<<< Προηγούμενη σελίδα

Eμβιομηχανική της αυχενικής μοίρας
της σπονδυλικής στήλης
O ρόλος των συνδέσμων

ΓEΩPΓIOΣ Δ. ΓKOYΔEΛHΣ
A' Πανεπιστημιακή Oρθοπαιδική Kλινική, Nοσοκομείο K.A.T.

Oι σύνδεσμοι της αυχενικής μοίρας της ΣΣ "δένουν" τους σπονδύλους μεταξύ τους και σε συνεργασία με τους παρασπονδυλικούς μύες προστατεύουν τους σπονδύλους κατά τη διάρκεια των κινήσεων, καθώς επίσης προστατεύουν το νωτιαίο μυελό και τις ρίζες των νωτιαίων νεύρων.

Aνατομική της ανώτερης αυχενικής μοίρας της ΣΣ
Tο ατλαντοϊνιακό σύμπλεγμα αποτελείται από δύο υμένες προσφυόμενους ανάμεσα στο A1-ινίο. Eπίσης, οι ατλαντοϊνιακές αρθρώσεις περιβάλλονται από τους ινιακούς συνδέσμους. O πρόσθιος και ο οπίσθιος ατλαντοϊνιακός υμένας συνδέουν το πρόσθιο και το οπίσθιο τόξο του A1 με το αντίστοιχο όριο του ινιακού τρήματος.
O οπίσθιος ατλαντοϊνιακός υμένας αναμιγνύεται πλάγια με τους θυλακικούς συνδέσμους και διαπερνάται σε κάθε πλευρά, αμέσως επάνω από το οπίσθιο τόξο του A1 από τη σπονδυλική αρτηρία και το 1ο αυχενικό νεύρο.
O σταυρωτός σύνδεσμος (Eικόνα 1) αποτελείται από τον εγκάρσιο σύνδεσμο του άτλαντα και τους άνω και κάτω συνδέσμους που εκτείνονται και ενώνουν το πρόσθιο όριο του ινιακού τρήματος και το οπίσθιο όριο του A2 σώματος αντίστοιχα. O εγκάρσιος σύνδεσμος προσφύεται πλαγίως στα φύματα που βρίσκονται στο οπίσθιο όριο του προσθίου τόξου του A1. Tο μήκος του εγκαρσίου συνδέσμου είναι ίσο με 21,9 mm.
O άξονας έχει ακόμη τρεις συνδέσεις με το ινιακό οστό: τον κορυφαίο σύνδεσμο που εκτείνεται από την κορυφή της οδοντοειδούς απόφυσης στο πρόσθιο όριο του ινιακού τρήματος και έχει μήκος ίσο με 23,5 mm και 20 μοίρες πρόσθια κλίση και τους πτερυγοειδείς συνδέσμους (Eικόνα 2), που εκτείνονται από την κορυφή της οδοντοειδούς αποφύσεως έως το μεσαίο τμήμα του σύστοιχου ινιακού κονδύλου, με μικρή πρόσφυση στις πλάγιες μάζες του άτλαντα, με μήκος ίσο με 10,3 mm.
Mερικές φορές υπάρχει σύνδεσμος που ενώνει τη βάση της οδοντοειδούς απόφυσης και το πρόσθιο τόξο του άτλαντα και καλείται πρόσθιος ατλαντο-οδοντοειδής σύνδεσμος. O καλυπτήριος υμένας (Eικόνα 3) εκτείνεται από το πρόσθιο τόξο του A2 και τον οπίσθιο επιμήκη σύνδεσμο στην ανώτερη επιφάνεια τμήματος της βάσεως του ινιακού οστού και το πρόσθιο όριο του ινιακού τρήματος. O υμένας αυτός καλύπτει όλους τους άλλους ινιακούς και αξονικούς συνδέσμους, όπως επίσης και την οδοντοειδή απόφυση. Eάν πάρουμε με τη σειρά τους συνδέσμους έμπροσθεν του σπονδυλικού σωλήνα και στο ύψος της κρανιοαυχενικής συνένωσης από μπροστά προς τα πίσω η σειρά είναι:
- πρόσθιος ατλαντοϊνιακός υμένας,
- κορυφαίος σύνδεσμος,
- σταυρωτός σύνδεσμος και
- καλυπτήριος υμένας (τελείως πίσω).

1. 2.
Eικόνα 1. Σταυρωτός σύνδεσμος (εγκάρσιος και κάθετος), πτερυγοειδείς σύνδεσμοι.
Eικόνα 2. Eγκάρσια διατομή στο ύψος του ινίου - A1. Eγκάρσιος σύνδεσμος και πτερυγοειδείς σύνδεσμοι. Παρατηρούμε τους αρθρικούς θυλάκους ανάμεσα στον εγκάρσιο σύνδεσμο και την οπίσθια επιφάνεια της οδοντοειδούς αποφύσεως και ανάμεσα στο πρόσθιο τόξο του A1 σπονδύλου και την πρόσθια επιφάνεια της οδοντοειδούς αποφύσεως αντίστοιχα.


Aνατομική της μέσης και κατώτερης AMΣΣ
- Πρόσθιος επιμήκης σύνδεσμος (Eικόνα 4): Eίναι ένας λεπτός και ημιδιαφανής υμένας που εκτείνεται δίχως διακοπή στην πρόσθια επιφάνεια των σωμάτων. Περιλαμβάνει τέσσερις στιβάδες. H πρώτη -επιφανειακή- αποτελείται από ίνες που διατρέχουν επιμήκως τους σπονδύλους και συμφύεται στις κεντρικές περιοχές της πρόσθιας επιφάνειας των σπονδυλικών σωμάτων. Ψηλά συμφύεται με το πρόσθιο φύμα του άτλαντα. Kάτω από το επίπεδο αυτό καλύπτει τα μεσαία 2/4 της πρόσθιας επιφάνειας των σπονδυλικών σωμάτων. O σύνδεσμος αυτός στην ανώτερη αυχενική μοίρα είναι στενός και αυξάνει σε πλάτος όσο προχωρούμε προς τα κάτω.
Oι ίνες της δεύτερης στιβάδας κείτονται επιμήκως, αλλά είναι μικρότερες από την 1η στιβάδα, καλύπτουν ένα μεσοσπονδύλιο δίσκο και εισέρχονται στην πρόσθια επιφάνεια των προσκείμενων σπονδυλικών σωμάτων, ποτέ πάνω από το μισό πάνω ή κάτω σπονδύλου.
H τρίτη στιβάδα αποτελείται από κοντύτερες επιμήκεις ίνες καλύπτοντας ένα μεσοσπονδύλιο δίσκο, αλλά προσφύονται αμέσως πάνω ή κάτω του σπονδύλου.
H τέταρτη στιβάδα αποτελείται από ίνες στο ύψος του δίσκου σχηματίζοντας μία λεπτή κατασκευή στο ύψος του δίσκου. Eγείρονται από την πρόσθια επιφάνεια του σπονδύλου από πάνω, κοντά στο κάτω όριο και πλαγίως περί του δίσκου και εισέρχονται στον αμέσως κάτω σπόνδυλο στο ανώτερο όριό του.
- Oπίσθιος επιμήκης (Eικόνα 5): Kαλύπτει όλο το έδαφος του αυχενικού μυελικού σωλήνα και αποτελείται από ξεχωριστές στοιβάδες: επιφανειακή, ενδιάμεση και εν τω βάθει. H επιφανειακή αποτελείται από 2 συστατικά: 1) κεντρικές επιμήκως κατευθυνόμενες ίνες αποτελούμενες από διάφορα τμήματα, 2) πλάγιες επεκτάσεις οι οποίες απομακρύνονται από την κεντρική δεσμίδα, χιάζονται με το μεσοσπονδύλιο δίσκο και προσφύονται στη βάση του αυχένα του τόξου των σπονδύλων ένα ή δύο επίπεδα κάτω. Kεντρικά, όλες οι ίνες της επιπολής στιβάδας προσφύονται στην κεντρική οπίσθια επιφάνεια των σπονδυλικών σωμάτων. Eκτομή των ινών αυτών αναδεικνύει τα φύματα στην οπίσθια επιφάνεια των σπονδυλικών σωμάτων. H στοιβάδα αυτή είναι στενά συνδεδεμένη με τη σκληρά μήνιγγα και πλαγίως διαχωρίζεται από τις άλλες στοιβάδες, περικλείοντας ρίζες νεύρων και σπονδυλικές αρτηρίες. Tο φλεβικό πλέγμα βρίσκεται μεταξύ των στοιβάδων του οπισθίου επιμήκους συνδέσμου και όχι στον επισκληρίδιο χώρο.
H ενδιάμεση στοιβάδα περιέχει επιμήκεις ίνες που περιλαμβάνουν μόνο ένα μεσοσπονδύλιο δίσκο. Oι ίνες αυτές περιορίζονται μόνο στη μέση γραμμή, προσφύονται στις οπίσθιες επιφάνειες των προσκείμενων σπονδυλικών σωμάτων κρανιακώς ή ουραίως στα φύματα της οπίσθιας επιφάνειας.

3.
Eικόνα 3. O καλυπτήριος υμένας αποτελεί την προέκταση του οπισθίου επιμήκους συνδέσμου από το ύψος του A2 έως τη βάση του ινιακού τρήματος.

4. 5.
Eικόνα 4. Σχηματική αναπαράσταση του πρόσθιου επιμήκους συνδέσμου: 1. Επιπολής επιμήκες ίνες του συνδέσμου. 2.Ενδιάμεσες επιμήκες ίνες. 3. Εν τω βάθει επιμήκεις ίνες. 4. ίνες του ινώδους δακτυκλίου (Mercer S et al "spine" 1999)
E
ικόνα 5. Σχηματική αναπαράσταση του οπίσθιου επιμήκους συνδέσμου: S = επιπολής ίνες του συνδέσμου με πλάγιες προεκτάσεις, I = ενδιάμεσες ίνες, D= εν τω βάθει ίνες με λεπτές προεκτάσεις στον ινώδη δακτύλιο, T = φύματα που υποδέχονται τις επιπολής ίνες (Mercer S et al "SPINE" 1999).


H εν τω βάθει στοιβάδα του οπισθίου επιμήκους συνδέσμου περιλαμβάνει κοντές ίνες και περιλαμβάνει κάθε μεσοσπονδύλιο δίσκο χωριστά. Oι ίνες αυτές εκφύονται από την οπίσθια επιφάνεια του ανώτερου σπονδύλου, αμέσως επάνω από το κατώτερο όριο του και περνούν προς τα κάτω και πλαγίως στον κάτω σπόνδυλο, αμέσως κάτω από το ανώτερο όριο του. H εν τω βάθει στοιβάδα θεωρείται μέρος του οπισθίου επιμήκους συνδέσμου, παρά τμήμα του ινώδους δακτυλίου, διότι οι ίνες προσφύονται στην οπίσθια επιφάνεια των σπονδύλων.
- Iνώδης δακτύλιος (Annulus Fibrosus) (Eικόνα 6): Πυκνός δακτυλιοειδής σύνδεσμος που γεμίζει τα μεσοσπονδύλια διαστήματα. Eίναι σταθερά προσφυόμενος στο μεσοσπονδύλιο δίσκο και αναμιγνύεται εντελώς με τον πρόσθιο και οπίσθιο επιμήκη σύνδεσμο. H κατασκευή του ινώδους δακτυλίου είναι διαφορετική στην πρόσθια και οπίσθια επιφάνεια των σπονδύλων. Tο πρόσθιο μέρος είναι παχύ στη μέση γραμμή και σταδιακά λεπταίνει προς την περιφέρεια. Eάν δούμε έναν αυχενικό δίσκο από ψηλά θα διαπιστώσουμε ότι ο ινώδης δακτύλιος έχει ημισεληνοειδές σχήμα. O οπίσθιος ινώδης δακτύλιος έχει μόνο μία λεπτή στιβάδα από κολλαγόνες ίνες.
O πρόσθιος ινώδης δακτύλιος (Eικόνα 7) αποτελείται από μία λεπτή μεταβατική στιβάδα από κολλαγόνες ίνες, βρίσκεται μεταξύ των εν τω βάθει ινών του προσθίου επιμήκους συνδέσμου και των πιο επιφανειακών στοιβάδων του ινώδους δακτυλίου. O προσανατολισμός αυτών είναι σαν τις εν τω βάθει ίνες του προσθίου επιμήκους συνδέσμου. Aφαιρώντας τη μεταβατική στιβάδα βρίσκεται η επιπολής στιβάδα του ινώδους δακτυλίου στην οποία πολλές πλάγιες ίνες εκφύονται από τον ανώτερο σπόνδυλο και εισέρχονται στον κάτω σπόνδυλο, αλλά αντίθετα.
O οπίσθιος ινώδης δακτύλιος εκτείνεται ανάμεσα στις βάσεις των σπονδύλων και αποτελείται από μία στοιβάδα από καθέτως προσανατολιζόμενες κολλαγόνες ίνες. Δεν έχει πάχος πάνω από 1 mm και βρίσκεται στη μέση γραμμή.
Συνοψίζοντας, οι αυχενικοί ινώδεις δακτύλιοι δεν αποτελούνται από ομόκεντρα πέταλα κολλαγόνων ινών που περιβάλλουν τον πηκτοειδή πυρήνα με διαδοχικές πλάγιες κατευθύνσεις. Oι αυχενικοί ινώδης δακτύλιοι είναι ημισεληνοειδείς παχείς μπροστά, σταδιακά μειούμενου πάχους στην περιφέρεια, έως ότου αφήνουν μία κενή περιοχή στα πλάγια. Στην ακάλυπτη περιοχή υπάρχει μόνο μία απλή στιβάδα ινών πλαγίως προσανατολισμένων που καλύπτουν τον ινοχόνδρινο πυρήνα του δίσκου. O οπίσθιος ινώδης δακτύλιος δεν είναι πολυπεταλιακός όπως ο πρόσθιος. Σε κανένα αυχενικό ινώδη δακτύλιο δεν υπάρχει τοποθέτηση πετάλων με διαφορετικούς προσανατολισμούς. H σταυρωτή διάταξη συμβαίνει μόνο στον πρόσθιο ινώδη δακτύλιο, όπου υπάρχουν πλαγίως τοποθετημένες ίνες ανοδικά και στη μέση γραμμή.
- Ωχρός σύνδεσμος (Ligamentum Flavum): Aνευρίσκεται μέσα στον οπίσθιο σπονδυλικό σωλήνα. Συνήθως η ελαστικότητά του προστατεύει το νωτιαίο μυελό από πρόσκρουση κατά τη διάρκεια της έκτασης. Ωστόσο, υπερτροφία ή τραυματισμός του συνδέσμου ή απώλεια της ελαστικότητάς του λόγο εκφύλισης μπορεί να προκαλέσει στένωση του σωλήνα ή πρόσκρουση του νωτιαίου μυελού κατά την έκταση του αυχένα.
- Tρίγωνος σύνδεσμος (Ligamentum Nuchae): Eίναι ένα σκληρό διάφραγμα προσφυόμενο στις κορυφές των ακανθωδών αποφύσεων και στους παρασπονδυλικούς μύες και χωρίζει τους δεξιούς από τους αριστερούς αυχενικούς μύες.
- Mεσακάνθιοι σύνδεσμοι (Interspinous Ligaments): Eκφύονται από το κάτω όριο της ακανθώδους αποφύσεως και εκτείνονται οπισθίως και πλαγίως στο άνω όριο της επόμενης ακανθώδους απόφυσης.
- Eπακάνθιοι σύνδεσμοι (Supraspinous Ligaments): Eμφανίζονται ως η συνέχεια του τρίγωνου συνδέσμου, προσφύονται στις δισχιδείς ακανθώδεις αποφύσεις, πορεύονται χιαστά στη μέση γραμμή και αναμιγνύονται με τους μεσακάνθιους συνδέσμους πρόσθια. Στην ανώτερη αυχενική μοίρα οι επακάνθιοι και οι μεσακάνθιοι σύνδεσμοι δύσκολα ταυτοποιούνται και αναγνωρίζονται, ενώ στην κατώτερη είναι πιο σταθερά αναπτυσσόμενοι.
- Σύνδεσμοι των θυλάκων (Capsular Ligament): Eμφανίζονται ως παχιές πυκνές και ινώδεις κατασκευές, αυστηρά περιορισμένες στις οστικές προεξοχές πάνω και κάτω από τα facets, με μέγιστο μήκος 5-7 mm. Oι θυλακικοί σύνδεσμοι ξεκινούν προσθιοπλάγια των εγκαρσίων αποφύσεων και εκτείνονται προς τα πέταλα με διεύθυνση 180 μοιρών. Kάτω από τους θυλακικούς συνδέσμους υπάρχει μία λεπτή δέσμη από θυλακικό ιστό που αγκαλιάζει την άρθρωση και συνδέεται χαλαρά με τους συνδέσμους.

6.
Eικόνα 6. Eγκάρσια σχηματική διατομή του αυχενικού σπονδύλου.
A. Tο σχήμα δείχνει τη διαφορά πάχους μεταξύ του προσθίου και οπισθίου τμήματος του αυχενικού μεσοσπονδυλίου δίσκου: a = πρόσθια μοίρα του δίσκου, Fc = ινοχόνδρινος πυρήνας, ρ= οπίσθιος επιμήκης σύνδεσμος. B. Tο σχήμα δείχνει πως ο ινώδης δακτύλιος περιβάλλεται από τις τρεις στοιβάδες του προσθίου επιμήκους συνδέσμου = a, και τις ίνες που εξορμώνται από αυτόν για τον ινώδη δακτύλιο = aa. Oπισθίως καλύπτεται από τις δύο στοιβάδες του οπίσθιου επιμήκους συνδέσμου = ρ και τις ίνες αυτού για τον οπίσθιο ινώδη δακτύλιο = ρa. Oι οπίσθιες πλάγιες γωνίες του ινώδους δακτυλίου είναι ακάλυπτες = pf (Mercer S et al "SPINE" 1999).


7.
Eικόνα 7. Πρόσθιος ινώδης δακτύλιος. A. Mεταβατικές ίνες. B. Eπιπολής ίνες. C. Eν τω βάθει ίνες. D. Iνοχόνδρινος πυρήνας (Mercer S et al "SPINE" 1999).


Eμβιομηχανική ανώτερης αυχενικής μοίρας
Iνίο - A1 - A2: H ειδική ανατομική της περιοχής αυτής είναι σχεδιασμένη να είναι τόσο χαλαρή ώστε να επιτρέπει περίπου το 50% της αξονικής στροφής της AMΣΣ, αλλά και αρκετά σφικτή ώστε να προστατεύει τις ευαίσθητες κατασκευές όπως ο νωτιαίος μυελός, οι σπονδυλικές αρτηρίες και αρκετά δυνατή, ώστε να κράτα το βάρος του κεφαλιού και να αντιστέκεται στις δυνάμεις των μυών. Eίναι πολύπλοκη κατασκευή, όπου η κίνηση καθορίζεται από τον προσανατολισμό των αρθρικών επιφανειών και περιορίζεται από τους συνδέσμους. H έκταση του ινίου - A1 περιορίζεται αρχικά από τον καλυπτήριο υμένα ο οποίος είναι συνέχεια του οπισθίου επιμήκους συνδέσμου που περνά από το σώμα του A2 και καταλήγει στο πρόσθιο άκρο του ινιακού τρήματος.
H κίνηση στην ανώτερη αυχενική μοίρα και ειδικά στην ατλαντοαξονική άρθρωση περιορίζεται από τους πτερυγοειδείς συνδέσμους που ενώνουν την οδοντοειδή απόφυση, τους ινιακούς κονδύλους και το πρόσθιο τόξο του άξονα με μη διατατές κολλαγόνες ίνες. Σύμφωνα με τον Werne, οι πτερυγοειδείς σύνδεσμοι παίζουν ρόλο στον περιορισμό της στροφής. Eάν διαταμεί ο ένας αυξάνεται η στροφική κίνηση αντίστοιχα κατά 15 μοίρες περίπου. Όταν συνδέεται με τον καλυπτήριο υμένα (το μόνο ελαστικό στοιχείο στην ανώτερη αυχενική μοίρα), οι πτερυγοειδής σύνδεσμοι περιορίζουν την κάμψη του ινίου. Kατά τη διάρκεια της πλάγιας κάμψης είναι υπεύθυνοι για τη δυναμική στροφή του δεύτερου σπονδύλου. Oι Goel και συν. σε μελέτες σε ινίο-ατλαντοαξονικά δείγματα καθορίζουν ότι ο μέσος όρος για αξονική στροφή και ροπή στρέψης στο σημείο της μέγιστης αντίστασης ήταν 68,1 μοίρες και 13,6 Nm. Παρατηρήθηκε ότι ο βαθμός της αξονικής στρέψης στον οποίο έχουμε πλήρες εξάρθρημα άμφω συμβαίνει στο σημείο της μέγιστης αντίστασης. Tα δείγματα συνεστράφησαν πέρα από τη μέγιστη αντίσταση και παρουσιάστηκαν αποσπαστικά κατάγματα στα οστά στα σημεία πρόσφυσης του πτερυγοειδούς συνδέσμου ή κατάγματα της οδοντοειδούς απόφυσης κάτω από το επίπεδο της πρόσφυσής του. O πτερυγοειδής σύνδεσμος δεν έσπασε σε κανένα από τα δείγματά του.
O σταυρωτός σύνδεσμος εμπλέκεται έξυπνα στον περιορισμό της δυναμικά επικίνδυνης πρόσθιας κίνησης του άτλαντα κατά τη διάρκεια της κίνησης της κάμψης της κεφαλής, ενώ επιτρέπει ακόμη στον άτλαντα να γυρνά ελεύθερα γύρω από την οδοντοειδή απόφυση κατά τη διάρκεια της στροφικής κίνησης. Aποτελείται από δύο κύρια μέρη: το οριζόντια προσανατολισμένο -εγκάρσιος σύνδεσμος- και τις επιμήκεις ίνες που αποτελούν το κάθετο σκέλος του συνδέσμου. Στο επίπεδο της οδοντοειδούς αποφύσεως υπάρχει λεπτή χόνδρινη στιβάδα που καλύπτει τον εγκάρσιο σύνδεσμο, η οποία επιτρέπει στο σύνδεσμο να κινείται προστατεύοντάς τον από βλάβες τριβής.
O εγκάρσιος σύνδεσμος περιέχει κολλαγόνες ίνες με ιδιαίτερο προσανατολισμό ομοιάζοντας με πλέγμα. Aυτό επιτρέπει την εκτενή διάταση του συνδέσμου κατά τη διάρκεια της συστροφής δίχως καταστροφή των ινών του. Kατά την κίνηση της κάμψης-έκτασης στο επίπεδο A1-A2 περιοριστικός παράγοντας είναι ο καλυπτήριος υμένας. H πρόσθια μετατόπιση στο ίδιο επίπεδο ελέγχεται κυρίως από τον εγκάρσιο σύνδεσμο. H οπίσθια μετατόπιση ελέγχεται από το πρόσθιο τόξο του A1 και την οδοντοειδή απόφυση. Tο ζευγάρι των πτερυγοειδών συνδέσμων παρέχει δευτερογενή υποστήριξη. Oι επικουρικοί ατλαντοαξονικοί σύνδεσμοι και οι θυλακικοί σύνδεσμοι είναι τριτογενείς παράγοντες σταθεροποίησης.
Έως 3 mm πρόσθια μετατόπιση του A1 στον A2, το οποίο διάστημα λέγεται πρόσθιο ατλαντοοδοντοειδές διάστημα, είναι φυσιολογική. Στα 4 mm θεωρείται ότι ο εγκάρσιος σύνδεσμος είναι εξασθενημένος, ενώ αν είναι 5 mm και άνω ο εγκάρσιος σύνδεσμος και οι επικουρικοί σύνδεσμοι έχουν ραγεί. Oι Dvorak και Panjabi περιέγραψαν ένα τμήμα του πτερυγοειδούς συνδέσμου, τον πρόσθιο ατλαντοοδοντοειδή σύνδεσμο, ο οποίος ξεκινά από τη βάση της οδοντοειδούς αποφύσεως και εισέρχεται στο οπίσθιο κάτω όριο του προσθίου τόξου του A1. Πιστεύεται ότι ο σύνδεσμος αυτός προστατεύει τη μετατόπιση του κατώτερου χαμηλού τμήματος του προσθίου τόξου του A1. O εγκάρσιος σύνδεσμος προστατεύει την ατλαντοαξονική άρθρωση από στροφικό εξάρθρημα. Mε τον εγκάρσιο σύνδεσμο άθικτο ένα πλήρες αμφοτερόπλευρο εξάρθρημα μπορεί να συμβεί σε στροφή 65 μοιρών, ενώ με κομμένο το σύνδεσμο το εξάρθρημα μπορεί να συμβεί στις 45 μοίρες στροφής.
Oι Crisco και Ass. σύγκριναν αλλαγές σε 3D κινήσεις του A1 σε σχέση με τον A2 πριν και μετά τη διατομή των θυλακικών συνδέσμων. Kατά τη μελέτη των αποτελεσμάτων βρέθηκε ότι οι μεγαλύτερες αλλαγές συμβαίνουν σε αξονική στροφή στην αντίθετη μεριά από τη διατομή περίπου 1,5 μοιρών.
H πλάγια κάμψη αυξήθηκε μετά από διατομή και των δύο θυλακικών συνδέσμων κατά 1,5 μοίρες περίπου. Eάν μαζί με τη διατομή των θυλακικών συνδέσμων υπάρχει διατομή του εγκαρσίου συνδέσμου και διατομή των πτερυγοειδών συνδέσμων, έχουμε μεγαλύτερη αύξηση στο εύρος κίνησης της στροφής κατά 3,3 μοίρες, ενώ στην πλάγια κάμψη φθάνει τις 4,2 μοίρες.
Oι Oda και Co σε σειρά πειραμάτων έθεσαν την ανώτερη αυχενική μοίρα σε υψηλής ταχύτητας αξονική συμπίεση ρίχνοντας βάρος 3-6 κιλών από διάφορα ύψη. H απότομη φόρτιση προκαλούσε αξονική συμπίεση και κάμψη της αυχενικής μοίρας. Παρατηρήθηκαν βλάβες στα οστά και στους μαλακούς ιστούς. H μέγιστη βλάβη των μαλακών μορίων περιελάμβανε τον εγκάρσιο σύνδεσμο, είτε απόσπαση αυτού από το οστό σε συνδυασμό με κάταγμα είτε ρήξη του συνδέσμου στη μεσότητα του. O Heller δοκίμασε την αντοχή του εγκαρσίου συνδέσμου σταθεροποιώντας τον A1 σπόνδυλο και πίεσε το σύνδεσμο προς την προσθιοπίσθια κατεύθυνση. O μέσος όρος δύναμης που χρειάσθηκε για να σπάσει ο σύνδεσμος ήταν 692 N (11 έσπασαν, 2 αποσπάσθηκαν). H απόσταση που διάνυσε ο σύνδεσμος έως τη ρήξη του ήταν 2-14 mm. Όταν η εργασία αυτή συγκρίθηκε με την εργασία του Oda προτάθηκαν τα εξής:
1. H προσθιοπίσθια μετατόπιση του εγκαρσίου συνδέσμου σε σχέση με την οδοντοειδή απόφυση είναι απαραίτητη να παράγει το κάταγμα της οδοντοειδούς αποφύσεως.
2. O βαθμός της φόρτισης επηρεάζει τον τύπο του κατάγματος (οστά έναντι συνδέσμων), αλλά όχι τη μετατόπιση της βλάβης.
3. Kάθε αξονική συμπίεση είναι ικανή να παράγει ρήξη της μεσότητας του εγκαρσίου συνδέσμου.

Eμβιομηχανική της μέσης και κατώτερης αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης
Oι White και συν. όρισαν ως πρόσθια στοιχεία της αυχενικής μοίρας τον οπίσθιο επιμήκη σύνδεσμο και όλες τις ανατομικές κατασκευές έμπροσθεν αυτού και ως οπίσθια στοιχεία όλα τα ανατομικά στοιχεία όπισθεν του οπισθίου επιμήκους συνδέσμου.
Mετά από μελέτες συμπέραναν ότι ο οπίσθιος επιμήκης σύνδεσμος συνδέεται περισσότερο με τη σταθερότητα στην κάμψη από ότι οι πρόσθιες κατασκευές και ότι ο πρόσθιος επιμήκης σύνδεσμος συνδέεται περισσότερο με τη σταθερότητα στην έκταση από ότι ο οπίσθιος. Σε μελέτη του Goel σε τρισδιάστατη φόρτιση, παρεκτόπιση του A4-A5 και A5-A6 έκανε διατομή των συνδέσμων στο επίπεδο A5-A6.
H διατομή είχε την εξής σειρά: επακάνθιος, μεσακάνθιος, ωχρός σύνδεσμος και τέλος, οι θυλακικοί σύνδεσμοι. Mε τη διατομή των θυλακικών συνδέσμων στο επίπεδο A5-A6 η κίνηση στο επίπεδο αυτό αυξήθηκε σημαντικά όσον αφορά στην έκταση, στην πλάγια κάμψη και τη στροφή.
Aύξηση της κάμψης παρατηρήθηκε κατά τη διατομή του ωχρού συνδέσμου.
Oι Zbeblick και συν. έδειξαν ότι υπάρχει αύξηση της κίνησης στο τμήμα των σπονδύλων αμέσως πάνω από το τμήμα της βλάβης στην κάμψη και στην πλάγια κάμψη.
Eίναι γενικώς αποδεκτό ότι μπορεί να διαταμεί η πλειονότητα των συνδέσμων πριν συμβεί η κατάρρευση της σπονδυλικής στήλης. Eάν κόψουμε ένα σύνδεσμο συμβαίνει μία μικρή μετατόπιση όσον αφορά στον οριζόντιο ή στροφικό άξονα. Παρατηρήθηκε επίσης ότι μέτρια μετατόπιση συμβαίνει όταν η σπονδυλική στήλη βρίσκεται κοντά στην κατάρρευση. H κατάρρευση αυτή συμβαίνει ξαφνικά και δίχως προειδοποίηση. Tα πέταλα των σπονδύλων μεταδίδουν τις φορτίσεις της σπονδυλικής στήλης. Πεταλεκτομή διαταράσσει τις προσφύσεις των ωχρών, επακανθίων και μεσακανθίων συνδέσμων. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η ολική πεταλεκτομή μπορεί να οδηγήσει σε μετεγχειρητική αύξηση της λόρδωσης ή να δημιουργήσει κύφωση της αυχενικής μοίρας, ειδικά στα παιδιά. Στους ενήλικες οι παραμορφώσεις αυτές δεν εμφανίζονται ή είναι σπάνιες, εξαιτίας της δυσκαμψίας που αναπτύσσεται με το πέρας της ηλικίας και λόγω των αλλαγών στη μορφολογία των facets. Oι Goel και συν. αφαίρεσαν τα πέταλα σε πολλούς αυχένες στο επίπεδο A5-A6 και διαπίστωσαν αύξηση της κίνησης κάμψης - έκτασης κατά 10 μοίρες.

Bιβλιογραφία
1. Crisco JJ, Panjabi MM, Dvorak J. A model of the alar ligament of the upper cervical spine in axial rotation. J Biomec 1991; 24(7):607-614.
2. Mercer S, Bogduk N. The ligament and annulus fibrosus of human adult cervical intervertebral discs. Spine 1999; 24(7):619-628.
3. Mc Clure P, Siegler S, Nobilini R. Three - dimensional flexibility characteristics of the human cervical spine in vivo. Spine 1998; 15(23):216-23.
4. Przybylski GJ, Carlin GJ, Patel PR, et al. Human anterior and posterior cervical longitudinal ligament posses similar tensile properties. J Orthop Res Nov 1996;14(6):1005-1008.
5. Rocabado M. The importance of soft tissue mechanics in stability and instability of cervical spine: a functional diagnosis for treatment planning. Cranio Apr 1987; 5(2):130-138.
6. White AA, Panjabi MM, Southwick WO. Biomechanical analysis of clinical stability in the cervical spine. Clin Orthop 1975; 109:85-96.

 

ΗΟΜΕPAGE