<<< Προηγούμενη σελίδα

16[o] Πανευρωπαϊκό Συνέδριο της ΕΑU
Birmingham, United Kingdom,
23-26 Φεβρουαρίου 2002 - Δορυφορικό συμπόσιο

LUTS: Μια διαφορετική προσέγγιση
"Νέα δεδομένα στην αιτιολογία και
στην θεραπευτική αντιμετώπιση"


Ομιλητές:
Συντονιστής

M.J.Speakman, Taunton, UK
- Πιθανός ρόλος των α{1}-αδρενεργικών υποδοχέων στην αιτιολογία του LUTS
Καθηγητής Marin C. Michel, Essen, Germany
- Δυσλειτουργία της ουροδόχου κύστης: μορφολογικές, βιοχημικές και μοριακές αλλαγές
Καθηγητής Robert M. Levin, Albany, USA
- Αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της απόφραξης
Καθηγητής Andrea Tubaro, Rome, Italy
- LUTS: Η περίπτωση έχει αλλάξει
Τ.Α. McNicholas, Stevenage, UK
- Συζήτηση
M.J.Speakman και συνομιλητές

Εισαγωγή
Mark J. Speakman Taunton, UΚ
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες δεν υπήρξε μόνο θεαματική αλλαγή στην αντιμετώπιση των LUTS/BPH, αλλά και στην ορολογία και στον παραδοσιακό τρόπο σκέψης σχετικά με αυτή την πάθηση (Εικόνα 1). Για δεκαετίες είχε θεωρηθεί ότι τα LUTS/BPH προέρχονταν από τον προστάτη. Η απόφραξη και το σχετικό με αυτήν σύνδρομο LUTS του ουροποιητικού (που εκδηλώνεται με μικρή ροή, διστακτικότητα και διακοπτόμενη ούρηση) οφείλονται στην αυξημένη προστατική μάζα ή στη διέγερση των α{1Α}-AR του προστάτη, ενώ τα συμπτώματα πληρώσεως (όπως για παράδειγμα: συχνότητα, νυκτουρία και επείγουσα ούρηση) προκαλούνται από την αστάθεια του εξωστήρα μυός της ουροδόχου κύστης, που σχετίζονται με αλλαγές στην ουροδόχο κύστη δευτερεύουσες της απόφραξης. Παρ' όλα αυτά, το δεδομένο ότι οι αναστολείς των α{1}-AR είναι αποτελεσματικοί σε όλους τους ασθενείς με LUTS, ανεξάρτητα από την παρουσία διογκωμένου προστάτη[1] ή απόφραξης[2,3], υποστηρίζει την υπόθεση ότι και άλλοι παράγοντες (όπως για παράδειγμα το κεντρικό νευρικό σύστημα, τα περιφερικά γάγγλια και, ιδιαιτέρως, η ουροδόχος κύστη) μπορεί να εμπλέκονται άμεσα στην ανάπτυξη των LUTS. Σήμερα πιστεύεται όλο και περισσότερο ότι τα συμπτώματα πληρώσεως δεν προκαλούνται μόνο δευτερογενώς προς την απόφραξη τη σχετική με τους α{1Α}-AR, αλλά μπορεί να προκληθούν και άμεσα από τη διέγερση των α{1D}-AΥ της ουροδόχου κύστης ή τη διέγερση των α{1}-AR στις ένευρες δομές της[4].
Στον 21[o] αιώνα, η διαχείριση των LUTS/BPH επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην ποιότητα ζωής του ασθενούς. Από την πλευρά των ασθενών είναι εξαιρετικά σημαντικό να τους δοθεί γρήγορη και διαρκής βελτίωση των συμπτωμάτων τους και, ιδιαίτερα, των ενοχλητικών συμπτωμάτων πληρώσεως (ερεθιστικά). Ενώ στο παρελθόν πολλοί ασθενείς με LUTS υποβάλλονταν σε εγχείρηση, σήμερα μία μεγάλη ποικιλία θεραπειών είναι διαθέσιμη για την αντιμετώπιση των LUTS/BPH. Ο γιατρός και ο ασθενής πρέπει να επιλέγουν από κοινού την κατάλληλη αγωγή, με γνώμονα την καλύτερη ικανοποίηση του ασθενούς. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του μέσου όρου ζωής των ασθενών με LUTS/BPH, είναι αναγκαίο μακροπρόθεσμα να περιορίσουμε την εμφάνιση σοβαρών επιπλοκών, όπως είναι η επίσχεση ούρων, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος και οι πέτρες στην κύστη[5]. Είναι γνωστό ότι, οι δευτερογενείς αλλαγές στην ουροδόχο κύστη μετά την απόφραξη ενέχονται στην εμφάνιση μακροχρόνιων σοβαρών επιπλοκών.
Στο συνέδριο αυτό θα συζητηθούν οι νέες προοπτικές για την αιτιολογία και τις συνέπειες των LUTS. Στην προσπάθεια αυτή, θα προβληθεί ο ενδεχόμενος ρόλος των α{1}-AR στην αιτιολογία των LUTS. Επιπλέον, θα παρουσιαστούν οι μορφολογικές αλλαγές της ουροδόχου κύστης, οι οποίες προκαλούνται από την απόφραξη, και θα τονιστεί η σημασία της προστασίας της ουροδόχου κύστης μακροπρόθεσμα. Στο τέλος, θα παρουσιαστούν τα αποτελέσματα μίας πρόσφατης έρευνας, που έγινε μεταξύ των Ευρωπαίων ουρολόγων μέσω διαδικτύου. Με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις και τις δυσπιστίες των ουρολόγων σχετικά με την αιτιολογία, όπως παρουσιάζονται σε αυτή τη μελέτη, μπορεί να επιτευχθεί η διάγνωση και η αντιμετώπιση των LUTS/BPH. Η μελέτη θα μας δώσει επιπλέον μία ιδέα, για το ποιες θεραπείες είναι καταλληλότερες για συγκεκριμένες ομάδες ασθενών.
Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας θα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί θα καθορίσουν τις μελλοντικές κατευθύνσεις στην αντιμετώπιση των LUTS/BPH.


Εικόνα 1. LUTS: Το διαφορετικό παράδειγμα.

Βιβλιογραφία
1. Lepor H, Wiliford WO, Bary MJ. J Urol 1998; 160(4):1358-67.
2. Lepor H, Nieder Α, Feser J. Urology 1997; 49(3):476-80.
3. Arnold EP. BJU Int 2001; 87:24-31.
4. Schwinn DA, Michelotti GA. BJU Int 2000; 85:6-11.
5. Anderson JB, Roehrborn CG, Schalken. Eur Urol 2001; 39:390-99.

Martin C. Michel
Essen, Germany

Πιθανός ρόλος των α{1}-αδρενεργικών υποδοχέων στην αιτιολογία των LUTS
Έχει θεωρηθεί ιστορικώς ότι τα συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος (LUTS), τα οποία σχετίζονται με καλοήθη υπερπλασία του προστάτη (BPH), οφείλονται κυρίως στη σχετική απόφραξη της κύστης και περιλαμβάνουν ένα στατικό στοιχείο (μέσω του αυξημένου μεγέθους του αδένα) και ένα δυναμικό στοιχείο (μέσω της σύσπασης των λείων μυικών ινών του προστάτη, η οποία επάγεται από τους α{1}-AR). Παρ' όλα αυτά, είναι γνωστό εδώ και χρόνια ότι τα LUTS (ιδιαίτερα τα συμπτώματα πληρώσεως) λίγο μόνο σχετίζονται με το βαθμό της απόφραξης. Πρόσφατα πειραματικά και κλινικά δεδομένα δείχνουν ότι, ιδιαίτερα τα συμπτώματα πληρώσεως μπορεί να έχουν μία πιο περίπλοκη παθοφυσιολογία, η οποία περιλαμβάνει αλλοιώσεις στη λειτουργία της ουροδόχου κύστης, των γαγγλίων του αυτόνομου νευρικού συστήματος και/ή της σπονδυλικής στήλης. Για παράδειγμα, έχει αποδειχθεί ότι συμπτώματα πληρώσεως που εμφανίζονται στον αρουραίο, σε ένα μοντέλο απόφραξης της ροής της ουροδόχου κύστης (η οποία προκαλείται από την τεχνητή μερική απόφραξη της ουρήθρας) και ότι αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς με έναν α{1}-αδρενεργικό αναστολέα, παρά τη συνεχή απόφραξη (Εικόνα 2)[1]. Αυτά τα δεδομένα επιτρέπουν δύο βασικά συμπεράσματα: πρώτον, φαίνεται ότι οι α{1}-αδρενεργικοί αναστολείς μπορεί να ανακουφίζουν τα LUTS, όχι μόνο λόγω της χάλασης των λείων μυικών ινών του προστάτη, αλλά και με επιπλέον μηχανισμούς. Δεύτερον, οι α{1}-AR δεν παίζουν ρόλο μόνο στην αύξηση της αντίστασης στη ροή της ουροδόχου κύστης, αλλά μπορεί να συνεισφέρουν και στα LUTS και με άλλους μηχανισμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό ότι τόσο η ουροδόχος κύστη όσο και περιοχές της σπονδυλικής στήλης που σχετίζονται με την ούρηση περιέχουν μεγάλες συγκεντρώσεις α{1}-αδρενεργικών υποδοχέων. Ο πιθανός ρόλος τους στα συμπτώματα πληρώσεως υποστηρίζεται από την ανακάλυψη ότι ο αριθμός των α{1D}-αδρενεργικών υποδοχέων αυξάνεται κατά την απόφραξη της ροής της ουροδόχου κύστης στους αρουραίους (Εικόνα 3)[2].
Οι αναστολείς των α{1}-AR ανακουφίζουν το ίδιο καλά τόσο τα συμπτώματα κενώσεως όσο και τα συμπτώματα πληρώσεως. Ανάμεσα στους τρεις υποτύπους των α{1}-AR (α{1A}, α{1B} και α{1D}) είχε αρχικώς υποτεθεί ότι ο α{1A} υπότυπος, ο οποίος κυριαρχεί στον ανθρώπινο προστάτη, είναι ο πιο σημαντικός για την ανακούφιση των συμπτωμάτων. Η πλειοψηφία των α{1}-AR στην ανθρώπινη κύστη, παρ' όλα αυτά, ανήκει στον υπότυπο α{1D} και η επαγόμενη από την απόφραξη απορύθμιση του υποδοχέα στους αρουραίους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των α{1D}-AR (Eικόνα 3)[2]. Τουλάχιστον σε επίπεδο mRNA, στον άνθρωπο, οι α{1D} υποδοχείς κυριαρχούν επίσης σε περιοχές της σπονδυλικής στήλης, οι οποίες σχετίζονται με τη διούρηση. Αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι, όχι μόνο οι α{1A}-AR, αλλά και οι α{1D}-AR μπορεί να συνεισφέρουν στα ευεργετικά αποτελέσματα των αναστολέων των α{1}-AR στη θεραπεία των LUTS. Όλοι οι α{1}-αδρενεργικοί αναστολείς, οι οποίοι είναι κλινικώς αποτελεσματικοί στη θεραπεία των LUTS έχουν υψηλή χημική συγγένεια τόσο για τους α{1A}-AR όσο και για τους α{1D}-AR και ανακουφίζουν τόσο τα συμπτώματα κενώσεως όσο και τα συμπτώματα πληρώσεως. Πρόσφατες κλινικές μελέτες με φάρμακα υπό έρευνα που μπλοκάρουν τους α{1} υποδοχείς, και τα οποία έχουν υψηλή χημική συγγένεια για τους α{1A}-AR αλλά όχι για τους α{1D}-AR έχουν δείξει ότι βελτιώνουν το ρυθμό ροής των ούρων, χωρίς όμως να έχουν σημαντική επίδραση στα LUTS. Από την άλλη πλευρά, οι αναστολείς των α{1}-AR, όπως είναι η ταμσουλοζίνη, οι οποίοι μπλοκάρουν τόσο τους α{1A} όσο και τους α{1D}-AR ανακουφίζουν πολύ γρήγορα, τόσο από τα συμπτώματα κενώσεως, όσο και από τα συμπτώματα πληρώσεως[3,4]. Με αυτά τα δεδομένα, βλέπουμε ότι τόσο οι α{1A}-AR όσο και οι α{1D}-AR συμβάλλουν στην εκδήλωση των LUTS και ότι η αναστολή και των δύο είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση τους. Το θεραπευτικό αποτέλεσμα των αναστολέων των α{1}-υποδοχέων είναι μακροπρόθεσμο, αφού έχει αποδειχθεί ότι διαρκεί μέχρι και 6 χρόνια[4,5]. Υπάρχει μεγάλος αριθμός ενδείξεων ότι οι αναστολείς των α{1}-υποδοχέων, όπως είναι η αλφουζοσίνη, η δοξαζοσίνη και η ταμσουλοζίνη, σχετίζονται με χαμηλή συχνότητα επίσχεσης ούρων, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι μπορεί να συμβάλλουν στην εξέλιξη της πάθησης[6]. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιος υποτύπος των α{1}-AR προκαλεί αυτές τις μακροχρόνιες ανταποκρίσεις, αλλά θα ήταν εύλογο αυτές να συμβαίνουν δευτερογενώς προς τις βραχυπρόθεσμες ανταποκρίσεις, οι οποίες προκαλούνται επίσης από τους α{1A}- και/ή τους α{1D}-AR.
Αφετέρου, η υψηλή συγγένεια για τους α{1B} αδρενεργικούς υποδοχείς, η οποία δε φαίνεται να έχει σχέση με την εμφάνιση των LUTS ή με την αντιμετώπισή τους, παρατηρείται σε όλους τους μέχρι σήμερα διαθέσιμους αναστολείς των α{1}-AR, ενώ η ταμσουλοζίνη έχει μικρότερη χημική συγγένεια για τους α{1B}-AR από ότι για τους α{1A} ή τους α{1D}[7]. H μικρότερη χημική συγγένεια της ταμσουλοζίνης για τους α{1B} υποδοχείς φαίνεται ότι είναι υπεύθυνη για τη μικρότερη επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα σε σύγκριση με άλλους α{1}-αναστολείς[8,9].
Αναλόγως, άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η ταμσουλοζίνη μπορεί να έχει μικρότερη ικανότητα να επάγει συμπτωματική ορθοστατική υπόταση από ότι η τεραζοσίνη[8] και η αλφουζοσίνη[9] και να προκαλεί σημαντικά λιγότερες αναφορές για ζαλάδες, κεφαλαλγίες, κόπωση, ρινίτιδα και φλεγμονή του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος από ότι η θεραπεία με τεραζοσίνη[10], παρά την παρόμοια αποτελεσματικότητα. Βάσει αυτού του θετικού προφίλ αποτελεσματικότητας / ασφάλειας, με την ταμσουλοζίνη δεν απαιτείται κατά την έναρξη της θεραπείας τιτλοποίηση της δόσης. Γι' αυτό το λόγο, με την ταμσουλοζίνη η ανακούφιση από τα συμπτώματα είναι σημαντικά ταχύτερη απ' ότι με την τεραζοσίνη, όπως φάνηκε σε πρόσφατη σχετική συγκριτική μελέτη[10].


Εικόνα 2. Ο α{1}-αδρενεργικός αναστολέας πραζοσίνη ελαττώνει την αστάθεια της κύστης που προκαλείται από τεχνητή μερική απόφραξη της κύστης ΒΟΟ[1].


Εικόνα 3. Η ρύθμιση των α1-αδρενεργικών υποτύπων στην αποφραγμένη ουροδόχο κύστη του αρουραίου.

Βιβλιογραφία
1. Broten T, Scott A, Siegl PKS. FASEB J 1998; 12:A445.
2. Hampel C, Dolber PC, Savic SL. J Urol 2000; 163:228.
3. Lepor H. Urology 1998; 51(6):892-900.
4. Schulmann CC, Lock TMTW, Buzelin J-M. J Urol 2001; 166:1358-63.
5. Narayan P, Lepor H, Ranhosky A. J Urol 2001; 165:381.
6. Michel MC, Gopel M. Eur Urol 2001; 39(συμπλ. 3):20-25.
7. Michel MC, Grubbel Β, Taguchi K. J Auton Pharmacol 1996; 16:21-28.
8. de Mey C, Michel MC, McEwen J, Moreland T. Eur Urol 1998; 33:481-88.
9. de Mey C, Terpstra Ι. J Urol 2000; 163(συμπλ. 4):220.
10. Lowe F, Narayan P, Djavan B. Eur Urol 2002; 1(συμπλ. 1):108.


Robert M.Levin Albany, USA

Δυσλειτουργία της ουροδόχου κύστης: Μορφολογικές, βιοχημικές και μοριακές αλλαγές
Τα συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος (LUTS) που προέρχονται από την απόφραξη της ροής της ουροδόχου κύστης (BOO) είναι ένα κοινό ιατρικό πρόβλημα. Παρουσιάζεται στο 35% των ανδρών άνω των 50 ετών.
Το κουνέλι έχει αποδειχθεί ως εξαιρετικό μοντέλο για τη μελέτη των επιπτώσεων της μερικής απόφραξης της ροής στη μορφολογία, τη φυσιολογία, τη βιοχημεία και τη μοριακή βιολογία της ουροδόχου κύστης. Οι ομοιότητες ανάμεσα στη μερική απόφραξη της ροής στα κουνέλια και στην αποφρακτική δυσλειτουργία στον άνθρωπο περιλαμβάνουν τα παρακάτω: αύξηση του πάχους και της μάζας της ουροδόχου κύστης, μειωμένη ανταπόκριση, αύξηση της συχνότητας αστάθειας του εξωστήρα μυός, αυξημένη ίνωση και μειωμένη ικανότητα σύσπασης. Ένα άλλο κοινό στοιχείο είναι η απονεύρωση, η οποία φαίνεται ότι είναι το πρώτο εμφανές σημάδι της αποφρακτικής βλάβης. Επιπροσθέτως, όσο η ανεπάρκεια αντιρρόπησης προχωράει, τόσο στους ανθρώπους όσο και στα κουνέλια, παρατηρείται μείωση, τόσο στη λειτουργία των μιτοχονδρίων, η οποία χαρακτηρίζεται από μείωση της ενεργότητας του ενζύμου που συνθέτει το κιτρικό οξύ (ένζυμο-δείκτη για τη λειτουργία των μιτοχονδρίων), όσο και στην ενδοκυτταρική πρόσληψη και αποδέσμευση του ασβεστίου από το ενδοπλασματικό δίκτυο, που χαρακτηρίζεται από μείωση του ενζύμου SERCA (ενζύμου-δείκτη για την αποθήκευση και την αποδέσμευση του ασβεστίου, από το σαρκοπλασματικό δίκτυο (SR))[1].
Τόσο στα κουνέλια όσο και στους ανθρώπους, η λειτουργία της αποφραγμένης ουροδόχου κύστης μπορεί να παραμείνει σχετικά κανονική για μεγάλες χρονικές περιόδους, ακόμη και αν η μάζα της κύστης αυξηθεί (αντιρροπούμενο στάδιο). Αν η απόφραξη δεν ανακουφιστεί, η λειτουργία της ουροδόχου κύστης αποσταθεροποιείται και στη συνέχεια, γίνεται μη-αντιρροπούμενη, με επακόλουθο κίνδυνο αυξημένου υπόλειμματος ούρων και οξείας επίσχεσης ούρων, δημιουργίας λίθων στην κύστη και λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, οπότε, τελικώς, προκαλείται υδρονέφρωση και νεφρική δυσλειτουργία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η μεταβολή από το αντιρροπούμενο στάδιο στο μη-αντιρροπούμενο στάδιο σχετίζεται με κυκλικές περιόδους ισχαιμίας, οι οποίες ακολουθούνται από αποκατάσταση της αιμάτωσης (I/R). Στο πειραματικό μοντέλο απόφραξης στο κουνέλι, δείξαμε τη μείωση της ροής του αίματος στις λείες μυικές ίνες της ουροδόχου κύστης στο αντιρροπούμενο στάδιο (Εικόνα 4)[2]. Στις λείες μυικές ίνες του εξωστήρα μυός της κύστης εμφανίζονται καταστάσεις υποξίας 7-14 ημέρες μετά την απόφραξη. Βάσει των ενδείξεων που συσχετίζουν την υποξία με την αυξημένη σύνθεση κολλαγόνου, πιστεύουμε ότι αυτές οι περιοχές είναι οι χώροι όπου αρχίζει η σύνθεση του κολλαγόνου των λείων μυικών κυττάρων η οποία συντελεί στην προοδευτική αύξηση του κολλαγόνου ανάμεσα και μέσα στις δέσμες των λείων μυών και τελικώς, προκαλείται ίνωση. Η ισχαιμία και η αποκατάσταση της αιμάτωσης προκαλούν την απελευθέρωση ασβεστίου από το σαρκοπλασματικό δίκτυο (SR) και από τα μιτοχόνδρια. Τότε, το ασβέστιο ενεργοποιεί υδρολυτικά ένζυμα, όπως η φωσφολιπάση Α2 (τόσο η κυτοσολική όσο και η εκκριτική) και η καλπαΐνη, δύο ένζυμα που συνδέονται άμεσα με το δίπολο "ισχαιμία-αποκατάσταση αιμάτωσης" και προκαλούν βλάβη στη μεμβράνη των νεύρων, στο σαρκοπλασματικό δίκτυο, στα μιτοχόνδρια και στον πυρήνα. Λεπτομερής ηλεκτρονική-μικροσκοπική ανάλυση δείχνει ότι η μερική απόφραξη της ροής προκαλεί στον πυρήνα, στις κυτταρικές και στις υποκυτταρικές μεμβράνες δομικές βλάβες, παρόμοιες με τις βλάβες που προκαλούνται από το δίπολο ισχαιμία / αποκατάσταση αιμάτωσης. Το τελικό αποτέλεσμα της μη-αντιρρόπησης είναι είτε μία ουροδόχος κύστη με παχύ, ινώδες τοίχωμα, χαμηλή χωρητικότητα, μικρή ανταπόκριση και μικρή ή καθόλου συσταλτική λειτουργία, είτε μία διεσταλμένη ουροδόχος κύστη, με λεπτό ινώδες τοίχωμα, μεγάλη χωρητικότητα και μικρή ή καθόλου συσταλτική λειτουργία. Φαίνεται ότι η ανακούφιση της απόφραξης κατά το στάδιο αντιρρόπησης, τουλάχιστον στα ζώα, μπορεί να επάγει τη γρήγορη και πλήρη αποκατάσταση της λειτουργίας της κύστης. Εάν όμως η απόφραξη ανακουφιστεί κατά το στάδιο της μη-αντιρρόπησης, η λειτουργία της κύστης αποκαθίσταται μόνο μερικώς.
Βάσει των δεδομένων αυτής της υπόθεσης, η ισχαιμία η οποία σχετίζεται με την αύξηση της μάζας της ουροδόχου κύστης παίζει βασικό ρόλο στην αποφρακτική δυσλειτουργία της κύστης. Αυτό δείχνει ότι η μη αναστρέψιμη απορύθμιση της κύστης μπορεί να προληφθεί, μειώνοντας την αύξηση της μάζας της κύστης και / ή μειώνοντας την ισχαιμία, με αύξηση της παροχής αίματος στην κύστη. Πειραματικώς, έχουμε δείξει ότι μερικά φυτοθεραπευτικά παρασκευάσματα μπορούν να μειώσουν τις λειτουργικές, κυτταρικές και δομικές βλάβες που προκαλούνται από τη μερική απόφραξη της κύστης του κουνελιού και να αντιστρέψουν τις βλάβες αυτές[3]. Το ανωτέρω μπορεί να οφείλεται τόσο στις αντιοξειδωτικές όσο και στις προστατευτικές για τις μεμβράνες της κύστης ιδιότητες αυτών των παρασκευασμάτων[4]. Η προ-θεραπεία των κουνελιών με την αντιοξειδωτική βιταμίνη Ε είχε επίσης σημαντική προστατευτική δράση[4]. Πρέπει, παρ' όλα αυτά να τονιστεί ότι δεν υπάρχουν δεδομένα που να αποδεικνύουν ότι κάποιες από αυτές τις ουσίες προλαμβάνουν την ανάπτυξη και /ή μειώνουν την αυξημένη μάζα της κύστης σε ασθενείς με συμπτώματα LUTS/BOO. Κλινικώς, ένας από τους πιο πετυχημένους τρόπους φαρμακευτικής αντιμετώπισης των συμπτωμάτων LUTS/BOO είναι η χρήση των α{1}-αδρενεργικών αναστολέων, όπως η ταμσουλοζίνη και η δοξαζοσίνη. Παρόλο που ο πρωταρχικός μηχανισμός δράσης είναι η αναστολή της σύσπασης, η οποία καταλήγει σε χάλαση των λείων μυικών ινών του προστάτη, οι μεταβολές της τοπικής ροής του αίματος στην κύστη μπορεί επίσης να σχετίζονται με την κλινική τους δραστικότητα. Αποδείξαμε ότι η θεραπεία των κουνελιών με α{1}-αδρενεργικό αναστολέα (την δοξαζοσίνη) πριν τη μερική απόφραξη της ροής αύξησε τη ροή του αίματος στην κύστη, ελάττωσε σημαντικά την επίπτωση της απόφραξης στο βάρος της κύστης και προστάτεψε σημαντικά τη συσταλτική λειτουργία της αποφραγμένης κύστης[5]. Σε ένα πειραματικό μοντέλο απόφραξης στο κουνέλι, η χορήγηση ταμσουλοζίνης κατά τη στιγμή της πρόκλησης της απόφραξης, απέτρεψε μερικώς τη δημιουργία υπερτροφίας στο τοίχωμα της κύστης (Εικόνα 5)[6].
Κλινικώς, μία πιλοτική μελέτη σε ασθενείς με LUTS/BOO έδειξε ότι η ταμσουλοζίνη μειώνει το πάχος του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης[7].
Για να ανακεφαλαιώσουμε, πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν πολύ σοβαρές ενδείξεις από διάφορα εργαστήρια ότι το δίπολο ισχαιμία /αποκατάσταση αιμάτωσης (I/R) παίζει σημαντικό ρόλο στην παθογένεια της αποφρακτικής δυσλειτουργίας της ουροδόχου κύστης και ότι θεραπείες που στηρίζονται τόσο στην ανακούφιση των συμπτωμάτων του δίπολου ισχαιμίας /αποκατάστασης αιμάτωσης (I/R) (αυξάνοντας τη ροή του αίματος στην κύστη), όσο και στην πρόληψη των προκαλούμενων από το δίπολο I/R κυτταρικών βλαβών (δηλαδή με την αντιοξειδωτική δραστηριότητα), έχει αποδειχθεί πειραματικώς ότι μειώνουν σημαντικά τη σοβαρότητα της δυσλειτουργίας της κύστης, δευτερογενώς προς την μερική απόφραξη της ροής. Προτείνεται λοιπόν, οι μελέτες σε ανθρώπους να σχεδιαστούν έτσι ώστε να διερευνηθούν αυτοί οι ενδεχομένως χρήσιμοι και πρωτότυποι μηχανισμοί δράσης της θεραπείας.


Εικόνα 4. Μειωμένη ροή αίματος στο βλεννογόνο και στις λείες μυικές ίνες κατά το μη -αντιρροπούμενο στάδιο.


Εικόνα 5. Η ταμσουλοζίνη αποτρέπει μερικώς την εμφάνιση της υπερτροφίας του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης, που προκαλείται λόγω της απόφραξης[6].

Βιβλιογραφία
1. Levin RM, Haugaard N, O' Connor L. Neurourol Urodyn 2000; 19:609-29.
2. Schroder A, Chichester P, Longhurst BA. J. Urol 2001; 165:640-46.
3. Levin RM, Riffoud JP, Bellamy F. J Urol 1996; 156:2084-88.
4. Parekh MH, Lobel R, O' Connor LJ. J Urol 2001; 166:341-46.
5. Das AK, Leggett RE, Whitbeck C. Neurourol Urodyn 2001.
6. Korstanje C. Drugs of Today 2001; 37(συμπλ. D):17-21.
7. Sironi D, Levorato C, Gianfranco D. Eur Urol 2000; 37:103.


Andrea Tubaro
Rome, Italy
Αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της απόφραξης
Η αντιμετώπιση των συνεπειών της απόφραξης της ουροδόχου κύστεως που οφείλεται σε καλοήθη υπερπλασία του προστάτη (BOO) αποτελεί βασική υποχρέωση του ουρολόγου, ο οποίος έχει αρχικώς αυτοπροσδιοριστεί ως "αυθεντία". Η κλασσική προσέγγιση στην απόφραξη της ουροδόχου κύστης (ΒΟΟ), η οποία επικρατεί ακόμα σε μερικές γεωγραφικές περιοχές, ήταν η ανακούφιση της οξείας και της χρόνιας επίσχεσης ούρων. Μέχρι πριν από μία δεκαετία, η θεραπεία των συμπτωμάτων του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος (LUTS) που οφείλονται σε καλοήθη υπερπλασία του προστάτη ήταν κυρίως χειρουργική και εφαρμοζόταν μόνο σε ασθενείς με επιπλοκές ή με βαριάς μορφή LUTS. Όμως, πρόσφατα, η εισαγωγή των αναστολέων της 5α-ρεντουκτάσης και των α{1}-αδρενεργικών αναστολέων έφερε επανάσταση στην αντιμετώπιση της απόφραξης της ουροδόχου κύστης (ΒΟΟ). Τα συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος σε ασθενείς με υπερπλασία του προστάτη είχαν ως επί το πλείστον αποδοθεί στην απόφραξη της ουροδόχου κύστης, η οποία προκαλείται από τη διόγκωση του προστάτη και / ή από τον αυξημένο τόνο των λείων μυικών ινών του προστάτη, που επάγεται από τους α{1}-αδρενεργικούς υποδοχείς. Σχετικά πρόσφατα, το κεντρικό και το περιφερικό νευρικό σύστημα, καθώς και η ίδια η κύστη, έχει θεωρηθεί ότι παίζουν αιτιολογικό ρόλο στην πολλαπλή αιτιολογία των LUTS[1]. Παρ' όλα αυτά, η κύστη μπορεί όχι απλώς να σχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση των ιδιαιτέρως ενοχλητικών συμπτωμάτων πληρώσεως, όπως παρουσίασε ο Καθηγητής Michel, αλλά θεωρείται επίσης ότι υποφέρει κιόλας από τις συνέπειες της απόφραξης. Πειραματικές μελέτες της οξείας απόφραξης της ροής έχουν δείξει ότι η αυξημένη πίεση που προέρχεται από την κένωση, έναντι μίας αυξημένης αντίστασης στη ροή, σχετίζεται με μακροσκοπικές αλλαγές στην κύστη που χαρακτηρίζονται από μυοϋπερτροφία, κολλαγέννεση και χολινεργική απονεύρωση.
Όπως έδειξε και ο Καθηγητής Levin, το ίδιο σημαντικές είναι και οι πιο λεπτές μικροσκοπικές αλλαγές της κύστης που προκαλούνται από ισχαιμία και από τραυματισμό κατά την αποκατάσταση της αιμάτωσης, οι οποίες τελικώς καταλήγουν σε απορύθμιση της κύστης που χαρακτηρίζεται από συσταλτική και μεταβολική δυσλειτουργία. Πειραματικές μελέτες με μοντέλο το κουνέλι έδειξαν ότι η μυοϋπερτροφία και η κολλαγέννεση στο αντιρροπούμενο στάδιο είναι δυνατόν να αναστραφούν με άρση της απόφραξης ενώ, όταν αναχαιτίζεται η απόφραξη, στο μη-αντιρροπούμενο στάδιο η αποκατάσταση είναι μόνο μερική[2]. Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι η χορήγηση του α{1}-αδρενεργικού αναστολέα ταμσουλοζίνη κατά την ώρα της δημιουργίας της απόφραξης αποτρέπει μερικώς την ανάπτυξη υπερτροφίας στο τοίχωμα της κύστης, στο πειραματικό μοντέλο απόφραξης στο κουνέλι[3]. Οι κλινικές συνέπειες αυτού του φαινομένου θα είναι να αρχίσει αμέσως η θεραπεία. Παρ' όλα αυτά, σήμερα, δεν υπάρχει συναίνεση για το κατά πόσο τα αποτελέσματα τέτοιων πειραματικών μελετών μπορούν να μεταφερθούν στα κλινικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινή μας πρακτική.
Μία μελέτη που προσπάθησε να αξιολογήσει την υπερτροφία του τοιχώματος της κύστης σε ασθενείς με LUTS ή / και υπερπλασία του προστάτη επιβεβαίωσε ότι η κατάσταση είναι συνήθως αναστρέψιμη, όταν είναι μικρή ως μέτρια, αλλά μπορεί να αποδειχθεί μη-αναστρέψιμη στις περισσότερο σοβαρές περιπτώσεις[4]. Η μόνιμη υπερτροφία του τοιχώματος της κύστης φαίνεται ότι σχετίζεται με ισχαιμία του εξωστήρα μυός, η οποία είναι βασική αιτία τραυματισμού κατά την απονεύρωση και μεταβολικής δυσλειτουργίας των μυών και η οποία μπορεί να καταλήξει σε δυσλειτουργία της κύστης και σε ενδεχόμενη μη-αντιρρόπησή της. Η δυσλειτουργία της κύστης μπορεί να οδηγήσει σε υπόλειμμα ούρων, με επακόλουθο κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών, όπως είναι οξεία επίσχεση ούρων, πέτρες της κύστης και λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Παρ' όλα αυτά, απαιτούνται περισσότερες μελέτες προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανή σχέση ανάμεσα στην υπερτροφία του τοιχώματος της κύστης και στην εμφάνιση των επιπλοκών της υπερπλασίας του προστάτη μακροπρόθεσμα. Η ανάλυση της φυσικής ιστορίας της πάθησης σε ασθενείς με LUTS /BPH δείχνει ότι η πάθηση δεν εξελίσσεται απαραιτήτως σε όλους τους ασθενείς. Παρ' όλα αυτά, η καθυστερημένη χειρουργική αντιμετώπιση των LUTS /BPH μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερο κλινικό αποτέλεσμα. Τα αποτελέσματα του εθνικού συστήματος ελέγχου για την αντιμετώπιση των LUTS /BPH στη Μεγάλη Βρετανία απεκάλυψαν ότι το ποσοστό της θνησιμότητας και της νοσηρότητας είναι υψηλότερα σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε εγχείρηση λόγω επίσχεσης ούρων σε σύγκριση με αυτούς που υποβλήθηκαν σε εγχείρηση μόνο εξαιτίας των συμπτωμάτων[5]. Παρ' όλο που τα αίτια ενός τέτοιου υψηλότερου χειρουργικού κινδύνου είναι ασαφή, μπορεί να σημαίνει την ανάγκη να αντιμετωπιστεί εξ αρχής χειρουργικά και να θεραπευθεί η απόφραξη της κύστης. Σήμερα, υπάρχουν δεδομένα σχετικά με τα αποτελέσματα της εγχείρησης του προστάτη πάνω στο πάχος του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης. Τόσο η ανοικτή χειρουργική επέμβαση, όσο και η TURP ελαττώνουν σημαντικά το πάχος και το βάρος του τοιχώματος της κύστης σε αποφραγμένους ασθενείς με LUTS/BPH[4,6]. Τα πρώτα δεδομένα δείχνουν σημαντική βραχυπρόθεσμη επίδραση της ταμσουλοζίνης στην υπερτροφία του τοιχώματος της κύστης σε ασθενείς με LUTS/BPH που έχουν ουροδυναμικώς αποδεδειγμένη απόφραξη (Eικόνα 6)[7].
Τα πιθανά πλεονεκτήματα που θα προέκυπταν από τη μείωση της υπερτροφίας του τοιχώματος της κύστης σε ασθενείς με LUTS/ BPH είναι ακόμη ασαφή, παρ' όλο που, αν επιβεβαιωθούν με περισσότερες σχετικές μελέτες, μπορεί να αποδειχθεί ότι αποτελούν σημαντική άμεση ή έμμεση επίδραση της ταμσουλοζίνης στην κύστη.
Εκτός από τις περιπτώσεις όπου η εγχείρηση είναι αναγκαία, όπως για παράδειγμα στις σοβαρές επιπλοκές της πάθησης, δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με τις ενδείξεις LUTS που προέρχονται από καλοήθη υπερπλασία προστάτη και απόφραξη της κύστης ούτε είναι σαφείς οι συνέπειές της. Ούτε υπάρχει ομοφωνία σχετικά με το πότε η φαρμακευτική αντιμετώπιση των LUTS πρέπει να ξεκινάει. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι αυτά τα φάρμακα μπορούν να μεταβάλλουν τη φυσική πορεία της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη. Ποικίλες κλινικές δοκιμές δείχνουν ότι τόσο οι αναστολείς της 5α- ρεδουκτάσης, όσο και οι α{1}-αδρενεργικοί αναστολείς είναι αποτελεσματικοί στο να μειώνουν τον κίνδυνο οξείας επίσχεσης ούρων, καθώς και το ενδεχόμενο της εγχείρησης σε σύγκριση με το placebo[8]. Η ανάλυση του ιστορικού 60.000 ασθενών από τα ιατρικά αρχεία των παθολόγων στη Μεγάλη Βρετανία δείχνει επίσης ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή για την καλοήθη υπερπλασία του προστάτη στην πραγματικότητα υποβάλλονται σε εγχείρηση αρκετά αργότερα από αυτούς που δεν ακολουθούν κάποια φαρμακευτική θεραπεία (αναλογία κινδύνου: 0,760, αξιοπιστία: 95%, όρια: 0,75-0,78). Οι α{1}-αδρενεργικοί αναστολείς, όπως είναι η ταμσουλοζίνη και η αλφουζοσίνη ενέχουν παρόμοιο κίνδυνο αποτυχίας της θεραπείας (ενδεχόμενο που ορίζεται ως καθετηριασμός ή αλλαγή θεραπείας ή εγχείρηση του προστάτη) συγκριτικά με τη φιναστερίδη (Εικόνα 7)[9]. Δυστυχώς, προς το παρόν, δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της πρόωρης θεραπείας με α{1}-αδρενεργικούς αναστολείς ή με άλλα φάρμακα για την πρόληψη της εμφάνισης υπερτροφίας της κύστης, λόγω μακροχρόνιας αντιμετώπισης των ασθενών με LUTS/BPH.
Το πρόβλημα της πρόωρης φαρμακευτικής θεραπείας της υπερπλασίας του προστάτη παραμένει ακόμη και, προς το παρόν, δεν υπάρχει οικονομική ανάλυση που να υποστηρίζει την πρόωρη επέμβαση. Απαιτούνται περισσότερες έρευνες για να καθοριστεί το μη-αντιρροπούμενο στάδιο της κύστης σε ασθενείς με LUTS/BPH, για να ταυτοποιηθούν δείκτες πρώιμων βλαβών της κύστης και για να καθοριστεί το "μη αναστρέψιμο σημείο", πέρα από το οποίο η βλάβη της κύστης μπορεί να αποβεί μη αναστρέψιμη. Μέχρι να υπάρξουν περισσότερα δεδομένα, η αντιμετώπιση της απόφραξης της κύστης και των συνεπειών της θα παραμένει εμπειρική και θα εναπόκειται "στην κλινική πείρα, την κρίση, τη συμπόνια, το ενδιαφέρον, την ικανότητα και τη σκέψη" του κάθε ουρολόγου.


Εικόνα 6. Επίδραση της ταμσουλοζίνης στο πάχος του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης.


Εικόνα 7. Επιβίωση από την πρώτη θεραπεία των LUTS/BPH ως προς την αποτυχία της θεραπείας (95% όρια εμπιστοσύνης), κατά ηλικία και έτος.

Βιβλιογραφία
1. Artibani W. Eur Urol 2001; 40(συμπλ. 4):1-4.
2. Levin RM, Haugaard N, O' Connor L. Neurourol Urodyn 2000; 19:609-29.
3. Korstanje C. Drugs of Today 2001; 37(συμπλ D):17-21.
4. Kojima M, Inui E, Ochiai A. J Urol 1997; 158(1):89-93.
5. Pickard R, Emberton M, Neal DE. Br J Urol 1998; 81(5):712-20.
6. Tubaro A, Cater S, Hind A, Vicentini C, Miano L. J Urol 2001; 166:172-176.
7. Sironi D, Levorato C, Gianfranco D. Eur Urol 2000; 37:103.
8. Michel MC, Goepel M. Eur Urol 2001; 39(συμπλ. 3):20-5.
9. Logie JW, Clifford GM, Farmer RDT, Meesen BPW. Eur Urol 2001; 39(συμπλ 3):42-7.

Thomas A. McNicholas
Stevenage, UK
LUTS: Τα πράγματα έχουν αλλάξει

Κατά την τελευταία δεκαετία, οι γνώσεις σχετικά με τα συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος που προέρχονται από την ύπαρξη καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη (LUTS/ BPH) έχουν αυξηθεί πολύ και συνοδεύονται από δραματικές αλλαγές στην αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Ενώ στη δεκαετία του 1980, οι ασθενείς με LUTS είτε θα υποβάλλονταν σε χειρουργική επέμβαση είτε θα παρέμεναν υπό παρακολούθηση, σήμερα, οι δυνατότητες αντιμετώπισης έχουν αυξηθεί με μία ποικιλία φαρμακευτικών θεραπειών, από τις οποίες οι α1-αδρενεργικοί αναστολείς είναι οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενοι. Επιπλέον, η αντιμετώπιση των LUTS/BPH δεν εστιάζεται πλέον μόνο στην άρση της απόφραξης και στη βελτίωση της ουροδυναμικής, αλλά δίνεται έμφαση και στη βελτίωση των συμπτωμάτων και της ποιότητας ζωής των ασθενών. Η ικανοποίηση του ασθενούς αποτελεί πλέον πρωταρχικό στόχο στην αντιμετώπιση των LUTS/ BPH. Οι περισσότεροι ασθενείς με LUTS/ BPH αναζητούν τη συνδρομή του γιατρού, μόνο όταν τα συμπτώματά τους αρχίζουν να παρεμποδίζουν τις δραστηριότητες της καθημερινής τους ζωής και την ποιότητα της ζωής τους. Φαίνεται ότι τα συμπτώματα πληρώσεως (ερεθιστικά) όπως επείγουσα ούρηση, ακράτεια, συχνοουρία και νυκτουρία είναι πολύ ενοχλητικά για τους ασθενείς και έχουν κυρίως να κάνουν με τις δραστηριότητες της καθημερινής τους ζωής[1]. Για αυτό, η θεραπεία δεν πρέπει απλώς να ελαττώνει την απόφραξη (αυξάνοντας τη ροή των ούρων), με αντίστοιχη ανακούφιση από τα συμπτώματα της απόφραξης (όπως μικρή ροή, διστακτικότητα, ατελής ούρηση), αλλά πρέπει κυρίως να βελτιώνει τα ενοχλητικά συμπτώματα πληρώσεως (ερεθιστικά).
Οι θεραπείες των LUTS/ BPH μπορούν να χωριστούν σε αυτές που ελαττώνουν το στατικό στοιχείο της απόφραξης, η οποία προκαλείται από διόγκωση του προστάτη (π.χ. με διουρηθρική προστατεκτομή -TURP- και με 5α- αναστολείς της ρεδουκτάσης, όπως η φιναστερίδη) και σε εκείνες που ελαττώνουν το δυναμικό στοιχείο της απόφραξης που οφείλεται στην αύξηση του τόνου των λείων μυϊκών ινών του προστάτη, της ουρήθρας και του αυχένα της κύστης, η οποία ακολουθεί τη διέγερση των α{1}-αδρενεργικών υποδοχέων, όπως είναι η ταμσουλοζίνη. Η έμμεση σύγκριση ασθενών με παρόμοια σοβαρότητα συμπτωμάτων στο σημείο αναφοράς (I-PSS) δείχνει ότι, ενώ η επίδραση της ταμσουλοζίνης στη ροή των ούρων είναι μικρότερη από εκείνη της TURP, η διαφορά μεταξύ των δύο σε ό,τι αφορά την ανακούφιση των συμπτωμάτων είναι μικρότερη. Η ταμσουλοζίνη προκαλεί μείωση των συμπτωμάτων κατά 40-60% σε σύγκριση με τη μείωση κατά 60-80%, που προκαλεί η TURP[2]. Επιπλέον, κοιτάζοντας τις διαφορές μεταξύ των συμπτωμάτων κενώσεως και πληρώσεως φαίνεται ότι η ταμσουλοζίνη έχει παρόμοια επίδραση και στους δύο τύπους συμπτωμάτων, ενώ η TURP βραχυπρόθεσμα επιδρά περισσότερο στα συμπτώματα κενώσεως παρά στα πληρώσεως. Επίσης, παρ' όλο που η TURP επιδρά στα συμπτώματα κενώσεως περισσότερο (60-70%) από ό,τι η ταμσουλοζίνη (περίπου 40%), η επίδραση της TURP στα συμπτώματα πληρώσεως είναι περίπου 30-50%, ενώ για την ταμσουλοζίνη είναι πάλι γύρω στο 40% (Εικόνα 1)[3,4,5]. Ενώ τα συμπτώματα κενώσεως βελτιώνονται αμέσως μετά από την TURP, χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να βελτιωθούν τα συμπτώματα πληρώσεως (>3 μήνες). Ωστόσο, η ταμσουλοζίνη βελτιώνει και τους δύο τύπους συμπτωμάτων πολύ γρήγορα. Αυτή η παρατήρηση ενισχύει την υπόθεση ότι η ανακούφιση των συμπτωμάτων πληρώσεως μπορεί να μην οφείλεται μόνο σε ενδεχόμενη μείωση της υπερτροφίας του τοιχώματος της κύστης (μακροχρόνια διαδικασία), αλλά μπορεί να οφείλεται και στο άμεσο μπλοκάρισμα των α{1D}-AR στην κύστη ή στις ένευρες δομές της (σύντομη διαδικασία)[6] (έχει παρουσιαστεί από τον Καθηγητή Michel). Από την πλευρά του ασθενούς, είναι πολύ σημαντικό να αναχαιτιστούν γρήγορα τα συμπτώματα πληρώσεως (ερεθιστικά). Ακόμη, έχει αποδειχθεί ότι η χορήγηση ταμσουλοζίνης σχετίζεται με τη ελαχιστοποίηση της νοσηρότητας. Σε σύγκριση με άλλους α{1}-αδρενεργικούς αναστολείς, η ταμσουλοζίνη έχει το πλεονέκτημα ότι δεν απαιτείται τιτλοποίηση της δόσης. Περιληπτικά, η μακροχρόνια θεραπεία με ταμσουλοζίνη είναι ανεκτή από τους ασθενείς με LUTS/ BPH και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας διατηρήθηκε κατά τα 4 χρόνια της θεραπείας, στους ασθενείς που παρέμειναν στη μελέτη[7]. Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε από τους καθηγητές Levin και Tubaro, η απόφραξη είναι ένας ακόμα σημαντικός στόχος στην αντιμετώπιση των ασθενών με LUTS/BPH. Έτσι, η απόφραξη πρέπει να αντιμετωπιστεί, ώστε να μειωθεί η υπερτροφία του τοιχώματος της κύστης και οι σοβαρές μακροπρόθεσμες επιπλοκές, όπως η οξεία επίσχεση ούρων, οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, οι λίθοι της κύστης και η νεφρική δυσλειτουργία[8]. Ίσως, η έγκαιρη (φαρμακευτική) θεραπεία (πριν εμφανιστεί οξεία απόφραξη) μπορεί ακόμη και να προλάβει την εμφάνιση της υπερτροφίας της ουροδόχου κύστης και τις συνέπειές της πριν γίνουν μη αναστρέψιμες. Αυτό πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω στους ασθενείς. Είναι προφανές ότι η αιτιολογία, η διάγνωση και η αντιμετώπιση των LUTS/BPH δεν είναι πλέον τόσο απλή υπόθεση όπως μέχρι πριν από μία δεκαετία. Παρ' όλα αυτά, το ερώτημα παραμένει: Πώς αυτές οι μεταβαλλόμενες θεωρίες και τα αποτελέσματα αντανακλώνται στην κλινική πρακτική της πραγματικής ζωής; Υπό το φως όλων αυτών, τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης έρευνας μέσω διαδικτύου στην οποία τέθηκαν τα διάφορα θέματα που συζητήθηκαν σε αυτό το συμπόσιο, θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα, κυρίως επειδή θα αντανακλούν τις κρατούσες απόψεις των Ευρωπαίων ουρολόγων σε ό,τι αφορά τα LUTS/ BPH στην καθημερινή κλινική πρακτική. Θα δώσουν μία εικόνα των επικρατέστερων απόψεων των ουρολόγων, σχετικά με την αιτιολογία των συμπτωμάτων κενώσεως και πληρώσεως, συμπεριλαμβανομένων του σημαντικού ρόλου των α{1}-AR, τον ενδεχόμενο ρόλο τόσο του προστάτη, όσο και της ουροδόχου κύστης στην εμφάνιση των LUTS και του ρόλου της απόφραξης στην εμφάνιση σοβαρών επιπλοκών. Ακόμη, θα μας δώσει μία ιδέα σχετικά με τις υποομάδες των ασθενών που θεωρείται ότι έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών καθώς και τις προτιμώμενες επιλογές θεραπείας για κάποιες ειδικές ομάδες ασθενών (όπως, για παράδειγμα, με επικρατέστερα τα συμπτώματα κενώσεως ή πληρώσεως ή με απόφραξη). Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης θα μας δώσουν μία ιδέα για τις μελλοντικές κατευθύνσεις των ουρολόγων σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των LUTS/ BPH. Τα αποτελέσματα θα παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια του συμποσίου.


Εικόνα 1. Επίδραση της TURP και της ταμσουλοζίνης στη βελτίωση των συμπτωμάτων κενώσεως και πληρώσεως[2].

Βιβλιογραφία
1. Peters TJ, Donavan JL, Kay HE. J Urol 1997; 157:885-89.
2. Speakman MJ. Eur Urol 2001; 40(συμπλ. 4):21-30.
3. Hekenberg OW, Pinnock CB, Marshall VR. BJU Int 1999; 84:799-804.
4. Ichiyanagi O, Ishigooka M, Hashimoto T. Int Urol Nephrol 1997; 29:441-47.
5. Lepor H. Urology 1998; 51:901-06.
6. Schwinn DA, Michelotti GA. BJU Int 2000; 85(συμπλ. 2):6-11.
7. Schulman CC, Lock TMTW, Buzelin J-M. J Urol 2001; 166:1358-63.
8. Anderson JB, Roehrborn CG, Schalken JA. Eur Urol 2001; 39:390-99.

 

ΗΟΜΕPAGE