Tα Aντικαπνιστικά «Φάρμακα»

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΛΑΤΖΑ
Ειδικευόμενη Πνευμονολόγος, 3η Πνευμονολογική Κλινική, Νοσοκομείο «Η Σωτηρία»

Οι επιστήμονες, γνωρίζοντας το ψυχοσωματικό υπόβαθρο της καπνιστικής πανδημίας, προσπάθησαν να εφαρμόσουν ποικίλους σωστικούς τρόπους. Δεν έχουν δώσει ουσιαστική λύση, αλλά προσφέρουν τουλάχιστον τη δυνατότητα της μελέτης των παραγόντων της αποτυχίας, για τις μελλοντικές -καλύτερα σχεδιασμένες- προσπάθειες.
Το σύνδρομο εξάρτησης από τον καπνό είναι οργανική νόσος, οφειλόμενη σε χρόνια εισπνοή καπνού. Ενίοτε ελέγχεται από τη βούληση, αλλά συχνά απαιτεί φαρμακοθεραπεία, σε συνδυασμό με ποικίλες τεχνικές για την αντιμετώπιση των ψυχολογικών εκδηλώσεων. Τα πλέον αποτελεσματικά φάρμακα, φαίνονται να είναι το bupropion, το οποίο είναι από του στόματος λαμβανόμενο αντικαταθλιπτικό και η νικοτίνη, η οποία χορηγείται με πολλούς τρόπους, περιλαμβανο.μένου του δερματικού αυτοκόλλητου, των στοματικών εισπνοών, του ρινικού καταιωνισμού και ενός μασώμενου στοματικού σκευάσματος.
Η επιτυχής θεραπεία μπορεί να απαιτήσει και τα δύο φάρμακα, καθώς και πολλαπλές ταυτόχρονες μεθόδους χορήγησης νικοτίνης. Η θεραπεία με υψηλή δόση νικοτίνης, μπορεί να επιτύχει ένα δείκτη αποχής της τάξεως του 80%, διαρκούσης της θεραπείας, αλλά η διατήρηση της αποχής χωρίς τη λήψη φαρμάκων σε αυτά τα υψηλά επίπεδα επί μακρόν, είναι λιγότερο επιτυχής, πιθανά επειδή οι οφειλόμενες στον καπνό μεταβολές της εγκεφαλικής δομής και λειτουργίας δεν είναι εύκολα αναστρέψιμες[1].
Παρατίθενται μερικές μελέτες, που έγιναν σε χώρες με διαφορετικές κοινωνικές και πολιτισμικές δομές ανά τον κόσμο, οι οποίες δείχνουν ότι η προσπάθεια συνεχίζεται, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα.

1. Πρόγραμμα διακοπής του καπνίσματος μέσω υπνοθεραπείας, της Αμερικανικής Πνευμονολογικής Εταιρείας του Οχάιο
Η δια της υπνώσεως θεραπεία κατά του καπνίσματος, είναι ένας τύπος προγράμματος που διατίθεται σε καπνιστές. Το παρακάτω αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα[2]: Κατά το 1997, 2.810 καπνιστές συμμετείχαν σε ομαδικά προγράμματα υπνοθεραπείας κατά του καπνίσματος, της μιας συνεδρίας, των οποίων χορηγός υπήρξε η Αμερικανική Πνευμονολογική Εταιρεία του Οχάιο. Ένα τυχαίως επιλεγμένο δείγμα 452 καπνιστών, ολοκλήρωσε τηλεφωνικές συνεντεύξεις 5 έως 15 μήνες μετά την παρακολούθηση θεραπευτικής συνεδρίας. Το 22% των συμμετεχόντων (n=101), ανέφεραν ότι δεν κάπνισαν κατά το μήνα που προηγήθηκε της συνέντευξης. Αξιολογήθηκε η χρήση άλλων στρατηγικών διακοπής του καπνίσματος, από την έναρξη της θεραπευτικής συνεδρίας. Περιέργως, μόνο το 20% των συμμετεχόντων που χρησιμοποίησαν επικουρικώς φαρμακευτικά προϊόντα κατά την περίοδο διακοπής του καπνίσματος, τα έλαβαν για τη συνιστώμενη διάρκεια θεραπείας.
Η δια της υπνοθεραπείας διακοπή του καπνίσματος αποτελεί μία εναλλακτική μέθοδο διακοπής, η οποία μπορεί να φανεί αποτελεσματική σε επιλεγμένα άτομα.

2. Αξιολόγηση του αντικαπνιστικού στοματικού διαλύματος 881010
Ο σκοπός αυτής της μελέτης, ήταν η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ενός νέου αντικαπνιστικού σκευάσματος, που παρασκεύασε η Arab Farmaceutical Manufacturing (ABM) Company, ως αρωγή για τη διακοπή του καπνίσματος[3].
Ο σχεδιασμός της μελέτης περιέλαβε 137 υγιείς άρρενες καπνιστές Ιορδανούς. Σε 74 καπνιστές χορηγήθηκε αντικαπνιστικό στοματικό διάλυμα (δραστικό συστατικό 0,5% νιτρικός άργυρος), ενώ 63 έλαβαν ένα «εικονικό» διάλυμα. Τα διαλύματα στοματικών εκπλύσεων χορηγήθηκαν τρεις φορές ημερησίως και για χρονική περίοδο δύο εβδομάδων. Στη μελέτη αυτή ελήφθησαν υπ’ όψιν, ως δείκτες διακοπής καπνίσματος, ο αριθμός των ημερησίων τσιγάρων, καθώς και οι συγκεντρώσεις νικοτίνης και κοτινίνης στο σίελο, στο πλάσμα και στα ούρα.
Οι μέσες τιμές (+/- 1 SD) των καπνισθέντων τσιγάρων προ της αγωγής (χρόνος 0), ήταν 21,45 +/- 8,21 και 22,49 +/- 9,50 τσιγάρα, στις ομάδες αντικαπνιστικού στοματικού εκπλύματος και placebo, αντιστοίχως. Οι μέσες τιμές (+/- 1 SD) των καπνισθέντων τσιγάρων, από τους καπνιστές της ομάδας αντικαπνιστικού στοματικού εκπλύματος ήσαν 8,68 +/- 7,55, 7,87 +/- 6,80 και 10,14 +/- 8,29 τσιγάρα, ενώ στην ομάδα που έλαβε αδρανή ουσία ήσαν 15,91 +/- 8,21, 15,70 +/- 9,58 και 17,03 +/- 9,06 τσιγάρα, μία εβδομάδα, δυο εβδομάδες μετά την αγωγή και τέσσερις εβδομάδες μετά το πέρας της αγωγής αντίστοίχα. Επιπλέον, ένας σημαντικός αριθμός εθελοντών διέκοψε πλήρως ή μείωσε τον αριθμό των τσιγάρων, μετά την αγωγή με το αντικαπνιστικό στοματικό διάλυμα. Σχετικά με τα επίπεδα νικοτίνης και κοτινίνης στα βιολογικά υγρά, παρατηρήθηκε πτωτική τάση, η οποία όμως ήταν στατιστικά μη σημαντική. Εκτός από τον αντιστρέψιμο αποχρωματισμό οδόντων και ούλων, δεν παρατηρήθηκαν άλλες παρενέργειες μετά την αγωγή με αντικαπνιστικό στοματικό διάλυμα.

3. Χορήγηση μιας δόσης βακλοφαίνης, εναντίον των υποκειμενικών ανταποδοτικών επιδράσεων του καπνίσματος
Αναφέρεται ότι η βακλοφαίνη μειώνει την έντονη επιθυμία για κατάχρηση φαρμάκων, καθώς και τις ανταποδοτικές τους επιδράσεις. Ο αντικειμενικός σκοπός αυτής της μελέτης, ήταν η μέτρηση της οξύτητας των επιδράσεων κατά το κάπνισμα τσιγάρου, μετά από τη χορήγηση μιας και μόνο δόσης βακλοφαίνης: της έντονης επιθυμίας για νικοτίνη, της γεύσης του τσιγάρου και της ικανοποίησης από το κάπνισμα[4]. Δεκαέξι καπνιστές ταμπάκου, που δεν προσπαθούσαν να απαλλαγούν από το κάπνισμα, έλαβαν βακλοφαίνη (20mg) ή αδρανή ουσία μετά από ολονύκτιο αποχή, κατά τη διάρκεια δύο εργαστηριακών συνεδριών. Μετρήθηκαν οι υποκειμενικές επιδράσεις της βακλοφαίνης στη διάθεση και οι αναφερόμενες αξιολογήσεις της επιθυμίας για νικοτίνη, καθώς και στον αριθμό των καπνισθέντων τσιγάρων της προτιμώμενης μάρκας των ατόμων της μελέτης, κατά τη διάρκεια μιας τρίωρης περιόδου -κατά βούληση- καπνίσματος.
Η βακλοφαίνη δε μετέβαλλε τον αριθμό των καπνισθέντων τσιγάρων, ούτε την επιθυμία για νικοτίνη. Ωστόσο, η βακλοφαίνη μετέβαλλε τις αισθητηριακές ιδιότητες των καπνισθέντων τσιγάρων (π.χ. αυξημένες αξιολογήσεις «καυστικής γεύσης» και μειωμένες αξιολογήσεις των «απολαυστικών επιδράσεων του τσιγάρου»). Επίσης, προκάλεσε ήπιες καταπραϋντικές επιδράσεις, όπως αίσθημα «χαλάρωσης». Επομένως, αν και η βακλοφαίνη δε μείωσε την έντονη επιθυμία του τσιγάρου ή του καπνίσματος κατά την παρούσα μελέτη, εντούτοις μετέβαλλε τη διάθεση και τις αισθητηριακές πλευρές του καπνίσματος, δεδομένα που ενδεχομένως διευκολύνουν στη διακοπή του καπνίσματος.

4. Αντικαταθλιπτικά κατά της νικοτίνης
Επί του παρόντος, δύο φαρμακευτικά σκευάσματα θεωρούνται χρήσιμα για όσους επιθυμούν να διακόψουν το κάπνισμα στη Γερμανία: νικοτίνη και bupropion[5]. Ο δραστικός μηχανισμός και των δύο φαίνεται να εμπλέκει τους αναστολείς πρόσληψης διαβιβαστών νοραδρεναλίνης ή/και ντοπαμίνης, από τον εγκέφαλο. Η καθημερινή αγωγή με 300mg bupropion βραδείας απελευθέρωσης, επί 7 έως 9 εβδομάδες, κατέληξε σε διακοπή του καπνίσματος στο 30,3% (bupropion) και στο 35,5% (bupropion + αυτοκόλλητο νικοτίνης) των καπνιστών, σε δωδεκάμηνη περίοδο (αδρανής ουσία: 15,6%, αυτοκόλλητο νικοτίνης: 16,4%). Ένας μεγάλος αριθμός των συμμετεχόντων είχε αποκομίσει αρνητική εμπειρία από σκευάσματα νικοτίνης, κατά τη διάρκεια προγενεστέρων αποπειρών διακοπής του καπνίσματος. Οι περισσότερες παρενέργειες του bupropion αφορούν στο νευρικό (διαταραχές ύπνου, τρόμος, απώλεια συγκέντρωσης, κεφαλαλγία, ίλιγγος, κατάθλιψη, ανησυχία, άγχος) και στο γαστρεντερικό σύστημα (ξηροστομία, ναυτία, έμετος, κοιλιακά άλγη, δυσκοιλιότητα). Παρατηρείται,
επίσης, άνοδος θερμοκρασίας (> του 1% των συμμετεχόντων). Προτείνεται να χρησιμοποιείται το bupropion με αυτήν την ένδειξη, μόνο σε όσους ασθενείς έχει αποτύχει η θεραπεία με νικοτίνη.

5. Αξιολόγηση των υπογλωσσίων δισκίων νικοτίνης
Σε Σουηδική κλινική, αξιολογήθηκε η κλινική αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια ενός υπογλωσσίου δισκίου νικοτίνης των 2mg, κατά τη διακοπή του καπνίσματος[6].
Χορηγήθηκαν δισκία των 2mg, επί 3 έως 6 μήνες, με παρακολούθηση 12 μηνών. Η δοσολογία καθορίστηκε σύμφωνα με τις βασικές οδηγίες εξάρτησης από τη νικοτίνη, δηλαδή το Ερωτηματολόγιο Ανοχής Fagerstrom (FTQ): FTQ›7, 2 δισκία/ώρα (μέγιστο 40/ημέρα). FTQ<7, 1 δισκίο/ώρα (μέγιστο 20/ημέρα).
Αξιολογήθηκαν η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια στις 6 εβδομάδες και κατά τον 3°, 6° και 12° μήνα. Η αυτοαναφερθείσα αποχή επαληθεύτηκε με μέτρηση εκπνεόμενου CO<10ppm.
Το σκορ πλήρους αποχής (χωρίς υποτροπή μετά από 2 εβδομάδες) της ενεργού αγωγής, έναντι της αγωγής με αδρανή ουσία, ήταν 50% έναντι 29% στις 6 εβδομάδες, 42% έναντι 23% στους 3 μήνες, 33% έναντι 18% στους 6 μήνες και 23% έναντι 15% στους 12 μήνες (p<0,001, 0,001, 0,005 και p=0,14 αντιστοίχως). Η έντονη επιθυμία κατά τις πρώτες 8 ημέρες, ήταν σημαντικά μειωμένη μεταξύ των πολύ εξαρτημένων καπνιστών της ομάδας ενεργού ουσίας, σε σχέση με την ομάδα της αδρανούς ουσίας. Οι βασικές βλάβες του στοματικού βλεννογόνου, μεταξύ των απεχόντων ατόμων, μειώθηκαν κατά την περίοδο της αγωγής και κατά την παρακολούθηση άνευ αγωγής. Οι παρενέργειες ήταν ήπιες και ανεκτές, εκ των οποίων η πλέον κοινή υπήρξε ο ερεθισμός και ο πόνος του στοματοφάρυγγα.
Συμπερασματικά, το υπογλώσσιο δισκίο νικοτίνης προκάλεσε την αύξηση της αναλογίας διακοπής καπνίσματος, σε σύγκριση με την αδρανή ουσία, τη μείωση της επιθυμίας σε πολύ εξαρτημένους καπνιστές και υπήρξε καλώς ανεκτό.

6. Χορήγηση Carbidopa/Levodopa για διακοπή καπνίσματος: πιλοτική μελέτη με αρνητικά αποτελέσματα
Το σύστημα της οδοντωτής έλικας ντοπαμίνης θεωρείται κρίσιμο υπόστρωμα φαρμάκων εθισμού, περιλαμβανομένης και της νικοτίνης. Δεδομένου ότι η ντοπαμίνη ενδέχεται να διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο, ως παρένθετη των ενισχυτικών αποτελεσμάτων της νικοτίνης, διατυπώθηκε η υπόθεση ότι, η χορήγηση λεβοντόπα υπό τη θεραπευτική της μορφή (carbidopa/levodopa), δεν αποκλείεται να είναι αποτελεσματική για τη διακοπή του καπνίσματος, υποκαθιστώντας τα αποτελέσματα της ντοπαμίνης, που ενδεχομένως επιζητούν οι καπνιστές κατά τη διάρκεια του καπνίσματος[7].
Μία πιλοτική μελέτη, κατά την οποία έγινε χρήση carbidopa/levodopa από καπνιστές που επιθυμούσαν να διακόψουν το κάπνισμα, έγινε στο Ερευνητικό Κέντρο Νικοτίνης της Κλινικής Mayo. Το πρόγραμμα δοσολογίας ήταν ένα δισκίο τρεις φορές ημερησίως επί 1 εβδομάδα, 1+1/2 δισκία τρεις φορές ημερησίως επί 1 εβδομάδα, κατόπιν 2 δισκία τρεις φορές ημερησίως επί 6 εβδομάδες. Κάθε δισκίο περιείχε 25mg carbidopa και 100mg levodopa. Τα άτομα ήταν συνολικά 40, ενήλικες καπνιστές, που κάπνιζαν ›_20 τσιγάρα την ημέρα, επί 3 ή περισσότερα έτη. Η αναφερόμενη αποχή από το κάπνισμα επιβεβαιώθηκε με τη μέτρηση των επιπέδων CO στον εκπνεόμενο αέρα (‹_8ppm). Τα στερητικά συμπτώματα της νικοτίνης αξιολογήθηκαν αρχικά και καθημερινά, κατά τη φάση χορήγησης του φαρμάκου. Τα ποσοστά αποχής από το κάπνισμα και η ανακούφιση των συμπτωμάτων του στερητικού συνδρόμου, συγκρίθηκαν με την ομάδα αδρανούς ουσίας (n=153) μιας προηγούμενης μελέτης διακοπής καπνίσματος, με χορήγηση bupropion. Η βιοχημικά επιβεβαιωθείσα αναλογία αποχής 7 ημερών κατά το πέρας της αγωγής με carbidopa/levodopa, ήταν 20,0% έναντι 19,0% για την ομάδα της αδρανούς ουσίας (p>0,10). Στους 6 μήνες, το 12,5% της ομάδας carbidopa/levodopa απείχε, έναντι 15,7% για την ομάδα αδρανούς ουσίας (p>0,10). Τα άτομα αμφοτέρων των μελετών εμφάνισαν σημαντικές αυξήσεις στα αποτελέσματα αποχής από το σύνολο, αλλά δεν υπήρξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων, σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο. Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στις αναλογίες αποχής από το κάπνισμα, ή ανακούφισης από τα συμπτώματα του στερητικού συνδρόμου της νικοτίνης, σε καπνιστές που λάμβαναν carbidopa/levodopa, σε σύγκριση με εκείνους που λάμβαναν την αδρανή ουσία. Παρά τους θεωρητικούς λόγους, για τους οποίους η carbidopa/levodopa δεν αποκλείεται να είναι αποτελεσματική ως φαρμακολογικό μίγμα για την αντιμετώπιση καπνιστών, αυτό δεν παρατηρήθηκε σε αυτήν την ομάδα καπνιστών και στη συγκεκριμένη δόση.

7. Τα δισκία γλυκόζης στην αντιμετώπιση του καπνίσματος
Προηγούμενες μελέτες ανέφεραν ότι η γλυκόζη ενδεχομένως μειώνει την επιθυμία για κάπνισμα, κατά τη διάρκεια περιόδων αποχής.
Η μελέτη αυτή αποσκοπούσε στο να καθορίσει κατά πόσο, μία και μόνη, από του στόματος χορήγηση γλυκόζης, θα μείωνε την επιθυμία για κάπνισμα σε απέχοντες καπνιστές[8].
Τριάντα οκτώ καπνιστές παρακολούθησαν το εργαστήριο κατά τις απογευματινές ώρες, μην έχοντας καπνίσει από το προηγούμενο βράδυ. Αξιολόγησαν την επιθυμία τους να καπνίσουν, αμέσως πριν και ανά πεντάλεπτα διαστήματα, επί 20 λεπτά μετά τη μάσηση 4 δισκίων 3g γλυκόζης (πειραματική ομάδα) ή 4 αντιστοίχων δισκίων αδρανούς ουσίας (ομάδα ελέγχου).
Η επιθυμία για κάπνισμα παρουσίασε μείωση, σε μεγαλύτερο βαθμό στην πειραματική, παρά στην ομάδα ελέγχου. Η επίδραση υπήρξε προφανής μετά από 5 λεπτά. Δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ των ομάδων, όσον αφορά σε όρους όπως «αισθάνομαι ναυτία» ή «αισθάνομαι ικανοποίηση».
Μία δόση γλυκόζης έχει σχετικά ταχεία και ανιχνεύσιμη επίδραση, επί της επιθυμίας για κάπνισμα. Τα δισκία γλυκόζης ενδεχομένως είναι χρήσιμα, ως αρωγοί της προσπάθειας ελέγχου της επιθυμίας για κάπνισμα, κατά τη διάρκεια των περιόδων αποχής.

Βιβλιογραφία
1. Lillington GA, Leonard CT, Sachs DP. Palo Alto Center for Pulmonary Disease Prevention, California, USA. Clin Chest Med 2000 Mar; 21(1):199-208.
2. Ahijevych K, Yerardi R, Nedilsky N. Ohio State University, College Of Nursing, Colombus 43210, USA. Int J Clin Exp Hypn 2000 Oct; 48(4):374-387.
3. Zmeili S, Salhab A, Shubair K, Gharaibeh M, Suliman N, Al-Kayed A, Shubair M, Abu HijlehN, Abu Jbara M. Department of Pharmacology, Faculty of Medicine, University of Jordan, Amman. Int J Clin Pharmnacol Ther 1999 Jan; 37(1):41-50.
4. Cousins MS, Stamat HM, de Wit H. University of Chicago, Chicago, IL, USA. Health Serv J 2001 May 10; 111(5754):suppl 34-5.
5. Haustein KO. Instituts fur Nikotinforschung und Raucherentwohnung, Erfurt. MMW Fortschr Med 2000 Dec 14; 142(51-52):44-46.
6. Wallstrom M, Nilsson F, Hirsch JM. Αddiction 2000 Aug; 95(8):1.161-1.171.
7. Hurt RD, Ahlskog JE, Croghan GA, Offord KP, Wolter TD, Croghan IT, Moyer TP. Nicotine Research Center, Mayo Clinic, Rochester, MN 55905, USA. Nicotine Tob Res 2000 Feb; 2(1):71-78.
8. West R, Courts S, Beharry S, May S, Hajek P. St. George’s Hospital Medical School, London, UK. Psychopharmacology (Berl) 1999 Dec; 147(3):319-321.


<<< Προηγούμενη σελίδα


 

ΗΟΜΕPAGE