ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΩΝ
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ


<<< Προηγούμενη σελίδα

 

Τα αντιλευκοτριένια μπορούν να υποκαταστήσουν τα εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά
στην προφυλακτική αγωγή του χρόνιου άσθματος;

Montelukast and fluticasone compared with salmeterol
and fluticasone in protecting against asthma exacerbation in adults:
one year, double blind, randomised, comparative trial

L Bjermer, H Bisgaard, J Bousquet, L Fabbri, et al
British Medical Journal, volume 327, 18 October 2003

Η φλεγμονή των αεραγωγών έχει από καιρό αναγνωρισθεί ως κεντρικό χαρακτηριστικό της παθοφυσιολογίας του άσθματος και ως ακρογωνιαίος λίθος της αντιασθματικής αγωγής. Η εισαγωγή των εισπνεόμενων στεροειδών άλλαξε ουσιαστικά την πορεία της νόσου σε αναρίθμητους ασθενείς ανά τον κόσμο.
Η εισπνεόμενη αντιφλεγμονώδης αγωγή προτείνεται από καιρό σε όλες τις θέσεις ομοφωνίας, για τον αποτελεσματικό έλεγχο και την πρόληψη των κρίσεων σε ασθενείς με χρόνιο, επίμονο άσθμα. Σε περιπτώσεις, όμως, όπου η προτεινόμενη δόση των εισπνεόμενων κορτικοειδών δεν επαρκεί για την προφύλαξη από συμπτώματα επερχόμενης κρίσης, οι στρατηγικές μπορεί να διαφέρουν. Η αύξηση της δόσης των εισπνεόμενων κορτικοειδών αποτελεί μια στρατηγική, η οποία εκθέτει τον ασθενή στις τοπικές και συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων αυτών. Η προσθήκη ενός εισπνεόμενου βρογχοδιασταλτικού παράγοντα αποτελεί μια δεύτερη επιλογή, ίσως τη συνηθέστερη. Στη μελέτη των Bjermer και συνεργατών, ερευνήθηκε μια τρίτη εναλλακτική λύση: η προσθήκη στη συνήθη δόση των εισπνεόμενων κορτικοειδών, ενός αντιφλεγμονώδoυς παράγοντα σε μορφή δισκίων. Πράγματι, η θέση των αντιλευκοτριενίων στη θεραπεία του χρόνιου άσθματος έχει εδραιωθεί με πολλές μελέτες κατά τα τελευταία χρόνια. Παράγοντες με σημαντική δράση στα φλεγμονώδη παράγωγα των ηωσινοφίλων και των μαστοκυττάρων, τα αντιλευκοτριένια, ίσως διαθέτουν συνεργική αντιφλεγμονώδη δράση μαζί με αυτή των κορτικοειδών.
Στη μελέτη συγκρίθηκε το κλινικό αποτέλεσμα της προσθήκης στην εισπνεόμενη δόση φλουτικαζόνης (200-1000 μικρογραμμάρια/ημερησίως) από του στόματος μοντελουκάστης ή εισπνεόμενης σαλμετερόλης. Τη μελέτη ολοκλήρωσαν 747 και 743 ασθενείς, αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια ενός έτους παρακολούθησης, αξιολογήθηκαν ως πρώτο καταληκτήριο σημείο, οι κρίσεις του άσθματος των υπό μελέτη ασθενών και υπολογίσθηκε το ποσοστό σε κάθε ομάδα που εμφάνισε τουλάχιστον μία κρίση άσθματος μέσα σε ένα έτος.
Τα αποτελέσματα έδειξαν την ισοδυναμία των δύο θεραπευτικών σχημάτων. Συγκεκριμένα, το 20.1% των ασθενών υπό μοντελουκάστη και φλουτικαζόνη εμφάνισαν κρίση άσθματος κατά το διάστημα της παρακολούθησης, ενώ για την ομάδα υπό σαλμετερόλη και φλουτικαζόνη, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 19.1% (95% διάστημα εμπιστοσύνης Π3.1% έως 5.0%). Το παράδοξο της μελέτης βρίσκεται στα «δευτερογενή» της ευρήματα: ενώ ο έλεγχος του άσθματος υπήρξε ισοδύναμος για τις δύο αγωγές, καθεμιά από αυτές επηρέασε διαφορετικά αντικειμενικά χαρακτηριστικά των ασθματικών ασθενών. Η θεραπεία με μοντελουκάστη και φλουτικαζόνη μείωσε τα ηωσινόφιλα του περιφερικού αίματος, ενώ η θεραπεία με σαλμετερόλη και φλουτικαζόνη αύξησε τον FEV1 και την πρωινή Peak Flow.
Mε βάση τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο έλεγχος της φλεγμονής των αεραγωγών είναι αρκετός για την πρόληψη των ασθματικών κρίσεων σε ασθενείς με χρόνιο, μέτριο άσθμα.


 


 




ΗΟΜΕPAGE