<<< Προηγούμενη σελίδα

Θέσπιση Ονοματολογίας στην Γαστρεντερολογία:
Αναγκαιότης ή υπερβολή;

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ



Είναι γεγονός ότι η ορολογία, σε κάθε τομέα της επιστήμης, διαμορφώνεται συνεχώς για να καλύψει τις ανάγκες που αενάως προκύπτουν μέσα στους κόλπους της. Όμως, η δημιουργία νέων όρων απαιτεί και τη θέσπισή τους, για να υπάρχει ενιαία αντίληψη στον χώρο αυτό της επιστήμης. Μέσα στους κόλπους της γαστρεντερολογίας, και ιδιαίτερα με την αλματώδη εξέλιξη της θεραπευτικής ενδοσκόπησης, προκύπτει η ανάγκη νέων όρων, για να ορισθούν πράξεις ή παρεμβάσεις ή και υλικά που μέχρι τώρα δεν υπήρχαν αλλά ξεκίνησαν στο εξωτερικό, έλαβαν την ορολογία τους εκεί, και εισαγόμενες πλέον στην χώρα μας αναζητούν το ελληνικό τους όνομα.
Η γαστρεντερολογία στην πραγματικότητα δεν έχει δική της αμιγή ονοματολογία, δεδομένου ότι αφενός είναι νεότερη ειδικότητα, μόλις λίγων δεκαετιών, και αφετέρου κατά κανόνα ασχολείται με τη διάγνωση και τη μελέτη νοσημάτων που καλύπτονται από άλλες ιατρικές ειδικότητες, οι οποίες έχουν ορίσει τη δική τους ονοματολογία. Οι όροι που είναι αποκλειστικά γαστρεντερολογικοί είναι αυτοί που αναφέρονται στα όργανα και στα υλικά που χρησιμοποιούνται στις διάφορες πράξεις και στις εξετάσεις.
Πρώτος τέτοιος όρος είναι η "ενδοσκόπηση". Ας εξετάσουμε αυτό τον όρο και ας δούμε αν και πόσο σωστά ελληνικός είναι, όπως φαινομενικά δείχνει. Το πρώτο συνθετικό ενδο-, κατά κανόνα, δηλώνει και περιγράφει κάτι το οποίο υπάρχει στο εσωτερικό αυτού που ορίζεται με το δεύτερο συνθετικό. Επομένως, το δεύτερο συνθετικό οφείλει να είναι αντικείμενο και όχι ρήμα. Παραδείγματα τέτοια από την ιατρική ορολογία έχουμε τα εξής: ενδό-δερμα, ενδο-δοντική, ενδο-κάρδιο, ενδο-κύτταρο, ενδό-λεμφος, ενδο-μήτριο κ.ά. Οι όροι ενδο-κρινής και ενδο-σκόπηση, στους οποίους το δεύτερο συνθετικό είναι ρήμα, είναι ξένοι όροι, οι οποίοι εκ των υστέρων μεταφέρθηκαν στην ελληνική γλώσσα. Κρίνω με την έννοια τού αρχαίου ρήματος εκ-κρίνω, από το οποίο προέρχεται και ο όρος έκκρισις και έκκριμα, και σκοπώ με την έννοια τού παρατηρώ και εξετάζω προσεκτικά. Επομένως, ο όρος ενδοσκόπηση, ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ελληνικός και θεωρητικά ορθός, στην πραγματικότητα είναι εσφαλμένος. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται και στην ψυχολογία, ορίζοντας τη μέθοδο κατά την οποία κανείς παρατηρεί τις λειτουργίες του εαυτού του σε μια προσπάθεια αυτογνωσίας. Και αυτός ο όρος είναι εξίσου εσφαλμένος, αλλά αποτελεί μεταφορά του αγγλικού introspection. Ο πιο σωστός όρος που θα απέδιδε ορθότερα αυτό που περιγράφεται, είναι πιθανόν ο όρος "εσω-σκόπηση". Το ότι είναι εσφαλμένος όρος βέβαια δεν σημαίνει τίποτε. Είναι αδιανόητο να αλλάξει πλέον, αφού έχει γίνει αποδεκτός και έχει ήδη καταχωρηθεί ως λήμμα και στα λεξικά μας, ακόμη και σε αυτό του Μπαμπινιώτη. Ο λόγος για τον οποίο επισημαίνονται αυτά τα σφάλματα είναι η ευαισθητοποίηση όλων μας όσον αφορά στην υιοθέτηση νέων όρων στο μέλλον.
Παράδειγμα υιοθέτησης όρου εκ μεταφράσεως, χωρίς προηγουμένως να ελεγχθεί η ορθότητά του στην ελληνική είναι ο όρος πολυπεκτομή από το αγγλικό polypectomy. O ορθός ελληνικός όρος είναι πολυποδεκτομή, αφού αυτό το οποίο εκτέμεται είναι ο πολύπους (-πολύποδος). Το σφάλμα ξεκινά από το γεγονός ότι οι Άγγλοι δημιούργησαν τον όρο χρησιμοποιώντας την ονομαστική του όρου αντί της γενικής, αγνοώντας τους γραμματικούς κανόνες της ελληνικής, βάσει της οποίας το θέμα μιας λέξεως ορίζεται από τη γενική. Είναι σφάλμα η υιοθέτησή του στην ελληνική.
Άλλος όρος εκ μεταφράσεως κατά το ήμισυ, που τίθεται υπό αμφισβήτηση, είναι ο όρος "αγγειοπλαστική", όταν μέσα στα χοληφόρα αγγεία προωθείται ένας καθετήρας με μπαλόνι. Ο όρος περιγράφτηκε για πρώτη φορά από Αμερικανούς επιστήμονες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τον Ελληνικό όρο "αγγείο" και πρόσθεσαν το επίθεμα "plasty", επηρεασμένοι από τον όρο "plasticity" που σημαίνει πλαστικότητα και προσδίδει τη δυνατότητα σε κάτι να διαμορφωθεί, να μπει σε καλούπι. Πέρα βέβαια από το γεγονός ότι εμάς μας μεταφέρει στο Μαρούσι, σε αυτούς που κατασκεύαζαν κάποτε τα κεραμικά κιούπια, υπάρχει και πρόβλημα στην καθαυτή ιατρική έννοια που μεταφέρει. Ο πλάστης του αγγείου είναι ο δημιουργός του. Ο Ενδοσκόπος δεν το πλάθει, ούτε όμως και το διαστέλλει όπως υπονοεί ο όρος "αγγειοδιαστολή". Το διατάσσει, επομένως θα ήταν ορθότερος ο όρος "αγγειοδιάταση". Οι όροι "εκλεκτικός" ή "υπερεκλεκτικός καθετηριασμός", όπου ο καθετήρας προωθείται σε μη κεντρικούς κλάδους του χοληφόρου συστήματος, είναι επίσης εσφαλμένοι, λόγω μεταφράσεως των όρων selective και superselective. Ο καθετηριασμός δεν είναι εκλεκτικός, αφού η λέξη σημαίνει ότι κάποιος είναι απαιτητικός και προσεκτικός στις επιλογές του, ούτε όμως ακολουθεί το ρεύμα του εκλεκτισμού, ένα ρεύμα στην τέχνη κατά το οποίο επιμέρους ετερόκλιτα στοιχεία συνδυάζονται χωρίς να αίρονται οι μεταξύ τους αντιφάσεις. Ο καθετήρας προωθείται στο αγγείο το οποίο επιλέγει ο ενδοσκόπος, άρα ο όρος είναι "επιλεκτικός καθετηριασμός" και μόνο διότι το "υπερεπιλεκτικός καθετηριασμός" είναι μάλλον υπερβολή.
Άλλος όρος υπό αμφισβήτηση είναι ο χοληδόχος πόρος. Ο όρος πόρος προέρχεται από το ελληνικό ρήμα πείρω που σημαίνει διαπερνώ, περνώ, διαβαίνω. Το δεύτερο συνθετικό του όρου, χολη-δόχος, υπονοεί υποδοχή με χαρακτήρα περισσότερο χωρητικότητας και λιγότερο δεκτικότητας και επομένως συγκρούεται με την έννοια του όρου "πόρος" . Ο όρος "χολη-δόχος κύστη" είναι σωστός, αλλά "χολη-δόχος πόρος" είναι μάλλον εσφαλμένος και θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τον "χοληφόρο πόρο", αφού τα αγγεία είναι δεδομένο ότι αναφέρονται ως χοληφόρα, καθώς το -φόρα είναι β' συνθετικό για τον σχηματισμό επιθέτων (ή και ουσιαστικοποιημένων επιθέτων) που δηλώνουν κάτι που μεταφέρει ή δίνει τη δυνατότητα να διέλθει το α' συνθετικό.
Οι προεκτάσεις και οι συνεχείς εξελίξεις των τελευταίων 25 ετών στον τομέα της θεραπευτικής λεγόμενης ενδοσκόπησης έχουν μείνει στην πραγματικότητα χωρίς επίσημο ελληνικό όνομα, δεδομένου ότι και λίγα συγγράμματα έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα, και λίγα άτομα ασχολούνται με αυτήν. Επιπλέον, και δυστυχώς, όπως επιβεβαιώνουν τα παραπάνω παραδείγματα, δεν ασχολήθηκε κανείς μέχρι με την ορολογία, με αποτέλεσμα να δεχόμαστε πολύ εύκολα τους ξένους όρους, αγγλοσαξονικής κυρίως προέλευσης. Οι δε προσπάθειες ελληνοποίησης μάλλον αντικατοπτρίζουν την έλλειψη σεβασμού στην ελληνική παράδοση ως κύρια πηγή και δεξαμενή Ιατρικών όρων.
Παράδειγμα της πλήρους αποδοχής των ξένων όρων είναι ο πολύ γνωστός πλέον όρος "stent". Ο όρος χρησιμοποιείται ευρύτατα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, παρόλο που έχουν εμφανισθεί και ελληνικοί όροι, χωρίς όμως να συμφωνούν οι συγγραφείς σε έναν επίσημο. Ούτε βέβαια και στην αγγλική σημαίνει τίποτε, αφού είναι το επίθετο του αμερικανού οδοντιάτρου Dr. Stent, ο οποίος ήταν ο πρώτος που περιέγραψε κάτι τέτοιο. Οι ελληνικοί όροι που θεωρούνται δόκιμοι είναι "πρόθεσις", "ενδοπρόσθεση", "ενδοαυλικός νάρθηκας", "ενδαγγειακή πρόσθεσις" ή "ενδοπλέγματα" ή και "πλαστικά ή μεταλλικά μοσχεύματα" και πολύ προσφάτως το "ενθέματα". Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι τουλάχιστον ο όρος πρόθεσις είναι εσφαλμένος, διότι είναι εξ επαναπατρισμού όρος από το γαλλικό prothese. Όμως, το προϊόν δεν τίθεται προ μιας στένωσης, όπως υπονοεί ο όρος, αλλά είναι μία πρόσθεσις μέσα στο αγγείο. Επομένως, μεταξύ του ενδοπρόθεση και του ενδοπρόσθεση ο πρώτος όρος είναι εσφαλμένος, ενώ ο δεύτερος αποδίδει ορθότερα το προϊόν. Επίσης εσφαλμένος είναι και ο όρος ένθεμα. Η ρίζα του όρου δεν είναι η λέξις θέμα ή το ρήμα θέτω, αλλά η ρίζα θημ- από το ρήμα τίθημι. Επί αυτού του θέματος υπάρχει ακόμη καιρός να δοθεί ένα σωστό όνομα.
Επί θεωρητικού επιπέδου πρέπει να δεχθούμε ότι όπως σε μια κοινωνία ανθρώπων το αναντικατάστατο εργαλείο επικοινωνίας είναι η γλώσσα που αποτελεί τον συνδετικό ιστό κάθε λαού, έτσι και στην περίπτωση μιας επιστήμης, ο κοινός ιστός αναφοράς και το εργαλείο επικοινωνίας είναι η ορολογία της. Ορολογία δε ορίζεται ως το σύνολο των λεκτικών παραστάσεων, το νόημα των οποίων, αφηρημένα έως επακριβώς, αναπαριστά μία συγκεκριμένη έννοια μέσα στα πλαίσια μιας επιστήμης. Ένας όρος, κατά κανόνα, συνδέεται γενετικά με μία ή περισσότερες λέξεις-ρίζες. Η ορολογία, ακολουθώντας την ευρύτερη γλώσσα, συνεχώς προσθέτει νέους όρους και καταργεί ή τροποποιεί τους παλαιότερους και γι' αυτό απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση. Παράδειγμα τέτοιο στην ιατρική είναι ο όρος "Ραδιολογία", που κάποια στιγμή αντικατεστάθη από τον ευρύτερο όρο "Ακτινολογία", ενώ ήδη και αυτός ο όρος τίθεται υπό αμφισβήτηση, αφού οι νέες εξελίξεις αναφέρονται σε πεδία που δεν έχουν σχέση με τις ακτίνες και έτσι προωθείται ο όρος "Απεικόνιση".
Από πολλούς έχει προταθεί κοινή γλώσσα και ορολογία για όλους τους λαούς, και η διεθνής ορολογία μιας επιστήμης πιθανόν να είναι λύση θεμιτή για να υπάρχει μία κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Αυτό έχει θεσπισθεί παραδείγματος χάριν από τους βοτανολόγους, τους χημικούς και άλλους μέσα από διεθνείς συμβάσεις ακόμη και από τον 19ο αιώνα. H ιδέα αυτή, βέβαια, μπορεί να αμφισβητηθεί ως ιδανική και αντίθετα να θεωρηθεί ουτοπία, γιατί δεν θα είναι διαφανής γλώσσα αλλά πλαστή. Κατά τη γνώμη μας, η κοινή ορολογία δεν είναι γλωσσικό επίτευγμα, αλλά συμβιβασμός των ισχυρών, οι οποίοι αρνούνται τα δικαιώματα των γλωσσικών μειονοτήτων, με τους αδυνάτους, οι οποίοι φοβούμενοι ότι περιθωριοποιούνται και με τον πόθο να γίνουν ακουστοί και να αποκτήσουν κοινωνική ή επιστημονική υπόσταση αναγκάζονται να θυσιάσουν τη δική τους ταυτότητα και γλωσσική αυτονομία. Είναι ένας βίαιος συμβιβασμός που κατά κανόνα καταλήγει στη γλωσσική υποταγή στον ισχυρό. Εδώ θα μπορούσε κάποιος μη Έλλην να υποστηρίξει ότι μέχρι τώρα υπήρχε μία επιβολή ελληνικών ή λατινικών όρων στην επιστήμη, όμως αυτό είναι αποτέλεσμα του ότι οι ελληνικοί όροι υιοθετήθηκαν από κάθε γλώσσα ελλείψει όρου, στην εκάστοτε γλώσσα, που αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των επιστημών. Ήταν αδυναμία της ίδιας της γλώσσας τους που οδήγησε στην ελληνοποίηση και όχι στην επιβολή των ελληνοφώνων. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτοί οι όροι θεσπίσθηκαν κατά κανόνα εν αγνοία των ελλήνων, σε μια εποχή που δεν υπήρχε ελληνικό κράτος, ούτε καν ελληνική παρουσία στα επιστημονικά δρώμενα. Είναι όμως λογικό ή θεμιτό τώρα να αντικατασταθεί η Ελληνική ιατρική ορολογία με όρους της Αγγλικής, όταν οι περισσότεροι από αυτούς τους όρους είναι είτε ελληνογενείς είτε λατινικογενείς;
Διακατεχόμενοι από τέτοιες ανησυχίες, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι καθημερινά διαπιστώνεται, πέρα από τη γενικότερη γλωσσική μας υποβάθμιση, και μία ορολογική υποβάθμιση, που σημειώνεται είτε από την εισαγωγή αυτούσιων ξενόγλωσσων όρων στο ελληνικό λεξιλόγιο, είτε "ξενοποιημένων" ελληνικών όρων που δημιουργήθηκαν στην αλλοδαπή, όπως το "στέντ", είτε ακόμη και όρων που προέρχονται από τον επαναπατρισμό τους μετά από την παραποίηση ή και την κακοποίησή τους, όπως ο όρος "αγγειοπλαστική". Γίνονται, λοιπόν, αποδεκτές, περισσότερο ή λιγότερο, λόγω είτε της λήθης, είτε της ανοχής που διακρίνει τους συγγραφείς των ελληνικών συγγραμμάτων, με αποτέλεσμα τη γλωσσική αποδυνάμωση και την ορολογική υπογεννητικότητα. Στην Ελλάδα, ευτυχώς, υπάρχει υπερεπάρκεια ορολογίας, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως οι αραβικές, όπου ακόμη και στα τοπικά τους συνέδρια οι ιατροί, ενώ ομιλούν τη μητρική τους γλώσσα, οι ιατρικοί όροι είναι καθ' ολοκληρία αγγλικοί.
Ας παρακολουθήσουμε όμως την πορεία δημιουργίας των όρων, για να κατανοήσουμε καλύτερα τη ρίζα του προβλήματος. Η διαδικασία της μεταφοράς από μία υπόσταση ή έννοια σε έναν όρο είναι η προσπάθεια μιας συγκεκριμένης παράστασης να γίνει λόγος. Ο λόγος, λοιπόν, αναπαριστά τη σκέψη με μια λειτουργία επίδειξης και έκφρασης της εσωτερικότητάς της. Η προσπάθεια αυτή έχει σκοπό να μεταφέρει αυτήν τη βουβή εσωτερικότητα με ακρίβεια, κυριολεξία, απλότητα, καθαρότητα και συντομία. Το μυστικό ταξίδι από την άλαλη και τη βουβή πραγματικότητα μέχρι την εξωτερίκευση σε λεκτικό δυναμισμένο περιεχόμενο, τη διαδικασία της ονοματολογίας, δεν το ορίζει ο τελικός χρήστης. Η γλώσσα αδυνατεί να αναπαραστήσει πλήρως τη σκέψη εξαρχής, αλλά ακολουθεί μια πορεία αλληλοδιαδοχής σκέψεων και λέξεων μέσα στον χρόνο, υποταγμένη εξ ανάγκης σε μια εναλλασσόμενη πορεία για τη συγκεκριμενοποίηση κάθε φορά αυτού του νέου στοιχείου που προκύπτει. Τη διαδρομή από τη σύλληψή της ως ιδέα μέσα από λεκτικές ρίζες, ήχους και νοηματικούς συνδυασμούς, μέχρι την τελική της συγκεκριμενοποίηση και διαμόρφωση σε λέξη ή όρο, συνήθως η λέξη τη χάνει και την καλύπτει η λήθη υπό το βάρος και τη δύναμη της τελικής αναπαράστασης. Αυτός είναι και ο κίνδυνος, όταν απαιτείται νέα μετάλλαξη ή εξέλιξη για να καλύψει μια καινούρια νοηματική ανάγκη.
Σε μία ζωντανή και ρέουσα γλώσσα, η άγρυπνη πλαστικότητά της ανταποκρίνεται άμεσα για να περιγράψει με μια νέα λεκτική παράσταση αυτό που ο νους έχει συλλάβει. Αλλιώς, ο νους γλιστράει τεμπέλικα στην ευκολότερη εισαγωγή όρων από άλλες γλώσσες που προχώρησαν στον προσδιορισμό πριν από αυτήν. Το φαινόμενο αυτό το βλέπουμε όλο και συχνότερα στην ελληνική ονοματολογία, όχι μόνο στην επιστημονική ορολογία αλλά και στην καθομιλουμένη γλώσσα, με επικίνδυνες παραγκωνίσεις ακόμη και λέξεων ή όρων που ήδη υπάρχουν στη λεκτική φαρέτρα μας, αλλά οι ξενικοί όροι μας σαγηνεύουν.
Το πρόβλημα βέβαια δεν εντοπίζεται στα στενά όρια της γαστρεντερολογίας, δεν είναι ούτε απλά γλωσσικό, είναι δυστυχώς πολιτιστικό και εντοπίζεται στο δίλημμα: ελληνικό ή ξένο; Το θέμα είναι η φιλοσοφική στάση του καθενός μας απέναντι στο γλωσσικό και ίσως ευρύτερα στο εθνικό ζήτημα.
Βέβαια, το πρόβλημα δεν το έχουμε μόνον εμείς στην Ελλάδα αλλά υπάρχει και στην Εσπερία, στις λεγόμενες προηγμένες χώρες, στις οποίες η φτώχεια στον τομέα αυτό σημειώνεται με τον όλο συχνότερο τρόπο ονοματολογίας κατά τον οποίο μια νέα νόσος ή ένα νέο σύνδρομο, για ευκολία, λαμβάνει το όνομα αυτού που πρώτος το περιέγραψε. Αυτό δηλώνει και την έλλειψη ή τη σιγή των ελληνιστών ή των λατινιστών που μέχρι τελευταία θεωρούσαν υποχρέωσή τους να τιμήσουν, όχι βέβαια την Ελλάδα, αλλά το Ελληνικό Πνεύμα ή τη Ρώμη ως αιώνια σύμβολα της ανθρώπινης ανησυχίας, κριτικής και έρευνας, γεγονός που θα έπρεπε να μας απασχολήσει ιδιαίτερα.
Το να επιμένει κανείς στη διατήρηση και την καλλιέργεια μιας μειονοτικής γλώσσας, όπως η Ελληνική, σε μια εποχή που η ιδέα της παγκοσμιοποίησης ριζώνει όλο και περισσότερο στις συνειδήσεις των ανθρώπων δεν είναι άρνηση ή οπισθοδρόμηση. Πιστεύουμε ότι η προσπάθεια αυτή είναι μία ενσυνείδητη θέση, κατά την οποία ο στόχος είναι η συμμετοχή σε μία παγκοσμιότητα, όχι με τη μορφή της υποταγής αλλά της πλούσιας προσφοράς. Η παγκοσμιοποίηση ως έννοια δεν είναι κάτι που επιβάλλεται εκ των έξω, σαρώνοντας στο διάβα της ότι φαινομενικά δεν συμφωνεί μαζί της. Είναι μια συλλογική προσπάθεια, κατά την οποία όλοι οι λαοί αλλά και όλοι οι άνθρωποι μεμονωμένα θα συμμετέχουν ο καθένας με τη δική του προίκα, τη δική του κουλτούρα, τη δική του παιδεία και τις δικές του πεποιθήσεις. Η παγκοσμιοποίηση θα είναι η κοινή συνισταμένη αλλά και ταυτόχρονα το σύνολο της πνευματικής προσφοράς όλων. Η Ελληνική γλώσσα είναι πλούσια, περιέχει την πνευματική δυνατότητα, παρέχει την απαραίτητη πλαστικότητα και ελαστικότητα και μπορεί να δημιουργήσει την ορολογία της ευκολότερα από κάθε άλλη γνωστή γλώσσα. Ας την σεβαστούμε όταν υποδεχόμαστε νέους όρους και ας την χρησιμοποιούμε ως πολιτιστική ασπίδα ενάντια στον ορυμαγδό των ξένων όρων που κτυπούν την πόρτα μας.



ΗΟΜΕPAGE