Kαρκινογένεση & Yπεριώδης ακτινοβολία
ΠETPIΔHΣ AΘANAΣIOΣ
Διευθυντής Γ' Δερματολογικής Kλινικής Nοσοκομείου "A. Συγγρός"


Aκριβείς πληροφορίες για τη συχνότητα και τη θνησιμότητα από καρκίνο του δέρματος είναι δύσκολο να ληφθούν. Eξαιρώντας το μελάνωμα του δέρματος, ο καρκίνος του δέρματος γενικά δεν αναφέρεται στις καταγραφές των καρκίνων και ο καρκίνος του δέρματος σαν αιτία θανάτου πιθανότατα αναφέρεται λιγότερο από ότι είναι στην πραγματικότητα.
Eντούτοις, η επίπτωση του καρκίνου του δέρματος (πλην του μελανώματος) πιστεύεται ότι έχει αυξηθεί από τις αρχές του εικοστού αιώνα και ειδικές έρευνες έδειξαν ότι συνεχίζει να αυξάνεται.
Oι περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις καρκίνου του δέρματος (πλην του μελανώματος) πιστεύεται ότι οφείλονται στη χρόνια έκθεση του δέρματος στην ηλιακή υπεριώδη ακτινοβολία (UVR). Aυτή η ιδέα γεννήθηκε γύρω στα μέσα του αιώνα από την έξυπνη παρατήρηση ιατρών, οι οποίοι σημείωσαν ότι οι καρκίνοι του δέρματος συνέβαιναν στα ηλιοεκτεθειμένα μέρη του δέρματος ανθρώπων που ακολουθούσαν εξωτερικές εργασίες. Έτσι, το ηλιακό φως ήταν ένας από τους πρώτους παράγοντες που αναγνωρίσθηκε ως καρκινογόνος για τους ανθρώπους.
H αυξανόμενη επίπτωση του καρκίνου του δέρματος, συμπεριλαμβανομένου και του μελανώματος, έχει αποδοθεί στην αυξανόμενη έκθεση του πληθυσμού στο ηλιακό φως. Kατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, αλλαγές στο στυλ ντυσίματος, ψυχαγωγικές δραστηριότητες, η μακροζωία και άλλες πλευρές του τρόπου ζωής, είχαν ως αποτέλεσμα αύξηση της έκθεσης στο ηλιακό φως. ¶λλοι παράγοντες, όπως χημικά ή ιώσεις, είναι πιθανό επίσης να έχουν παίξει κάποιο ρόλο στην αυξανόμενη επίπτωση του καρκίνου του δέρματος, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχουν αποδείξεις που να υποστηρίζουν αυτή την ιδέα. Tα μήκη κύματος της ηλιακής ακτινοβολίας που ενοχοποιούνται για τη δημιουργία του όγκου φαίνεται να είναι εντός της υπεριώδους (UV) περιοχής του φάσματος (μήκη κύματος μεταξύ 200 και 400 nm), ειδικά για το φάσμα της UVB (290-320 nm). Mόνο ένα μικρό μέρος της UVB ακτινοβολίας είναι παρόν στο ηλιακό φως, γιατί τα μήκη κύματος σε αυτή την περιοχή απορροφούνται ισχυρά από το στρώμα του όζοντος που βρίσκεται στο υψηλότερο τμήμα της ατμόσφαιρας. Tα μήκη κύματος της UV κάτω από 290 nm (UVC ακτινοβολία) απορροφούνται τελείως από το όζον και γι’ αυτό δεν είναι παρόντα στο φυσικό φως. Πειραματικές αποδείξεις δείχνουν ότι το όζον της ατμόσφαιρας μειώνεται από το 1980 περίπου και περαιτέρω μειώσεις του όζοντος αναμένονται εξαιτίας της απελευθέρωσης στην ατμόσφαιρα συγκεντρώσεων χλωροφλουοροάνθρακα. H μείωση της συγκέντρωσης του όζοντος στην ατμόσφαιρα θα προκαλέσει μια αντίστοιχη αύξηση στο ποσό της UVR στο ηλιακό φως και ιδιαίτερα, της UVB. H αυξημένη επίπτωση του καρκίνου του δέρματος (πλην του μελανώματος), από τη μέχρι τώρα εμπειρία μας, φαίνεται ότι είναι απίθανο να σχετίζεται με τη μείωση του όζοντος. Aυτό συμβαίνει γιατί οι υπολογισμένες μειώσεις των συγκεντρώσεων του όζοντος πάνω από κατοικημένες περιοχές της υδρογείου είναι μικρές και πιθανότατα, έχουν συμβεί πολύ πρόσφατα για να έχουν μια σχέση με την επίπτωση του καρκίνου του δέρματος. Aπό την άλλη πλευρά, η πιθανότητα ότι οι συγκεντρώσεις του όζοντος θα συνεχίσουν να μειώνονται υποδηλώνει ότι η επίπτωση του καρκίνου του δέρματος δεν έχει ακόμη κορυφωθεί και θα συνεχίσει να αυξάνεται στο μέλλον.

UV Kαρκινογένεση σε ανθρώπους
Aν και δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί ευθέως ότι το ηλιακό φως και ειδικά η UVB ακτινοβολία στο ηλιακό φως προκαλεί καρκίνο του δέρματος στους ανθρώπους, υπάρχουν αποδείξεις για το ρόλο της.
Eπιδημιολογικές και πειραματικές μελέτες σε πειραματόζωα δείχνουν ότι η επανειλημμένη, συσσωρευτική έκθεση στην ηλιακή UVR ακτινοβολία είναι η αρχική αιτία για τους περισσότερους καρκίνους του δέρματος (πλην του μελανώματος) στους ηλιοεκτεθειμένους πληθυσμούς.

Eπιδημιολογικά δεδομένα

H απόδειξη που υποστηρίζει την ιδέα ότι το ηλιακό φως προκαλεί καρκίνο του δέρματος (πλην του μελανώματος) προέρχεται από μια ποικιλία παρατηρήσεων σε ανθρώπους.
Περισσότερο αποδεικτικό είναι το γεγονός ότι αυτοί οι καρκίνοι του δέρματος και ειδικά τα ακανθοκυτταρικά καρκινώματα, εμφανίζονται στις περιοχές του σώματος που υφίστανται τη μεγαλύτερη έκθεση στο ηλιακό φως, με αποτέλεσμα χρόνια UV βλάβη.
Tο πρόσωπο, το μέτωπο, ο λαιμός, η ραχιαία επιφάνεια των χεριών και οι βραχίονες είναι οι πιο συνηθισμένες θέσεις για ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος, πλην του μελανώματος.
H επίπτωση αυτών των καρκίνων του δέρματος αυξάνει με την ηλικία, υποδηλώνοντας ότι η συσσωρευτική έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία κατά τη διάρκεια της ζωής ευθύνεται για την καρκινογενετική δραστηριότητα.
Γεωγραφικά, υπάρχει μια άμεση σχέση μεταξύ του ποσού της ηλιακής ακτινοβολίας του περιβάλλοντος και της επίπτωσης του καρκίνου του δέρματος σε ηλιοεκτεθειμένα άτομα στον πληθυσμό. Έτσι, η επίπτωση του καρκίνου του δέρματος στη λευκή φυλή αυξάνει καθώς πλησιάζουμε στον ισημερινό.
Aυτό αφορά περισσότερο στο ακανθοκυτταρικό επιθηλίωμα και λιγότερο το βασικοκυτταρικό. H έκθεση στο ηλιακό φως είναι η αιτία για τους περισσότερους καρκίνους του δέρματος (πλην του μελανώματος).
Προς τούτο, οι μελέτες σε ασθενείς με xeroderma pigmentosum και σύνδρομο βασικοκυτταρικού σπίλου και των ψαράδων του Maryland υποδηλώνουν ισχυρά ότι τα καρκινογόνα μήκη κύματος στο ηλιακό φως πίπτουν εντός της UVB περιοχής στο ηλιακό φάσμα.
Aυτή η υπόθεση έχει τεκμηριωθεί με πολλούς τύπους πειραμάτων σε πειραματόζωα.

Παράγοντες που επιδρούν στην καρκινογένεση
Eίναι σαφές ότι η ευαισθησία για καρκίνο του δέρματος, πλην του μελανώματος, υπαγορεύεται από ένα συνδυασμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου της συνήθειας της έκθεσης στον ήλιο, της απασχόλησης και του βαθμού της μελάγχρωσης του δέρματος.
Eπιπρόσθετα σε αυτούς τους μείζονες παράγοντες, άλλοι λιγότερο φανεροί πιθανόν να συμβάλλουν στην ατομική ευαισθησία στην ηλιακή καρκινογένεση. Για παράδειγμα, άτομα με erythrodysplasia verruciformis (μυρμηκιώδης ερυθροδυσπλασία), μερικές φορές, αναπτύσσουν ακανθοκυτταρικά επιθηλιώματα. Όταν συμβαίνει αυτό, οι όγκοι γενικά εμφανίζονται σε ηλιοεκτεθειμένες περιοχές του σώματος. Aυτή η παρατήρηση υποδηλώνει ότι πιθανόν να υπάρχει μία αλληλεπίδραση μεταξύ των ιών των θηλωμάτων και της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία, που προκαλεί την ανάπτυξη του καρκίνου του δέρματος.
Tο εύρημα που προέκυψε από μία μελέτη, ότι το 20% των βασικοκυτταρικών και των ακανθοκυτταρικών επιθηλιωμάτων από ηλιοεκτεθειμένες περιοχές του σώματος περιείχε DNA ιού papilloma, ενώ φυσιολογικό δέρμα από τα ίδια άτομα δεν περιείχε, συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η μόλυνση με συγκεκριμένους τύπους ιών papilloma αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του δέρματος.
Aπό τη στιγμή που ένα άτομο έχει εμφανίσει καρκίνο του δέρματος που δεν είναι όμως μελάνωμα, η πιθανότητα να αναπτύξει και ένα δεύτερο πρωτοπαθή καρκίνο του δέρματος είναι πολύ μεγαλύτερη από ένα άτομο με παρόμοιο τύπο δέρματος που δεν έχει εμφανίσει άλλο καρκίνο του δέρματος.
Σε μία μελέτη, το ένα τρίτο ασθενών που είχαν βασικοκυτταρικό επιθηλίωμα ανέπτυξε ένα δεύτερο ακόμη, μέσα στα επόμενα 5 χρόνια.
Πιθανώς αυτό να συμβαίνει γιατί άτομα που ήδη έχουν αναπτύξει καρκίνο του δέρματος έχουν φτάσει στο σημείο να συσσωρεύουν μία δόση - καρκινογόνου - UVR.
Aνεξάρτητα από τους μηχανισμούς που εμπλέκονται, η παρατήρηση αυτή καταδεικνύει πως η ύπαρξη καρκίνου του δέρματος σε ένα άτομο εγκαθιδρύει ένα παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη επακόλουθων όγκων.
Ένας παράγοντας που αναμειγνύεται σίγουρα στην αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του δέρματος -που δεν είναι όμως μελάνωμα- είναι σίγουρα η χρόνια ανοσοκαταστολή.
H παρατήρηση αυτή προέρχεται από μελέτες με εμφάνιση καρκίνου σε άτομα που έχουν υποστεί μεταμόσχευση νεφρού, γεγονός που καταδεικνύει πως ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του δέρματος έχει αυξηθεί κατά 4 έως και 7 φορές σε περιοχές που δεν είναι ηλιοεκτεθειμένες και πάνω από 20 φορές σε περιοχές που είναι ηλιοεκτεθειμένες.
Oι όγκοι αυτοί αρχικά εμφανίζονται σε περιοχές του σώματος που είναι ηλιοεκτεθειμένες και παρατηρούνται μέσα σε λίγα χρόνια μετά τη μεταμόσχευση.
Aνάλυση ασθενών οι οποίοι ελάμβαναν διάφορους τύπους ανοσοκατασταλτικής θεραπείας σε περιπτώσεις μεταμόσχευσης νεφρού καθώς και ασθενών με μεταμόσχευση άλλων οργάνων δείχνει πως το κοινό σημείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις που συνδυάζονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του δέρματος είναι η χρόνια ανοσοκαταστολή -η οποία βέβαια είναι απαραίτητη για να μη γίνει η απόρριψη του μοσχεύματος-. Eπομένως, η κατάσταση του ανοσοποιητικού συστήματος ενός ατόμου παίζει ένα καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος.
Eίναι επίσης πιθανό ότι η έκθεση σε ορισμένα χημικά προϊόντα μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο πρόκλησης καρκίνου του δέρματος από την UVR. Mελέτες που έγιναν σε μοντέλα ζώων έδειξαν πως υπάρχουν πολλοί τύποι αντιδράσεων -σχέσεων μεταξύ χημικών ουσιών και UVR- που μπορεί να αυξήσουν ή να ελαττώσουν το σχηματισμό όγκου. Για παράδειγμα, επανειλημμένες επαλείψεις ενός χημικού παράγοντα που προκαλεί την ανάπτυξη όγκου όπως το croton oil στο δέρμα σε συνδυασμό με UVR -σε ποντίκια- οδηγεί σε ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος, παρόλο που η έκθεση μόνο στον παράγοντα αυτό προκαλούσε Ca σε μικρό ή καθόλου ποσοστό. Bέβαια, στους ανθρώπους τέτοιες συσχετίσεις έχουν παρατηρηθεί μόνο με τα ψωραλένια που είναι φωτοευαισθητοποιοί παράγοντες.
Έτσι, σε ορισμένες μελέτες η μακρόχρονη θεραπεία με 8 μεθοξυ-ψωραλένιο και UVA ακτινοβολία (PUVA) για τη θεραπεία της ψωρίασης έχει συσχετισθεί με αυξημένη επίπτωση SCC. Παρόλα αυτά, αυτοί οι τύποι καρκίνου του δέρματος δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα σε μέρη του σώματος που προσλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό UVR. Έτσι, οι μορφές αυτές καρκίνου του δέρματος έχουν να κάνουν μάλλον με τη θεραπεία και όχι με τη συσχέτιση μεταξύ ηλιακής UVR και θεραπείας με PUVA.
Mετά από μελέτες που έγιναν σε περιπτώσεις ασθενών με μελαγχρωματική ξηροδερμία, φαίνεται ότι η ικανότητα των κυττάρων ενός ατόμου -που το DNA έχει υποστεί βλάβες από την UV- να τις διορθώνει επηρεάζει και τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου δέρματος.
Eπειδή πολλά γονίδια αναμιγνύονται στη διαδικασία διόρθωσης του ελαττωματικού DNA, μπορεί κάποιος να περιμένει ότι τα κύτταρα κάθε ατόμου έχουν διαφορετική ικανότητα να διορθώνουν το ‚βλαμμένο“ DNA που προέρχεται από συνδυασμό χημικών προϊόντων και ακτινοβολίας και επομένως, παρατηρούνται διαφορές στο φαινόμενο της UV καρκινογένεσης. Mια τέτοια παρατήρηση σημειώθηκε σε μια σύγκριση της ικανότητας επιδιόρθωσης βλαβών στο επίπεδο της πυριμιδίνης (που είχαν προκληθεί in vitro από UVR) μεταξύ του δέρματος ασθενών που είχαν αναπτύξει βασικοκυτταρικό επιθηλίωμα και ασθενών με φυσιολογικό δέρμα.
H ύπαρξη BCC συσχετιζόταν με μειωμένη ικανότητα διόρθωσης τέτοιων βλαβών στο DNA.
Γι' αυτό και η ικανότητα επιδιόρθωσης του DNA που έχει ένα άτομο μπορεί να συμβάλλει στους παράγοντες ανάπτυξης του καρκίνου του δέρματος.

Aνοσολογία
Mετά από πρόσφατες μελέτες που έγιναν σχετικά με την UV καρκινογένεση σε ποντικούς, έγινε φανερό πως υπάρχει ένας ανοσολογικός χαρακτήρας -παράμετρος- στο θέμα της πρόκλησης καρκίνου. Mελέτες που αφορούν στους αντιγονικούς δείκτες στον καρκίνο του δέρματος που προκαλείται σε τριχωτά, νεογέννητα ποντίκια έδειξε ότι αυτοί οι όγκοι ήταν ισχυρά αντιγονικοί (όταν μεταμοσχεύτηκαν σε υγιή αλλά γενετικά ίδια ποντίκια, απορρίφθηκαν από το ανοσολογικό σύστημα των υγιών ποντικών, παρόλο που μπορεί να αναπτυχθούν προοδευτικά σε ανοσοκατασταλμένα ποντίκια). Aυτό το εύρημα έφερε στην επιφάνεια το ερώτημα πώς αυτοί οι ιδιαίτερα αντιγονικοί (με αντιγονικούς δείκτες) όγκοι ήταν δυνατόν να επιμένουν και να αναπτύσσονται στον αρχικό ξενιστή.
Πειράματα με μεταμόσχευση έδειξαν πως πολύ νωρίς σε περιπτώσεις χρόνιας UV ακτινοβολίας και πριν ακόμα οι πρωτοπαθής όγκοι γίνουν έκδηλοι, οι ποντικοί έχαναν την ικανότητα τους να απορρίπτουν τους όγκους που προκαλούνταν από την UV.
Πέρα από αυτό, η UV ακτινοβολία έχει συστηματική δράση στα ποντίκια που εμπλέκεται με το φαινόμενο απόρριψης όγκου. H σπουδαιότητα της συστηματικής δράσης στην πρόκληση όγκου φάνηκε με πειράματα στα οποία ποντίκια εκτέθηκαν σε UVR για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να προκληθεί το συστηματικό αποτέλεσμα και στη συνέχεια, σε άλλη περιοχή του δέρματός τους εκτέθηκαν σε καρκινογόνες δόσεις UVR. Ποντίκια που είχαν προακτινοβοληθεί σε απομακρυσμένο σημείο παρουσίασαν αύξηση στο ρυθμό της πρόκλησης Ca. Παρόμοιες μελέτες που χρησιμοποίησαν UVR σαν εναρκτήριο παράγοντα και croton oil σαν προαγωγό έδειξαν συστηματική δράση της UV ακτινοβολίας που ήταν καθοριστική κατά τη διάρκεια του σταδίου της προώθησης όσον αφορά τα δύο στάδια της καρκινογένεσης.
H ανικανότητα των ακτινοβολούμενων ποντικών να απορρίψουν τους όγκους που προκλήθηκαν από την UV μπορεί παθητικά να μεταφέρεται με λεμφικά κύτταρα, καταδεικνύοντας την ύπαρξη μιας συστηματικής διαφοροποίησης η οποία ήταν ανοσολογικής φύσης. Mελέτες έδειξαν ότι τα λεμφοκύτταρα ήταν υπεύθυνα γι’ αυτό το αποτέλεσμα και ότι αυτά τα κατασταλτικά κύτταρα ανέστειλαν την απόρριψη των πρωτοπαθών, UV-προκλητών, καρκίνων του δέρματος.
Oι μελέτες αυτές έδειξαν πως η έκθεση του δέρματος στην UVR προκαλούσε προφανείς, συστηματικές αλλαγές στην ανοσολογική λειτουργία και ακόμη περισσότερο, πως οι ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες της UV ακτινοβολίας είχαν κριτική σημασία στη διαδικασία της UV-καρκινογένεσης.
H εύρεση της συχνότητας ανάπτυξης Ca του δέρματος σε ανοσοκατασταλμένα ανθρώπινα υλικά στηρίζει την άποψη πως ανοσολογικοί παράγοντες είναι επίσης σημαντικοί στην UV καρκινογένεση στους ανθρώπους. Πολύ δε περισσότερο, πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως ασθενείς που εμφάνιζαν Ca του δέρματος που σχετιζόταν με έκθεση στον ήλιο, ήταν πιο ευαίσθητοι σε ανοσοκαταστολή λόγω της έκθεσης στην UV, απ’ ότι φυσιολογικοί ασθενείς. Eπιπρόσθετα, αυτό το εύρημα υπονοεί πως η ευαισθησία στην ανοσολογική δράση της UVR μπορεί να είναι ο καθοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος στους ανθρώπους.

Mηχανισμοί

Aπό εμπειρικές μελέτες που αφορούσαν στη UV καρκινογένεση, είναι φανερό πως η UVR παίζει μία σειρά ρόλων στην ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος. H UVR μπορεί να είναι ένας αυτοτελής καρκινογενετικός παράγοντας και να προκαλεί την εμφάνιση καρκίνων σε ζώα καθώς και σε κύτταρα in vitro, επί απουσίας οποιουδήποτε άλλου ερεθιστικού παράγοντα (εκλυτικού). Mπορεί να είναι ένας αρχικός παράγοντας στη με πολλές διαβαθμίσεις διαδικασία της καρκινογένεσης, στην οποία απαιτούνται παράγοντες προώθησης για την ανάπτυξη του όγκου. H UVR μοιράζεται μερίδιο μαζί με χημικούς παράγοντες που προωθούν τη διαδικασία δημιουργίας όγκου, όπως την πρόκληση πολλαπλασιασμού των κυττάρων, τη διέγερση της παραγωγής ενζύμων που έχουν σχέση με την ανάπτυξη του όγκου και την πρόκληση φλεγμονώδους αντίδρασης, όπου όλα αυτά -πιθανώς- να συνεισφέρουν στη διαδικασία της καρκινογένεσης. H ανοσοκατασταλτική δράση της UVR επίσης, συνεισφέρει στην καρκινογόνο δράση της. Eπιπρόσθετα, η UVR μπορεί να έχει και άλλες δράσεις στο επίπεδο του "τοπικού" περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται ο όγκος, όπως για παράδειγμα να αυξάνει την αγγειοβρίθεια και την παραγωγή παραγόντων ανάπτυξης -growth factors- τα οποία μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη και εξέλιξη του όγκου. Eπίσης, οποιαδήποτε από αυτές τις δράσεις της UVR μπορεί να συνεισφέρει στη διαδικασία εμφάνισης όγκου του δέρματος με τη βοήθεια και άλλων παραγόντων όπως οι ακτίνες-X, ιοί ή και χημικά καρκινογόνα - ουσίες. Έτσι, η UVR μπορεί να συνεισφέρει (ως συν-παράγοντας) και σε άλλους τύπους καρκινογένεσης του δέρματος.
Oι μοριακοί μηχανισμοί σύμφωνα με τους οποίους η UVR προκαλεί μια ποικιλία δράσεων δεν είναι σαφώς γνωστοί και κατανοητοί. H διαδικασία της καρκινογένεσης πιθανώς εμπλέκει πολλαπλά, διαδοχικά στάδια, εκ των οποίων μερικά -αλλά όχι όλα- έχουν να κάνουν με διαδικασίες διαφοροποίησης της αρχιτεκτονικής δομής του DNA -μεταλλάξεις-. Yπάρχει απόδειξη πως οι βλάβες που υπάρχουν στο DNA και προκαλούνται από την UV έχουν σχέση με την ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος. Στους ανθρώπους και συγκεκριμένα σε περιπτώσεις ασθενών με μελαγχρωματική ξηροδερμία, η σχέση μεταξύ διόρθωσης "ελαττωματικού" DNA και καρκίνου δέρματος που προκαλούνται από την έκθεση στον ήλιο μας προσφέρει ισχυρές αποδείξεις για τη συμμετοχή της UV στην πρόκληση βλαβών στο DNA.
Πειραματικές μελέτες που χρησιμοποιούσαν είδη των οποίων τα κύτταρα περιείχαν ένα ένζυμο το οποίο βοηθούσε τη διαδικασία επιδιόρθωσης του DNA και ενεργοποιόταν από την παρουσία φωτός, προτείνουν πως διμερείς ενώσεις που προκαλούνται από τη UVR μεταξύ γειτονικών βάσεων προς την πυριμιδίνη στο ίδιο σκέλος του DNA είναι το κριτικό σημείο στη διαδικασία της καρκινογένεσης. Mελέτες με το Amazon mollly (poecilia bruosa) δείχνουν πως η δημιουργία καρκίνου -που προκαλείται από UVR- στο θυρεοειδικό ιστό μπορεί να προληφθεί με έκθεση του ιστού στο ορατό φως μετά από ακτινοβολία με UV. Tο ορατό φως ενεργοποιεί ένα ένζυμο το οποίο ειδικά επιδιορθώνει διμερείς ενώσεις πυριμιδίνης στο DNA. Mελέτες με το South America opossum (Morodelphis domestica) δείχνουν, παρόμοια, πως η πρόκληση καρκίνου του δέρματος από χρόνια UV ακτινοβόληση μπορεί να προληφθεί με έκθεση του δέρματος σε UVA στο ορατό φως, μετά βέβαια από κάθε UV ακτινοβολία.
Θεωρητικά, οποιαδήποτε διαφοροποίηση ικανή να προκαλέσει μετάλλαξη σε ειδικό στόχο γονιδίων μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην καρκινογένεση, καθώς υπάρχει στενή συσχέτιση μεταξύ μετάλλαξης και μεταλλαγής από την UVR.
¶λλες βλάβες στο DNA προκαλούνται μετά από UVB ακτινοβόληση και οδηγούν σε φωτοπροϊόντα (παράγωγα), παράγωγα πουρινών, παράγωγα κυτοσίνης, ανταλλαγές χρωματίδων κ.λπ. Eπιπρόσθετα, βλάβες στο DNA μπορεί να προκληθούν από ενεργά οξυγονούχα παράγωγα, όπως το ανιόν του υπεροξειδίου και το υπεροξείδιο του υδρογόνου, τα οποία γεννιούνται κατά τη διάρκεια έκθεσης κυττάρων των θηλαστικών στην UVR.
O ρόλος αυτών των βλαβών στη διαδικασία της καρκινογένεσης δεν είναι σαφής. Παρόλα αυτά, η ικανότητα των αντιοξειδωτικών παραγόντων να ελαττώνουν την επίπτωση της εμφάνισης καρκίνου του δέρματος, οφειλόμενου στη UV σε πειραματικά μοντέλα προτείνει έστω και μικρά κομμάτια στη διαδικασία της UV καρκινογένεσης, η οποία τελικά μπορεί να είναι οξυγονοεξαρτώμενη. Πρόσφατα, έχει γίνει κάποια πρόοδος στην αναγνώριση ειδικών γονιδίων, τα οποία μπορεί να σχετίζονται με τη UV καρκινογένεση. Διάφοροι τύποι καρκίνων έχουν αποδοθεί σε μεταλλάξεις γονιδίων που ελέγχουν την κυτταρική ανάπτυξη.
Mερικά γονίδια διευκολύνουν την κυτταρική ανάπτυξη -κυτταρικά ογκογόνα γονίδια-, ενώ άλλα αναστέλλουν αυτή τη διαδικασία -γονίδια κατασταλτικά στην ανάπτυξη όγκων-. Mία μετάλλαξη η οποία οδηγεί σε ενεργοποίηση ή υπερέκφραση ενός ογκογονιδίου ή σε παραγωγή ενός διαφοροποιημένου προϊόντος ογκογονιδίου μπορεί να οδηγήσει σε δημιουργία καρκίνων.
Mεταλλάξεις που απενεργοποιούν τα γονίδια εκείνα που έχουν κατασταλτική δράση στην κυτταρική ανάπτυξη μπορεί να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη καρκίνου. Mεταλλάξεις σε κυτταρικά ογκογονίδια βρέθηκαν σε περιπτώσεις καρκίνου του δέρματος σε ασθενείς με μελαγχρωματική ξηροδερμία. Mερικές από αυτές είναι μεταλλάξεις που αφορούν σημεία που βρίσκονται σε αντίθετα σημεία από τις θέσεις των δεσμών της θυμίνης στο μη μεταγραφόμενο κλώνο του DNA. Έχει αναφερθεί ενεργοποίηση και ενίσχυση μερικών ογκογονιδίων στους δερματικούς καρκίνους στον άνθρωπο. Eπίσης, έχουν αναγνωριστεί διαφοροποιήσεις σε πολλαπλά ογκογονίδια σε καρκίνο δέρματος ατόμων που πάσχουν από μελαγχρωματική ξηροδερμία.
Oι μελέτες αυτές προτείνουν πως διαφοροποιήσεις στα κυτταρικά ογκογονίδια μπορεί να συγκροτούν ένα ή και περισσότερα στάδια στην πολύπλοκη διαδικασία της UV καρκινογένεσης.

Πρόληψη

Για τους όγκους του δέρματος πλην του μελανώματος, η πιο λογική προσέγγιση όσον αφορά στην πρόληψη είναι η ελάττωση, ή όσον το δυνατόν ο περιορισμός της έκθεσης του δέρματος σε φυσικές η τεχνιτές πηγές UVR. Aυτό μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους, ανάμεσα στους οποίους είναι:
-H χρήση αντηλιακών.
- H αποφυγή των δραστηριοτήτων εκτός σπιτιού τις ώρες γύρω από το μεσημέρι, όπου το ποσό της UVR στο ηλιακό φως είναι το μέγιστο.
- H χρήση προστατευτικών ρούχων.
Eλαττώνοντας τη δόση της UVR που λαμβάνεται κατά τη διάρκεια της ζωής μειώνουμε τον κίνδυνο εμφάνισης Ca δέρματος σε ποντίκια και στον άνθρωπο επίσης. Eπειδή η δράση της UVR στην πρόκληση Ca δέρματος, εκτός του μελανώματος, είναι αθροιστική, περιμένουμε η ελάττωση της έκθεσης στο ηλιακό φως να επιβραδύνει το ρυθμό ανάπτυξης όγκου.
Για το μελάνωμα δεν είναι σαφές ποια ακριβώς στρατηγική θα ήταν αποτελεσματική, γιατί δεν υπάρχει μια απλή, απευθείας σχέση μεταξύ δόσεων UVR και πρόκλησης μελανώματος. Για παράδειγμα, αν το μελάνωμα οφείλεται στην από παιδικής ηλικίας έκθεση του ατόμου στη UVR, όπως έχει προταθεί, η ελάττωση της έκθεσης στο ηλιακό φως κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής δε θα είναι αποτελεσματική στην προσπάθεια ελάττωσης της εμφάνισης του μελανώματος.
Προφανώς, χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά στη δόση, το μήκος κύματος και τους μηχανισμούς δράσης της UVR στην πρόκληση μελανώματος, ώστε να καθοριστούν οι στρατηγικές κινήσεις στην πρόληψη ακόμα και των μελανωμάτων που έχουν σχέση με το ηλιακό φως.

ΗΟΜΕPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα