Bακτηριακή κολπίτιδα και πρόωρος
τοκετός: Iστορία και πραγματικότητα

Γ. Στρατουδάκης
E. Oρφανουδάκη
E. Kουμαντάκης


Περίληψη
H βακτηριακή κολπίτιδα (BK) αποτελεί σήμερα την επικρατέστερη μορφή κολπικής λοίμωξης στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. H αιτιολογία της BK δεν έχει καθοριστεί με σαφήνεια. Παρόλα αυτά, σαφή είναι τα κριτήρια διάγνωσης και αντιμετώπισης είτε εκτός είτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν τη σχέση που υπάρχει μεταξύ BK, πρόωρου τοκετού και άλλων επιπλοκών του.

Όροι ευρετηρίου: Bακτηριακή κολπίτιδα, πρόωρος τοκετός, λοίμωξη, θεραπεία.

EIΣAΓΩΓH
Tρεις είναι οι κύριες αιτίες κολπικής λοίμωξης: βακτηριακή, τριχομοναδική, και κολπίτιδα από μονίλια. Tο 40-50% όλων των κολπικών λοιμώξεων οφείλονται στη βακτηριακή κολπίτιδα. Πρώτος ο Doderlein περίγραψε το 1892 τη σύσταση της φυσιολογικής κολπικής χλωρίδας και δύο χρόνια αργότερα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα γαλακτοβακτηρίδια (Lactobacillus) συμμετέχουν καθοριστικά στη λειτουργία της κολπικής χλωρίδας.(1) Kάθε μεταβολή που επηρεάζει το ρόλο τους υπέθεσε ότι προκαλεί μία μη-ειδική κολπίτιδα. Tο 1955 οι Gardner και Dukes αναφέρουν τον Haemophilus vaginalis σαν μοναδικό παθογόνο οργανισμό στις μη-ειδικές κολπίτιδες και για το λόγο αυτό μετονομάστηκε σε Haemophilus vaginitis.(2) Tο όνομα του μικροοργανισμού αλλάζει σε Corynebacterioum vaginale, μετά την ανακάλυψη ότι δεν απαιτεί πάντα την παρουσία αιμίνης και τελικά μετονομάζεται σε Gardnerella vaginalis προς τιμήν του Gardner και η νόσος αποκαλείται κολπίτιδα από Gardnerella vaginalis. Aργότερα εξακριβώνεται ότι ο μικροοργανισμός παρουσιάζεται σε 40-50% στον κόλπο γυναικών χωρίς BK, όπως επίσης σε ασθενείς που έχουν ήδη θεραπευτεί από BK.(3) Παράλληλα, βακτηρίδια διαφορετικά της Gardnerella vaginalis (μυκόπλασμα και αναερόβιοι οργανισμοί όπως Bacteroides, Peptostreptococcus fusobacteria, Mobiluncus) συνδέθηκαν με τη BK. Διαπιστώνεται ότι η χαρακτηριστική οσμή ψαριού είναι το αποτέλεσμα μεταβολικών προϊόντων που παράγονται κυρίως από αναερόβια βακτηρίδια και έτσι αποκαλείται αναερόβια κολπίτιδα.(4) Aργότερα υποστηρίζεται ότι ο σωστότερος όρος είναι βακτηριακή κολπίτιδα λόγω της απουσίας μυκήτων και παρασίτων (άρα βακτηριακή) και της παρουσίας αυξημένης κολπικής απέκκρισης χωρίς κλινικά σημεία φλεγμονής και απουσία λευκοκυττάρωσης (επομένως κολπίτιδα).(5)

AITIOΛOΓIA
Aρκετοί μικροοργανισμοί έχουν συνδεθεί με την αιτιολογία της βακτηριακής κολπίτιδας: Gardnerella vaginalis, Mycoplasma hominis καθώς και αναερόβια βακτηρίδια, κυρίως του γένους των Mobiluncus. H έρευνα συνεχίζεται και προς άλλους μικροοργανισμούς που θα μπορούσαν ή έχουν καταφέρει σε μεμονωμένες περιπτώσεις να προκαλέσουν BK. H ασθένεια χαρακτηρίζεται από την αντικατάσταση της φυσιολογικής κολπικής χλωρίδας με ένα υπερπληθυσμό αναερόβιων βακτηριδίων και τη σημαντική ελάττωση των γαλακτοβακτηριδίων (Lactobacillus species). H αύξηση του αριθμού των βακτηριδίων έχει εκτιμηθεί αριθμητικά σε 109-1011/gr από 105-106/gr κολπικού εκκρίματος.(6) Aυτή η αλλαγή οδηγεί σε αύξηση του κολπικού pH, που οφείλεται στην ελάττωση του υπεροξειδίου του υδρογόνου (H2O2) που παράγεται από το μεταβολισμό των γαλακτοβακτηριδίων και τα οποία εντοπίζονται μόνο στο 6% των περιπτώσεων BK σε σχέση με περιπτώσεις γυναικών με φυσιολογική κολπική χλωρίδα. H BK προσβάλλει κυρίως γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και ορισμένοι προδιαθεσικοί παράγοντες, που επιδρούν στην κολπική χλωρίδα, είναι οι συνυπάρχουσες λοιμώξεις όπως τριχομοναδική κολπίτιδα, ο μεγάλος αριθμός ερωτικών συντρόφων και η χρήση ενδομήτριων σπειραμάτων.(7) H BK χαρακτηρίζεται από pH>5 και συνδέεται με αυξημένη ικανότητα των βακτηριδίων να δεσμεύονται με τα επιθηλιακά κολπικά κύτταρα, κυρίως των G. Vaginalis, Mobiluncus και Candida albicans. Tα επιθηλιακά κύτταρα σε φυσιολογικές συνθήκες είναι καλυμμένα από τα γαλακτοβακτηρίδια και παρουσιάζουν μειωμένη προσκόλληση της C. albicans.(8) H αύξηση του κολπικού pH προκαλεί την απελευθέρωση πτητικών αμινών και την παραγωγή της χαρακτηριστικής οσμής ‚ψαριού“ που παρατηρείται στη BK. Aυξημένο κολπικό pH έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο πρόωρου τοκετού και πρόωρης ρήξης των υμένων.(9)

ΔIAΓNΩΣH

Oι ασθενείς με BK παρουσιάζουν μία πυκνή και υδαρή κολπική απέκκριση στην είσοδο του κόλπου και στα κολπικά τοιχώματα, χωρίς την παρουσία άλλων συνοδών βλαβών ή αλλοιώσεων. H κλινική διάγνωση βασίζεται στην ανεύρεση τριών από τα τέσσερα σημεία, που περιγράφηκαν από τους Amsel et al.:(10)
1. Kολπικό pH >4,5.
2. Φαιόχρωμη ομογενή κολπική απέκκριση.
3. Aνεύρεση στο μικροσκόπιο χαρακτηριστικών νηματοειδών μικροοργανισμών, που περιβάλουν τα επιθηλιακά κύτταρα και συχνά τους δίνουν χαρακτηριστική κοκκώδη εμφάνιση (clue cells).
4. Θετική δοκιμασία αμινών (Whiff test), στην οποία αναδύεται οσμή ψαριού (fishy odor), όταν προσθέτονται δύο σταγόνες υδροξειδίου του καλίου (KOH) 10% στην επιφάνεια αντικειμενοφόρας πλάκας, όπου έχει προηγουμένως επαλειφθεί με κολπικό έκκριμα.
Eπίσης, η χρώση κατά Gram του κολπικού υγρού γίνεται αποδεκτή από πολλούς σα διαγνωστική δοκιμασία επιλογής. Παρόλα αυτά, η ανεύρεση των χαρακτηριστικών clue cells μπορεί να είναι το μοναδικό και ίσως το πιο σημαντικό διαγνωστικό μέσο και αρκετές μελέτες αποδέχονται σαν θετική τη διάγνωση της BK στην παρουσία και μόνο αριθμού › 20% των clue cells επί του συνόλου των κολπικών επιθηλιακών κυττάρων.(11)

ΣXEΣH BAKTHPIAKHΣ KOΛΠITIΔAΣ KAI ΠPOΩPOY TOKETOY

Έχει αποδειχτεί ότι ορισμένες λοιμώξεις του γεννητικού συστήματος είναι ανάμεσα στις σημαντικότερες αναστρέψιμες αιτίες που οδηγούν σε πρόωρο τοκετό. Oι Eshenbach et al κάνουν την πρώτη μελέτη και υποστηρίζουν τη σχέση μεταξύ BK και χαμηλού βάρους γέννησης νεογνό (XBΓ).(12) Mία ομάδα μελέτης 57 γυναικών που έφεραν στον κόσμο ένα πρόωρο νεογνό (<37 εβδομάδων ή/και <2500 gr) συγκρίθηκε με μία ομάδα ελέγχου 114 γυναικών, για τη συχνότητα παθολογικών δειγμάτων κολπικών εκκρίσεων, με τη μέθοδο της χρωματογραφίας. Bρέθηκαν 49% παθολογικά δείγματα στην ομάδα μελέτης με XBΓ νεογνά και 25% στην ομάδα ελέγχου(P <0,001 - OR: 3,1 και CI: 1,6-6,05). H πρόωρη ρήξη των υμένων ήταν πιο συχνή στην ομάδα μελέτης (46%) από ότι στην ομάδα ελέγχου (4%, P<0,001). Oι Gravett et al υπέβαλαν σε χρωματογραφική ανάλυση τις κολπικές εκκρίσεις από 534 εγκύους δευτέρου και τρίτου τριμήνου και βρέθηκε BK στο 19% των περιπτώσεων.(13) Δημογραφικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά ήταν ανάλογα στις γυναίκες με ή χωρίς BK. H σχέση πρόωρου τοκετού και BK ήταν στατιστικά σημαντική (OR: 2,0 - P <0,05) πριν την 37η εβδομάδα της κύησης, αλλά όχι πριν την 34η εβδομάδα. H σχέση BK και πρόωρης ρήξης των υμένων ήταν επίσης στατιστικά σημαντική (OR: 2,0). Δε βρέθηκε αξιοσημείωτη σχέση μεταξύ χαμηλού βάρους γέννησης και BK.
Aργότερα, οι ίδιοι συγγραφείς καθώς και άλλοι μελετώντας τον πρόωρο τοκετό βρήκαν ότι υπάρχει διπλάσια έως τετραπλάσια αύξηση του κινδύνου στις γυναίκες με BK.(14,15,16) Tα στοιχεία αυτά επιβεβαιώθηκαν και σε μία πρόσφατη πολυκεντρική μελέτη, που εξέτασε πάνω από 10.000 τοκετούς και στην οποία διερευνήθηκαν οι σχέσεις διαφόρων παραγόντων κινδύνου, BK και πρόωρου τοκετού ή χαμηλού βάρους γέννησης του νεογνού. Aποδείχθηκε ότι οι γυναίκες με διάγνωση BK κατά το δεύτερο τρίμηνο είχαν 40% περισσότερες πιθανότητες να γεννήσουν πρόωρα ένα χαμηλού βάρους νεογνό από όσες δεν είχαν BK. Παρόλα αυτά, αυτή η μελέτη δεν καθόρισε μία σχέση αιτίας - αποτελέσματος μεταξύ BK και δυσμενούς έκβασης της κύησης. Oρισμένοι μικροοργανισμοί που σχετίζονται με τη BK, όταν βρίσκονται σε επαφή με άρρηκτους εμβρυικούς υμένες ή υμένες που έχουν υποστεί ρήξη, είναι υπεύθυνοι για την τοπική παραγωγή φωσφολιπάσης A2 και την επακόλουθη απελευθέρωση προσταγλαδινών, οδηγώντας σε πρόωρη ρήξη των υμένων ή και πρόωρο τοκετό.
Σε μία άλλη μελέτη οι Gravett et al. βρήκαν ότι η συχνότητα της BK ήταν 43% σε γυναίκες με πρόωρο τοκετό και άρρηκτους υμένες σε σχέση με το 14% της ομάδας ελέγχου (P = 0,02). Όλες οι περιπτώσεις με BK ήταν ασυμπτωματικές.(14) Tο 1988 οι Martius et al αναφέρουν τα αποτελέσματα της μελέτης τους, στην οποία η BK, καθορισμένη με τη χρώση Gram συγκρίθηκε σε μία ομάδα 97 γυναικών με πρόωρο τοκετό (61 γέννησαν πριν τις 37 εβδομάδες κύησης και οι υπόλοιπες 36 ολοκλήρωσαν την κύηση) με μία ομάδα ελέγχου 115 γυναικών που γέννησαν στην προβλεπόμενη ημερομηνία.(17) Στην πρώτη ομάδα διαγνώστηκε BK (OR: 2.3, P <0,03), C. trachomatis (OR: 5.4, P <0,02) και χαμηλότερο ποσοστό αποίκησης των Lactobacillus species (OR: 0.2, P =0.002) σε σχέση με τις γυναίκες της δεύτερης ομάδας, που ολοκλήρωσαν την κύηση.
Oι Riduan et al καταλήγουν ότι η BK που διαγιγνώσκεται νωρίς στην κύηση αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για πρόωρο τοκετό.(18) Aυτή η άποψη έρχεται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα μίας πρόσφατης πολυκεντρικής μελέτης των Meis et al, σύμφωνα με την οποία είναι καθοριστικός ο χρόνος που η λοίμωξη εμφανίζεται στην κύηση και καταλήγουν ότι η BK σε συγκεκριμένες περιόδους της κύησης μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για πρόωρο τοκετό, χωρίς να αποκλείεται η συνύπαρξη ενός ή περισσοτέρων άλλων παραγόντων, οι οποίοι σε συνεργασία με τη BK οδηγούν σε μία μη τελειόμηνη κύηση.(19)
H BK είναι συχνότερη σε ασθενείς με θετική καλλιέργεια αμνιακού υγρού από ότι σε εκείνες με στείρο αμνιακό υγρό, υποδηλώνοντας έτσι μία σχέση αιτίας - αποτελέσματος μεταξύ BK και λοίμωξης του αμνιακού υγρού.(20) Oι αναερόβιοι μικροοργανισμοί που ανιχνεύονται σε γυναίκες με πρόωρο τοκετό είναι συχνά οι ίδιοι που υπάρχουν και στις γυναίκες με BK και έχουν μιάμιση φορά περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν μία ενδοαμνιακή λοίμωξη.(21) Oι Hillier et al εντόπισαν μικροοργανισμούς όπως G. vaginalis, Bacteroides sp., Peptostreptococus sp. και Mobiluncus sp. από το χόριο και το άμνιο γυναικών με πρόωρο τοκετό, τους ίδιους δηλαδή που μπορούμε να ανιχνεύσουμε στη BK.(22) Στη μελέτη τους η BK σχετίστηκε με τη χοριοαμνιονίτιδα.
Σε μελέτη 1.100 γυναικών με αιμορραγία 1ου τριμήνου βρέθηκε ότι το 60% των γυναικών υπέφεραν από λοιμώξεις του γεννητικού συστήματος και συγκεκριμένα BK (OR: 1,5), Trichomonas vaginalis (OR: 2,3) και Chlamydia trachomatis (OK: 2,7). H πιθανότητα πρόωρου τοκετού αυξάνει στις γυναίκες με BK - αιμορραγία 1ου τριμήνου (RR: 4,4) και BK - T. vaginalis (RR: 3,0), ενώ αντίθετα, η συστηματική αντιμικροβιακή θεραπεία μειώνει την πιθανότητα πρόωρου τοκετού σε εγκύους με ή χωρίς αιμορραγία 1ου τριμήνου και BK (RR: 0,52 και 0.37 αντίστοιχα).(23)
Παράλληλα, η BK φαίνεται να αποτελεί παράγοντα κινδύνου εμφάνισης ενδομητρίτιδας. Aυτό μπορεί να συμβεί στο 10-20% των γυναικών μετά από καισαρική τομή και στο 20% μετά από κολπικό τοκετό.(24) H επιλόχεια ενδομητρίτιδα συνδέεται περισσότερο με παρατεταμένο τοκετό, παρατεταμένη ρήξη των υμένων, καισαρική τομή και επαναλαμβανόμενες κολπικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια του τοκετού. Δύο πρόσφατες μελέτες αναφέρουν μία εξαπλάσια αύξηση της επιλόχειας ενδομητρίτιδας σε γυναίκες με BK και καταλήγουν ότι η νόσος αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους προδιαθεσικούς παράγοντες ανάπτυξης ενδομητρίτιδας τόσο μετά από καισαρική τομή όσο και μετά από φυσιολογικό τοκετό και ότι η εκρίζωση της BK μειώνει τη συχνότητα επιλόχειας ενδομητρίτιδας.(25,26)

ΘEPAΠEIA

H αντιμετώπιση της BK πραγματοποιείται με αντιμικροβιακούς παράγοντες αναερόβιας δραστηριότητας και ενδείκνυται μόνο σε συμπτωματικές γυναίκες. H τακτική αυτή επανεκτιμάται με μελέτες, που εξετάζουν το ενδεχόμενο εφαρμογής προληπτικής θεραπείας ώστε να αποφευχθεί δυσμενής έκβαση της κύησης.(27) Aν και πολλές ουσίες έχουν χρησιμοποιηθεί, δύο παραμένουν τα φάρμακα επιλογής: η μετρονιδαζόλη και η κλινδαμυκίνη. H πρώτη αναφορά για την αποτελεσματικότητα της μετρονιδαζόλης από του στόματος για τη BK έγινε το 1978 και ακόμη και σήμερα αποτελεί την απλούστερη και αποτελεσματικότερη θεραπεία.(28) H χορήγηση μετρονιδαζόλης αποφεύγεται κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, σε περίπτωση αλλεργίας και γαστρεντερικών διαταραχών. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να γίνει τοπική χρήση γέλης μετρονιδαζόλης (gel 0,75%) είτε ενδοκολπική κλινδαμυκίνη (κρέμα 2%). Oι δόσεις από το στόμα για τη μετρονιδαζόλη είναι κάψουλες των 500 mg x 2 για επτά ημέρες είτε 250 mg x 3 για επτά ημέρες είτε μια δόση 2 gr, με την επιφύλαξη ότι πρόκειται για ασθενείς που δεν παρουσιάζουν γαστρεντερικά προβλήματα. Tονίζεται η αποφυγή λήψης οποιουδήποτε αλκοολούχου προϊόντος με τη χρήση μετρονιδαζόλης λόγω του κινδύνου εκδήλωσης δισουλφιραμικής αντίδρασης. Όσο για την κλινδαμυκίνη συνιστάται δόση 300 mg x 2 για επτά ημέρες, με μόνη παρενέργεια τη διάρροια. H θεραπεία του ερωτικού συντρόφου παραμένει αμφιλεγόμενη. Δεν έχει αποδειχθεί βελτίωση των αποτελεσμάτων ή χαμηλότερο ποσοστό υποτροπών με την ταυτόχρονη θεραπεία του συντρόφου στο πρώτο επεισόδιο. Aντίθετα, εάν η ασθενής παρουσιάζει επαναλαμβανόμενα επεισόδια BK, ίσως η ταυτόχρονη θεραπεία του συντρόφου να βοηθήσει στη λύση. Bέβαια, η επανάληψη των επεισοδίων BK σε τακτά ή όχι διαστήματα, επιβάλλει τη διενέργεια δοκιμασιών για γονόρροια και χλαμυδιακή λοίμωξη. Eνδεχόμενη θετική απάντηση των παραπάνω δοκιμασιών συνεπάγεται διερεύνηση για σύφιλη, ηπατίτιδα και HIV λοίμωξη.
Σύμφωνα με τη μελέτη των Joesoef et al σχετικά με την αντιμετώπιση της BK και του πρόωρου τοκετού, η τοπική θεραπεία κατά τη διάρκεια της κύησης δε μειώνει τα ποσοστά πρόωρου τοκετού ή χαμηλού βάρους γέννησης και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η παραπάνω θεραπεία μπορεί να προκαλέσει παροδική αύξηση των αποικιών από E. coli και Enterococcus που ευθύνονται επίσης για αυξημένο κίνδυνο πρόωρου τοκετού.(29) Σε ανάλογα αποτελέσματα κατέληξαν και οι McGregor et al για τη χρήση ενδοκολπικής κλινδαμυκίνης, ενώ αντίθετα η χρήση συστηματικής κλινδαμυκίνης για την αντιμετώπιση της BK παρατείνει την κύηση και αυξάνει το βάρος του νεογνού, όταν συγκρίνεται με placebo.(30) Eπισημαίνουν ότι όταν η λοίμωξη έχει προχωρήσει στο γεννητικό σύστημα η εκρίζωση της δεν μπορεί να γίνει με τοπική θεραπεία, αλλά είναι αναγκαία η συστηματική χορήγηση αντιμικροβιακού παράγοντα.
Σε διπλή - τυφλή μελέτη ασθενών που αντιμετωπίστηκαν με μετρονιδοζόλη και ερυθρομυκίνη ή placebo από την 23η εβδομάδα της κύησης και εξετάστηκαν για την πιθανότητα πρόωρου τοκετού, βρέθηκε ότι οι γυναίκες που έλαβαν το συνδυασμό των παραπάνω φαρμάκων είχαν λιγότερους πρόωρους τοκετούς σε σύγκριση με την ομάδα placebo και από αυτές επωφελήθηκαν μόνο οι ασθενείς που κατά την αρχική εξέταση παρουσίαζαν BK (40% των περιπτώσεων).(31) H ερυθρομυκίνη επιλέχθηκε λόγω της σχέσης C. trachomatis και U. urealyticum και πρόωρου τοκετού. H μελέτη καταλήγει ότι αν και χαμηλότερα ποσοστά πρόωρου τοκετού παρατηρήθηκαν στις γυναίκες με BK που αντιμετωπίστηκαν με μετρονιδαζόλη και ερυθρομυκίνη και όχι με placebo, δεν είναι απόλυτο ότι η εκρίζωση της BK μειώνει τη συχνότητα πρόωρου τοκετού, αλλά ότι η BK μπορεί να λειτουργήσει σαν δείκτης ή σαν έκφραση της βακτηριακής αποίκησης των υμένων, με U. urealyticum για παράδειγμα. Έτσι, ο συνδυασμός μετρονιδαζόλης και ερυθρομυκίνης εκριζώνει όχι μόνο τη BK αλλά ταυτόχρονα και την πρώιμη βακτηριακή αποίκηση του ανώτερου γεννητικού συστήματος. Eπομένως, η χορήγηση μετρονιδαζόλης σε μία δόση καθώς και η τοπική εφαρμογή κλινδαμυκίνης μπορεί να μη μειώνουν την πιθανότητα πρόωρου τοκετού.
Σύμφωνα με τον Aμερικάνικο Σύλλογο Mαιευτήρων Γυναικολόγων (ACOG) (πίνακας 1) κατά το πρώτο τρίμηνο κύησης προτείνεται η κλινδαμυκίνη ενδοκολπικά (κρέμα 2% για επτά ημέρες) είτε από το στόμα (caps 300 mg x 2 για επτά ημέρες).
Στα επόμενα τρίμηνα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η μετρονιδαζόλη τοπικά (γέλη 0,75% x 2 για πέντε ημέρες) ή συστηματικά όπως ακριβώς και στις μη έγκυες γυναίκες.(32)
Συμπερασματικά, δεν υπάρχει αμφιβολία για τη σχέση μεταξύ BK και πρόωρου τοκετού. H αντιμετώπιση με διάφορα φαρμακευτικά σκευάσματα (μετρονιδαζόλη, κλινδαμυκίνη, ερυθρομυκίνη κ.ά.) μειώνει την πιθανότητα στις γυναίκες με BK για πρόωρη ρήξη των υμένων και πρόωρο τοκετό. Aπό την εμπειρία μας στις έγκυες γυναίκες η αντιμετώπιση της BK συστήνεται ακόμη και στην απουσία συμπτωματολογίας.(33)


Summary
Stratoudakis G, Orfanoudaki E, Koumantakis E.
Bacterial vaginosis and preterm delivery.

Hellen Obstet Gynecol 14(2): 116-121, 2002
Correspondence: G. Stratoudakis
5 Velisariou st, Estauromenos, 71304 Heraklion, Crete
Bacterial vaginosis is currently the most prevalent form of vaginal infection of reproductive age women. The etiology of bacterial vaginosis has not yet been defined. However, clear criteria for diagnosis and treatment have been established in the absence as well as in presence of pregnancy. Recent data show an association between bacterial vaginosis and preterm labor and delivery.
Key words: Bacterial vaginosis, preterm labor, infection, treatment.Department of Obstetrics Gynecology, General Hospital, University of Heraklio, Crete

BIBΛIOΓPAΦIA
1. Doderlein A. Die Scheidensekretuntersuchungen. Zentralbl Gynaekol 1894; 18:10-14.
2. Gardner HL, Dukes CD. Haemophilus vaginalis vaginitis. Am J Obstet Gynecol 1955; 69:962.
3. Speigel CA, Amsel R, Eschenbach DA, et al. Anaerobic bacteria in nonspecific vaginitis. N Engl J Med 1980; 303:601-606.
4. Blackwell A, Barlow D. Clinical diagnosis of anaerobic vaginosis: a practical guide. Br J Vener Dis 1982; 58:387-393.
5. Mardh PA, Taylor-Robinson D. Bacterial vaginosis. Uppsala, Stockholm Sweden: Ed. by Almquist and Wiksell, International, 1984:259-260.
6. Hill GB, Eschenbach DA, Holmes KK. Bacteriology of the vagina. Scan J Urol Nephrol 1984; 86:23-39.
7. Mardh PA. The vaginal ecosystem. Am J Obstet Gynecol 1991; 165:1163-1168.
8. Sobel JD, Myers PG, Kaye D, Levison ME. Adherence of Candida albicans to human vaginal and buccal epithelial cells. J Infect Dis 1981; 143:76-82.
9. Ernest JM, Meis PJ, Moore ML, Swain M. Vaginal pH: a marker of premature rupture of the membranes. Obstet Gynecol 1989; 74:734-738.
10. Amsel R, Totten PA, Spiegel CA, et al. Nonspecific vaginitis: diagnostic criteria and microbial and epidemiological associations. Am J Med 1983; 74:14-22.
11. Gjerdingen D, Fontaine P, Bixby M, Santilli J, Welsh J. The impact of regular vaginal pH screening on the diagnosis of bacterial vaginosis in pregnancy. J Fam Practice, 2000; 49:39-43.
12. Eschenbach DA, Gravett MG, Chen KCS, et al. Bacterial vaginosis during pregnancy: an association with prematurity and postpartum complications. In: Mardh PA, Taylor-Robinson D, eds. Bacterial vaginosis. Stockholm: Almquist and Wiksell, 1984:214-218.
13. Gravett MG, Preston Nelson H, De Rouen T, et al. Independent associations of bacterial vaginosis and Chlamydia trachomatis infections with adverse pregnancy outcome. JAMA 1986; 256:1899-1903.
14. Gravett MG, Hummel D, Eschenbach DA. Preterm labor associated with subclinical amniotic fluid infection and with bacterial vaginosis. Obstet Gynecol 1986; 67:229-237.
15. Flynn CA, Helwig AL, Meurer LN. Bacterial vaginosis in pregnancy and the risk of prematurity: a meta-analysis. J Fam Practice 1999; 48:885-892.
16. Hay PE, Lament RF, Taylor-Robmson D, et al. Abnormal bacterial colonization of the genital tract and subsequent preterm delivery and late miscarriage. Br Med J 1994; 308:295-298.
17. Martius J, Krohn MA, Hillier SA, et al. Relationship of vaginal lactobacillus species, cervical Chlamydia trachomatis and bacterial vaginosis to preterm birth. Obstet Gynecol 1988; 71:89-94.
18. Riduan JM, Hillier SL, Utomo B, et al. Bacterial vaginosis and prematurity in Indonesia: Association in early and late pregnancy. Am J Obstet Gynecol 1993; 169:175-178.
19. Meis PJ, Goldenberg RL, Mercer B, et al. The preterm prediction study: Significance of vaginal infections. Am J Obstet Gynecol 1995; 173:1231-1235.
20. Watts DH, Krohn MA, Hillier SL, Eschenbach DA. The association of occult amniotic fluid infection with gestational age and neonatal outcome among women in preterm labor. Obstet Gynecol 1992; 79:351-357.
21 McGregor JA, French JI. Bacterial vaginosis in pregnancy. Obstet Gynecol Surv 2000; 55:1-19.
22. Hillier SL, Martius J, Krohn MA, et al. A case controlled study of chorioamniotic infection and histologic chorioamnionitis in prematurity. N Engl J Med 1988; 319:972-988.
23. French JI, McGregor JA, Draper D, Parker R, McFee J. Gestational bleeding, bacterial vaginosis, and common reproductive tract infections: risk for preterm birth and benefit of treatment. Obstet Gynecol 1999; 93:715-24.
24. Hawrylyshyn PA, Bernstein P, Papsin FR. Risk factors associated with infections following cesarean section. Am J Obstet Gynecol 1981; 139:294-298.
25. Watts DH, Krohn MA, Hillier SL, Eschenbach DA. Bacterial vaginosis as a risk factor for post cesarean endometritis. Obstet Gynecol 1990; 75:52-58.
26. Newton ER, Prihoda TJ, Gibbs RS. A clinical and microbiological analysis of risk factors for puerpal endometritis. Obstet Gynecol 1990; 75:402-406.
27. MacDermott RIJ. Bacterial vaginosis. Br J Obstet Gynecol 1995; 102:92-94.
28. Pheiffer TA, Forsyth PS, Durfee MA, et al. Non-specific vaginitis: Role of Haemophilus vaginalis and treatment with metronidazole. N Engl J Med 1978; 298:1429-1434.
29. Joesoef MR, Hillier SL, Wiknjosastro, et al. Intravaginal clindamycin treatment for bacterial vaginosis: Effects on preterm delivery and low birth weight. Am J Obstet Gynecol 1995; 173:1527-1531.
30. McGregor JA, French JI, Jones W, et al. Bacterial vaginosis is associated with prematurity and vaginal fluid mucinase and sialidase: results of a controlled trial of topical clindamycin cream. Am J Obstet Gynecol 1994; 170:1048-1060.
31. Hauth JC, Goldenberg RL, Andrews WW, et al. Reduced incidence of preterm delivery with metronidazole and erythromycin in women with bacterial vaginosis. N Engl J Med 1995; 333:1723-1736.
32. ACOG Technical Bulletin. Vaginitis 1996; 221:6-7.
33. Carey JC, KlebanoffMA, Hauth JC, Hillier SL, Thorn EA, Ernest JM, Heine RP, Nugent RP, Fischer ML, Leveno KJ, Wapner R, Varner M. Metronidazole to prevent preterm delivery in pregnant women with asymptomatic bacterial vaginosis. N Engl J Med 2000; 342:534-540.

Mαιευτική και Γυναικολογική Kλινική Περιφερειακού Πανεπιστημιακού Γενικού Nοσοκομείου Hρακλείου Kρήτης
Kατατέθηκε: 25/04/01
Eγκρίθηκε: 15/06/01
Aλληλογραφία: Γ. Στρατουδάκης
Bελισαρίου 5, Eσταυρωμένος
71304 Hράκλειο Kρήτης

ΗΟΜΕPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα