Yπερηχογραφική εκτίμηση του εμβρύου
N. Bιτωράτος
B' Mαιευτική Γυναικολογική Kλινική Πανεπιστημίου Aθηνών


Περίληψη
O κίνδυνος χρωματοσωμικής ανωμαλίας του εμβρύου εξαρτάται από την ηλικία της μητέρας, την ηλικία κύησης και το ιστορικό προηγούμενης χρωματοσωματοπάθειας. H συμβολή της υπερηχογραφίας στον υπολογισμό του κινδύνου αυτού είναι μεγάλη, καθώς, όταν δεν υπάρχουν υπερηχογραφικοί δείκτες, ο κίνδυνος αυτός μειώνεται δραστικά, ενώ, όταν ανιχνεύονται ευρήματα, ο κίνδυνος αυξάνει ανάλογα με την ποιότητα και τον αριθμό των ευρημάτων. Oι τρισωμίες 21, 18 και 13 εμφανίζουν χαρακτηριστικές ανωμαλίες που αφορούν το κεντρικό νευρικό σύστημα, το πρόσωπο, την καρδιά, το ουροποιητικό, το σκελετικό σύστημα και τα άκρα. Eάν στη 11-13η εβδομάδα της κύησης χρησιμοποιηθεί ως όριο η 95η ε.α. της αυχενικής διαφάνειας, επιτυγχάνεται ποσοστό 62-74% ανίχνευσης της τρισωμίας 21. H υπερηχογραφία φαίνεται ότι παρέχει πληθώρα ενδείξεων για την περιγεννητική διάγνωση του εμβρύου.
Όροι ευρετηρίου: Yπερηχογραφικοί δείκτες, τρισωμία, αυχενική διαφάνεια.

H υπερηχογραφική εκτίμηση της πιθανότητας που έχει ένα έμβρυο να γεννηθεί με χρωμοσωματική ανωμαλία υπερέχει των άλλων γνωστών μεθόδων ανίχνευσης αυτών των ανωμαλιών. Eίναι γνωστό ότι ο σχετικός ή ο βασικός κίνδυνος μιας χρωματοσωματικής ανωμαλίας του εμβρύου εξαρτάται από την ηλικία της μητέρας, την ηλικία της εγκυμοσύνης και το προηγούμενο ιστορικό χρωματοσωματικής ανωμαλίας. Έτσι, για την τρισωμία 21 ο σχετικός κίνδυνος στην ηλικία των 20 ετών είναι 1 προς 804, και με την αύξηση της ηλικίας η πιθανότητα γίνεται μεγαλύτερη, 1 προς 187 στην ηλικία των 35 ετών και 1 προς 16 στην ηλικία των 44 ετών. O σχετικός κίνδυνος μειώνεται αντίθετα με την πρόοδο της εγκυμοσύνης. Σε ηλικία εγκυμοσύνης π.χ. 10 εβδομάδων μια γυναίκα 40 ετών έχει 1 στα 51 πιθανότητα να γεννήσει νεογνό με τρισωμία 21, η οποία μειώνεται στο 1 προς 93 όταν διανύει την 35η εβδομάδα της εγκυμοσύνης. Tο ίδιο, αλλά με διαφορετικά ποσοστά, αφορά την τρισωμία 18. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως με άλλες χρωμοσωματικές ανωμαλίες. Στο σύνδρομο Turner (45XO) ο σχετικός κίνδυνος είναι ανεξάρτητος από την ηλικία της γυναίκας. Σχετίζεται, όμως, με την ηλικία της εγκυμοσύνης. Προϊούσης της εγκυμοσύνης, ο σχετικός κίνδυνος γίνεται μικρότερος. Aντίθετα σε άλλες ανωμαλίες, όπως 47XXX, 47XXV, 47XYY, ο σχετικός κίνδυνος δεν εξαρτάται από την ηλικία της γυναίκας, αλλά σχετίζεται με την ηλικία της εγκυμοσύνης.
H αξία του υπερηχογραφήματος στην αναζήτηση του σχετικού κινδύνου είναι μεγάλη για δύο λόγους: α) Eάν δεν υπάρχουν υπερηχογραφικές ανωμαλίες, ο βασικός κίνδυνος για τρισωμίες μειώνεται δραματικά. O κίνδυνος για την τρισωμία 21 μειώνεται στο μισό, ενώ είναι 5 φορές μικρότερος ο κίνδυνος για την τρισωμία 18 και την τρισωμία 13. β) Eάν υπάρχουν υπερηχογραφικά ανώμαλα ευρήματα, ο σχετικός κίνδυνος για τις ανευπλοϊδικές χρωματοσωματικές ανωμαλίες αυξάνεται δραματικά. Mερικά παραδείγματα αναγράφονται στον πίνακα 1.
Eπιπλέον, είναι αποδεδειγμένο ότι όσο περισσότερες είναι οι αναγνωρισμένες υπερηχογραφικές ανωμαλίες, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα της χρωματοσωματικής βλάβης. H πιθανότητα είναι 2% όταν βρίσκεται μόνο μία, αλλά φθάνει το 92%, όταν αναγνωρίζονται 8 ή περισσότερες υπερηχογραφικές ανωμαλίες. Mε το υπερηχογράφημα μπορούμε να ανακαλύψουμε πληθώρα ανωμαλιών, χαρακτηριστικών για τις συνήθεις τρισωμίες. Έτσι βλέπει κανείς στους πίνακες 2, 3 και 4 τις υπερηχογραφικές ανωμαλίες που μπορεί να προκαλέσουν αντίστοιχα η τρισωμία 21, η τρισωμία 18 και η τρισωμία 13.


Πρέπει να τονιστεί ότι η αξία του υπερηχογραφήματος στην αναζήτηση των χρωματοσωματικών ανωμαλιών και η μείωση των ψευδώς θετικών και των ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων βασίζεται σε δύο προϋποθέσεις. H πρώτη προϋπόθεση είναι να γίνεται η αναζήτηση των υπερηχογραφικών ανωμαλιών σε συγκεκριμένη ηλικία κυήσεως. H δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι θα πρέπει να ακολουθείται μία λογική σειρά στην υπερηχογραφική μελέτη του εμβρύου, να εξετάζεται κατΥ αρχήν η κεφαλή του εμβρύου, η σπονδυλική στήλη, ο θώρακας, η κοιλία και ακολούθως τα άκρα.
H υπερηχογραφική μελέτη της κεφαλής και του κεντρικού νευρικού συστήματος εν γένει μας δίνει σαφείς ποσοστιαίες ενδείξεις αναφορικά με την προγεννητική διάγνωση του εμβρύου, όπως φαίνεται στον πίνακα 5.
H εξέταση του καρδιαγγειακού συστήματος έχει μεγάλη σημασία για την εκτίμηση του κινδύνου για χρωμοσωματικές βλάβες. Έτσι, η διαπίστωση κάποιας βλάβης της καρδιάς υποδηλώνει πιθανότητα τρισωμίας 21 σε ποσοστό περίπου 20%, ενώ 99% των εμβρύων με τρισωμία 18 έχει κάποια καρδιακή βλάβη. Aντίθετα, εάν δεν υπάρχουν ανωμαλίες της καρδιάς, ο σχετικός κίνδυνος τρισωμίας 21 μειώνεται κατά 50% και ο κίνδυνος για τρισωμία 18 και τρισωμία 13 φθάνει σχεδόν το 0%. Eπίσης, ένα ποσοστό εμβρύων με συνήθεις τρισωμίες παρουσιάζουν, όπως φαίνεται στον πίνακα 6, πληθώρα υπερηχογραφικών βλαβών κατά την εξέταση του γαστρεντερικού σωλήνα.
Έμβρυα με συνήθεις τρισωμίες παρουσιάζουν σε ποσοστό περίπου 12% υπερηχογραφικές ανωμαλίες του ουροποιητικού συστήματος, οι οποίες σχετικά εύκολα ανακαλύπτονται με το υπερηχογράφημα. Oι συχνότερες από αυτές είναι η υδρονέφρωση διαφόρου βαθμού και οι πολυκυστικοί νεφροί. Πολλές και ποικίλες υπερηχογραφικές ανωμαλίες εντοπίζονται στα άκρα, όπως πολυδακτυλίες, απλασία της κερκίδας και βραχέα μακρά οστά, που αποτελούν ενδείξεις χρωματοσωματικής βλάβης.
Eκτός των απλοειδικών και η τριπλοειδής χρωματοσωματική βλάβη παρουσιάζει πληθώρα υπερηχογραφικών ανωμαλιών από το KNΣ, το πρόσωπο, την καρδιά, το ουροποιητικό σύστημα και τα άκρα (πίνακας 7).


Aς δούμε, εν συνεχεία, τη σημασία της πολυσυζητημένης αυχενικής διαφάνειας. Aρχικά, η μέτρηση της αυχενικής πτυχής στον προγεννητικό έλεγχο έχει σημασία, εφόσον η μέτρησή της γίνει μεταξύ 10,5ης και 13,5ης εβδομάδας της εγκυμοσύνης. Aπό εργασίες φαίνεται ότι όταν το πάχος της αυχενικής πτυχής είναι <3mm, τότε ο σχετικός κίνδυνος ύπαρξης μιας χρωμοσωματικής ανωμαλίας μειώνεται για όλες τις ηλικίες. Aντίθετα, όταν το πάχος της αυχενικής πτυχής είναι 3mm, ο σχετικός κίνδυνος αυξάνει και είναι κατά πολύ μεγαλύτερος όταν το πάχος της αυχενικής πτυχής είναι > 4mm. Σε 21 εργασίες από το 1989 έως το 1995, οι οποίες όμως αφορούσαν κυήσεις αυξημένου κινδύνου, έγινε μέτρηση του πάχους της αυχενικής πτυχής μεταξύ της 8ης και της 15ης εβδομάδας. Σε 1.756 έμβρυα το πάχος της αυχενικής πτυχής ήταν από 2 μέχρι 10mm. Aπό τα έμβρυα αυτά, τα 530 (30%) βρέθηκαν να έχουν κάποια χρωμοσωματική ανωμαλία. Tα μισά δε από αυτά παρουσίαζαν τρισωμία 21.
Aναφορικά με τον χαμηλής επικινδυνότητας εγκύμονα πληθυσμό, μία από τις πρώτες εργασίες προέρχεται από την Bιέννη και δημοσιεύθηκε το 1995. Σε αυτή την εργασία εξετάσθηκαν 1.972 γυναίκες μεταξύ της 10ης και της 13ης εβδομάδας. O αριθμός των εμβρύων με αυχενική διαφάνεια >2,5mm ήταν 26. Bρέθηκαν συνολικά 11 έμβρυα με χρωματοσωματικές ανωμαλίες, εκ των οποίων τα 8 (ποσοστό 73%) ανήκαν στα έμβρυα με αυξημένη αυχενική διαφάνεια. Mια πολυπληθής εργασία στην οποία εξετάσθηκαν 20.381 γυναίκες, δημοσιεύθηκε από την ομάδα του Nικολαΐδη το 1995. Σε αυτή την εργασία βρέθηκαν 81 έμβρυα με τρισωμία 21, και 78 έμβρυα με άλλες χρωματοσωματικές βλάβες. Eξήντα έξι (77%) από τα 86, και 61 (78%) από τα 78 έμβρυα παρουσίαζαν πάχος αυχενικής πτυχής μεγαλύτερο από την 95η θέση για την ηλικία της εγκυμοσύνης.
Mία άλλη εργασία που περιελάμβανε 10.010 περιστατικά, προερχόμενη από την Φινλανδία, δημοσιεύθηκε το 1997. Bρέθηκαν 80 περιστατικά με πάχος αυχενικής διαφάνειας > 3mm. O συνολικός αριθμός των εμβρύων με τρισωμία 21 ήταν 21, εκ των οποίων τα 13 (62%) ανήκαν στην ομάδα των εμβρύων με αυξημένο πάχος αυχενικής διαφάνειας. Mία πιο πρόσφατη εργασία από την ομάδα του Nικολαΐδη το 1999 περιλάμβανε 61.972 περιπτώσεις. O ολικός αριθμός των εμβρύων με τρισωμία 21 ήταν 208. Aπό αυτά, τα 153 (74%) παρουσίαζαν πάχος αυχενικής διαφάνειας μεγαλύτερο από την 9η θέση για κάθε κεφαλοουριαίο μήκος εμβρύου.
Nομίζω, από όλα τα εκτεθέντα, ότι το υπερηχογράφημα μας παρέχει πληθώρα ενδείξεων από το σύνολο σχεδόν των εξεταζομένων οργάνων, ώστε κανείς να μπορεί να βασίζεται με αξιοπιστία σε αυτό, για την περιγεννητική διάγνωση του εμβρύου. Bασιζόμενοι σε αυτό μπορούμε να προσδοκούμε ένα άριστο περιγεννητικό αποτέλεσμα και τη γέννηση ενός υγιούς νεογνού.

Summary
Vitoratos N.
Fetal ultrasound assesment.
Hellen Obstet Gynecol 14(3):263-266, 2002

The risk for chromosomal abnormalities in the fetus depends on maternal age, gestational age and history of previous chromosomal abnormalities. The contribution of ultrasound in the assessment of this risk is large, because in the absence of markers the risk can be reduced. When there are abnormal ultrasound findings the risk will depend on their quality as well as on their number. Trisοmies 21, 18 and 13 present with various abnormalities of the central nervous system, the face, the heart, the urogenital, the skeletal system and the extremities. During the 11-13 week of gestation the use of the 95th centile of the nuchal translucency will detect 62-74% of cases with trisomy 21. Ultrasound seems to be very useful in the prenatal diagnosis.
Key words: Ultrasound, markers, trisomy, nuchal translucency.

2nd Clinic of Obstetrics - Gynecology, University of Athens


BIBΛIOΓPAΦIA
1. Contratti G, Banzi C, Ghi T, et al. Absence of the ductus νenosus: report of 10 new cases and reνiew of the literature. Ultrasound Obstet Gynecol 2001; 18:605-9.
2. Hafner E, Schuchter K, Philipp K. Screening for chromosomal abnormalities in an unselected population by fetal nuchal translucency. Ultrasound Obstet Gynecol 1995; 6:330-3.
3. Lee MH, Park SY, Kin YM, et al. Prenatal diagnosis of familial complex chromosomal rearrangement involving chromosomes 5, 10, 16 and 18. Prenat Diagn 2002; 22:102-4.
4. Malone FD, DΥ Altοn ME. Fetal nuchal fold translucency screening Contemporary. Ob/Gyn 1998; 43:117-31.
5. Pandya PP, Goldberg H, Walton B, et al. The implementation of first-trimester scanning at 10 to 13 weeksΥ gestation and the measurement of fetal nuchal translucency thickness in two maternity units. Ultrasound Obstet Gynecol 1995; 5:20-5.
6. Pandya PP, Snijders RJ, Johnson SP, et al. Screening for fetal trisomies by maternal age and fetal nuchal translucency thickness at 10 to 14 weeks of gestation. Br J Obstet Gynecol 1995; 102:957-62.
7. Pipitone S, Sperando V, Mongioνi M, et al. Prenatal Diagnosis of ventricular aneurysm: a report of two cases and a reνiew. Prenat Diagn 2002; 22:131-6.
8. Taipale P, Hiilesmaa V, Salonen R, et al. Increased nuchal translucency as a marker for fetal chromosomal defects. N Engl J Med 1997; 337:1654-8.

 

 

ΗΟΜΕPAGE

 


<<< Προηγούμενη σελίδα