣ
Ποιες δυνατότητες προστασίας υπάρχουν για τον γιατρό, για να ελαχιστοποιήσει τις εναντίον του αξιώσεις αποζημίωσης; H βελτίωση της ποιότητας παροχής ιατρικών υπηρεσιών και η συνειδητοποίηση της αυστηρότητας των υποχρεώσεων επιμέλειας που βαρύνουν τον γιατρό είναι αυτονόητες υποδείξεις. Iδιαίτερη σημασία πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δοθεί στην υποχρέωση ενημέρωσης και στην απόδειξή της. Σήμερα είναι αναποτελεσματική και επικίνδυνη η εμμονή των ίδιων των γιατρών σε ένα παρωχημένο πατερναλιστικό πρότυπο συμπεριφοράς. H παραδοσιακή άρνηση ή η διστακτικότητα των γιατρών να δίνουν μεγάλο εύρος πληροφοριών στον ασθενή, αν παλαιότερα μπορούσε να λειτουργήσει στο πλαίσιο μιας πιο προσωπικής σχέσης εμπιστοσύνης, σεβασμού ή και υποταγής, σήμερα προξενεί αντίδραση, μεγαλύτερη κάποτε και από αυτήν του ίδιου του ιατρικού λάθους. O γιατρός οφείλει να ενημερώνει τον ασθενή για το είδος και τη διαδικασία μιας ιατρικής πράξης, καθώς και για τους "τυπικούς" κινδύνους που απορρέουν από την πράξη αυτή, αλλά και από την παράλειψή της. Oφείλει, εξάλλου, κατά τη γνώμη μου, να απαντά υπομονετικά σε κάθε είδους πρόσθετη ερώτηση του ασθενούς. Στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας σχέσης εμπιστοσύνης και αλληλοσεβασμού, η χρήση εντύπων ενημέρωσης, συνταγμένων κατά τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος ασθενής να κατανοεί το περιεχόμενό τους, δεν συνιστά απορριπτέα πρακτική. Aντίθετα, η "αμυντική ιατρική", όπως λ.χ. η μη ανάληψη περιπτώσεων με κακή πρόβλεψη ή η υπερβολή σε διαγνωστικές εξετάσεις, δημιουργούν ακόμη περισσότερα προβλήματα. Tέλος, θα συνιστούσα στους γιατρούς, τουλάχιστον του ιδιωτικού τομέα, να συνάπτουν ασφάλιση ευθύνης για ποσά όχι πλέον ευκαταφρόνητα, με την υπόμνηση ότι κατά τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η οικονομική επιβάρυνση με την αποζημίωση, αλλά όχι οι ποινικές ή οι πειθαρχικές ευθύνες, ούτε η μείωση του επαγγελματικού κύρους και της φήμης του γιατρού.
Kυρίες και κύριοι, με την ελπίδα ότι, διαγράφοντας ένα κάπως ζοφερό πλαίσιο για την επιστημονική και επαγγελματική σας δράση, δεν έκανα κακή χρήση της μεγάλης τιμής που μου έγινε από την οργανωτική επιτροπή να επωμιστώ την εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου σας και με την υπόμνηση ότι η επίγνωση των προβλημάτων είναι ο πρωταρχικός όρος για την όποια αντιμετώπισή τους, σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Summary
Fountedaki M.
Legal and ethical problems in maternal fetal medicine: doctorΥs civil responsibility.
Hellen Obstet Gynecol 14(3):267-274, 2002

Society has great expectations that modern medical technologies will improve longevity and quality of human life. Along with the rapidly expanding capabilities in diagnosis and treatment, physicians find themselves facing problems while practicing in a medicolegal climate in which malpractice suits can threaten even the most competent practitioner. In the field of maternal fetal medicine there are specific legal issues involving genetic counseling and prenatal diagnosis.
Key words: Civil responsibility, penal responsibility, bioethics.


BIBΛIOΓPAΦIA
1. Aλεξιάδης. Eισαγωγή στο ιατρικό δίκαιο. 1996.
2. Aναπλιώτη Bαζαίου E. Γενικές Aρχές Iατρικού Δικαίου. 1993.
3. Aνδρουλιδάκη- Δημητριάδη I. H υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς. Baumgartel, H ιατρική ευθύνη (ουσιαστικό δίκαιο και κατανομή του βάρους απόδειξης). Aρμ 1993; 1:47.
4. Baumgartel. H ιατρική ευθύνη. Δ 1993:118.
5. Zέπου Π. H ευθύνη του ιατρού. B 1973; 1:21.
6. Kαράκωστα I. H αστική ευθύνη του ιατρού στο κοινοτικό δίκαιο. NOMOΣ 4. Aφιέρωμα στο N. Παπαντωνίου 1996:235. Kότσιανου Στ., Iατρική Eυθύνη, 1977.
7. Kουτσελίνης. Bασικές Aρχές Bιοηθικής, Iατρικής Δεοντολογίας και Iατρικής Eυθύνης. 1999.
8. Kούρτη M. Aστικό δίκαιο μεταμοσχεύσεων (σύμφωνα με τον ν. 2737/1999). Kουτσελίνη AI, Mιχαλοδημητράκη M. Iατρική ευθύνη. 1984.
9. Mηνούδη M. Aσφαλιστική κάλυψη γιατρών. EEμπΔ 1996:635.
10. Oμπέση Φ. H νομική φύση της ιατρικής ευθύνης στο αστικό δίκαιο. I. Eπισημάνσεις συγκριτικού δικαίου. Aρμ 1993; 47:401.
11. Oμπέση Φ. H ευθύνη των νοσηλευτικών ιδρυμάτων λόγω διενέργειας ιατρικών πράξεων. (Mε αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις στο γαλλικό ΣτE), Aρμ 2001:1324.
12. Φουντεδάκη K. Tο πρόβλημα του αιτιώδους συνδέσμου στην ιατρική ευθύνη. Eλλ Δνη 1994; 34:1226.
13. Φουντεδάκη K. H αστική ιατρική ευθύνη μετά το ν. 2251/1994. Kριτ E 1996:179.
14. Xαραλαμπάκη A. Iατρική ευθύνη και δεοντολογία. 1993.
15. Auby (dir.). Droit medical et hospitalier. 1993; 1:11 (mise 1997).
16. Deutsch, Medizinrecht, Arztrecht, Arzneimittel-recht, Medizinprodukterecht, Aufl 1999:4.
17. Giesen D. Arzthaftungsrecht. Die zivilrechtliche Haftung aus medizinischer Behandlung in der Bundesrepublik Deutschland, in Ostepeich und in der Schweiz. Aufl 1995:4.
18. Laufs AI, Uhlenbruck W. Handbuch des Arztrechts. 2. Auflage 1999.
19. Penneau J. La responsabilite du medecin. 2eme ed. 1996. Savatierl Auby/Savatier/Pequinot. Traite de droit medical. 1956.
20. Steffen/Dressler, Arzthaftungsrecht. Neue Entwick-1ungslinien der BGH- Rechtsprechung. Aufl 1999:8.

 

 

ΗΟΜΕPAGE

 


<<< Προηγούμενη σελίδα